Δημήτρης Νανούρης
ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ ΧΡΥΣΟ χύνεται μέλι μαύρο η νύχτα, όπως τα κομμένα κεφάλια απ’ το ματωμένο σακί στο βά(ρα)θρο του φανοστάτη των Τρικάλων. Παράξενες αφορμές της αγάπης η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, που αναχώρησε για τις επουράνιες λέξεις τέτοιες μέρες του 2008:
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ Κάπου εκεί/ κατά το άβατο μέρος του κήπου/
είδανε το πρώτο δειλινό/ σαν ένα χρυσό πιθάρι/ που κατρακύλαγε ανάμεσα στα
κρίνα/ κι από μέσα χυνόταν/ μέλι μαύρο/ η νύχτα.// Φιλήθηκαν χωρίς να ξέρουν/
τι ήταν το φιλί/ χωρίς να ξέρουν/ πως από εκείνο το χρυσαφένιο φως/ που τα
μάτια τους βλέπανε για πρώτη φορά/ είχανε γεννηθεί οι λέξεις/ κήπος φιλί κρίνα
πιθάρι νύχτα/ σημαίνοντας τον έρωτα/ στα σκοτεινά του βάθη.Η ΣΙΩΠΗ είναι μια άγνωστη/ που έρχεται τη νύχτα./ Ανεβαίνει
τη σκάλα/ χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα/ μπαίνει στην κάμαρα/ και κάθεται στο
κρεβάτι μου./ Μου φοράει το δαχτυλίδι της/ και με φιλεί στο στόμα./ Τη γδύνω./
Μου δίνει τότε τις βελόνες/ και τα τρία χρώματα/ το κόκκινο το μαύρο και το
κίτρινο./ Κι αρχίζω να κεντάω/ πάνω στο δέρμα της/ όλα όσα δε σου είπα/ και
ποτέ πια δε θα σου πω.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ Αυτός που γράφει το ποίημα/ κι εκείνος που θα το διαβάσει/ μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο/ με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε.// Μέσα στο ποίημα βέβαια/ έχουν χαθεί κι οι τρεις.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ Αυτός που γράφει το ποίημα/ κι εκείνος που θα το διαβάσει/ μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο/ με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε.// Μέσα στο ποίημα βέβαια/ έχουν χαθεί κι οι τρεις.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα/ ακούγοντας
ν’ ανεβαίνει τη σκάλα/ μες στη δροσιά του σπιτιού/ σαν ψίθυρος από φιλιά κι
ανάσες.// Γύρευα τότε να ξεφύγω/ μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου/
νύχτες που μελετούσα το κενό/ πηγαίνοντας από την ηδονή στον Αδη.// Και τα
λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου/ ματόκλαδα και χείλια που τα ’σκιζε ο
πόθος μου/ κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα/ λίγος καπνός από μακριά/
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί./ Και το καράβι μου στον κήπο της/ δεμένο κι
άγρυπνο/ σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί/ μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που
χάθηκαν/ ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
ΤΟ ΣΑΚΙ Ημουν παιδί ακόμη δεν
τους καλοθυμάμαι./ Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί/ μα δε σταθήκανε. Περάσανε/
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους/ ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες/ καθώς
τους χώνευε το βουνό./ Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ' το μυαλό μου./ Κράτα
το άλογο, μου είπε/ και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη/ έσκυψε στο νερό
να πιει/ και τόνα μάτι του με κοίταζε απ' το πλάι./ Κοίταζε τα κουρέλια μου/ τα
πόδια μου μες στις λινάτσες/ τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου/ και πώς του
χαμογέλαγα/ κρατώντας τ' άλογο με περηφάνια./ Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε
τον άλλο χρόνο/ αχνό βασιλεμένο/ όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί/ και κύλησαν
στη μέση της πλατείας/ κομμένα τα κεφάλια τους./ Ηταν ο χρόνος που κατέβηκα
στην πόλη/ και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου