Στην ανάρτηση της 24-11-21 αναφερθήκαμε, στα μέτρα του δυνατού, στα κοινωνιολογικά της Ζαχάρως και στην εξέλιξή της και σήμερα επιχειρούμε το αντίστοιχο με το Γιαννιτσοχώρι. Το Γιαννιτσοχώρι λοιπόν σχετικά με όλα τα γειτονικά χωριά της περιοχής είναι το νεότερο χωριό, όπως επανειλημμένα έχουμε αναφέρει.[1]
Για το πότε και πώς ιδρύθηκε μπορείτε να ανατρέξετε ΕΔΩ ΕΔΩ & ΕΔΩ. για να μην επαναλαμβανόμαστε. Λοιπόν από ένα σημείο και μετά, που εντοπίζεται εκεί γύρω στο 1935-36 που έγινε η αποξήρανση του Βάλτου άρχισε να παρουσιάζεται το σύνηθες φαινόμενο της καπιταλιστικής ανάπτυξης με τις γνωστές σχέσεις παραγωγής: μεγάλοι ιδιοκτήτες γης-έως και τσιφλικάδες- αλλά και μικρο-ιδιοκτήτες, από τη μια, κι από την άλλη άποροι και απλοί εργάτες, βιοπαλαιστές στην κυριολεξία. Όμως, όπως συνήθως και σε άλλα μέρη, ήταν χωρίς ΄ανταγωνιστικές συγκρούσεις και πρακτικές, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και τις τοπικές συνθήκες. Αντίθετα υπήρχαν οι γνωστές "δουλοπρεπείς" σχέσεις (κουμπαριές, σεμπριές [2]και τέτοια]. Από αυτή, ας πούμε, την εργατική τάξη, το εντελώς προλεταριάτο, οι πιο άποροι ήταν οι μέτοικοι από τα γύρω χωριά κυρίως τα ορεινά της Ζούρτσας (Τριάντα, Βερβίτσα, Λυνίσταινα). Βεβαίως όλοι αυτοί με τα χρόνια και με την αδιάκοπη εργασία τους προόδευσαν και έγιναν νοικοκυραίοι που λένε.
Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία, τάξη ανήκαν και διάφοροι μικροεπαγγελματίες και μάστορες, όπως δυο χασάπηδες, δυο-τρεις μκροταβερνιάρηδες, ένας τσαγκάρης, ένας με δυο κουρείς, δυο-τρεις οικοδόμοι και λοιποί.
Αν και τα άλλα παραλιακά χωριά της περιοχής, αλλά και η Ζαχάρω δημιουργήθηκαν εκεί περίπου γύρω στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και με τον ίδιο τρόπο πάνω κάτω, εντούτοις είχαν αρκετά διαφορετική εξελικτική πορεία. Η Ζαχάρω, λόγω προνομιούχας γεωγραφικής θέσης, παραδίπλα στον Καϊάφα έγινε εμπορικό, μητροπολιτικό κέντρο της περιοχής με μεγαλύτερη ανάπτυξη στο εμπόριο, στον δε Κακόβατο επί πολλά χρόνια αναπτύχθηκε η καλλιέργεια της σταφίδας με την ίδρυση του εργοστασίου ΑΣΟ και ακολούθησε η τουριστική ανάπτυξη, που συνεχίζεται. Στο Γιαννιτσοχώρι, μετά την αποξήρανση του Βάλτου και τα ρύζια και τις υπαίθριες ντομάτες, βρήκε έδαφος η πρώιμη καλλιέργεια με τα θερμοκήπια. Μια άλλη διαφοροποίηση ήταν ότι στο Γιαννιτσοχώρι, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα υπήρξαν αρκετές μεγαλο-ιδιοκτησίες, όχι ακριβώς όπως τα γνωστά τσιφλίκια, που ανήκαν μάλιστα σε Ζουρτσάνους.
Οι λόγοι ανάγονται στο ότι αρχικά στη Ζούρτσα που επί πάρα πολλά χρόνια, από το Βυζάντιο ακόμα, ήταν το πρώτο κεφαλοχώρι ολόκληρης της περιοχής, μέχρι που πήρε τη θέση της η Ζαχάρω, υπήρχαν οι τοπικοί προύχοντες, Κοτζαμπάσηδες στην Τουρκοκρατία, (Πιπιλαίοι, Μπαλαφαραίοι, Βουδουραίοι) αλλά και συνέχεια στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-14, όπου το Ελληνικό κράτος, τιμώντας τους, έδωσε την ευκαιρία σε αρκετούς Ζουρτσάνους πολεμιστές-αξιωματικούς να αποκτήσουν μεγάλες εκτάσεις με ευνοϊκούς όρους.
Ολόκληρος δε ο εύφορος κάμπος, πρώην βάλτος, αποτέλεσε ένα "τσιφλίκι" όπου στα πρώτα χρόνια μετά την αποξήρανση και μέχρι περίπου τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ΄40, με διαλείψεις μικρές και μεγάλες, έγινε πόλος έλξης πολλών εργατών από τη γύρω περιοχή για την καλλιέργεια του ρυζιού. Ακολούθησαν άλλες υπαίθριες καλλιέργειες [αραποσίτια, σιτάρια, αρακάς, και κυρίως ντομάτες). Οι εργασιακές σχέσεις ήταν οι γνωστές της ελληνικής επαρχίας. Στην αρχή με τη γνωστή επίμορτη αγροληψίας [μισιακά] και αργότερα με ενοικίαση.
Βεβαίως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα και στα χρόνια του μεγάλου πολέμου, στην Κατοχή, και στον Εμφύλιο. Στα χρόνια δε της Εθνικής Αντίστασης υπήρξε ένα διάλειμμα στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στην εκμετάλλευση των χωρικών. Σχετικά γράφει ο Πάνος Παπαβασιλείου, που διετέλεσε Γραμματέας του ΕΑΜ στο χωριό, σε ένα απομνημονευτικό του γράμμα, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου ¨"Αλλοτινές Εποχές":
.....σε λίγο χρόνο όλο το χωριό ήταν μπασμένο στο ΕΑΜ και δούλευε στον αγώνα εκτός ευτυχώς ελαχίστων που κρατούσαν παθητική στάση, ήσαντε όμως πρόθυμοι να κάμουν κάτι που τους ζητήθηκε χωρίς να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα σ΄ αυτήν. Το Εαμικό Γραφείο από την αρχή της ίδρυσής του ακολουθώντας τη γραμμή και τους σκοπούς του ΕΑΜ έβγαλε σαν αντικειμενικό του σκοπό να βρει τρόπο για να μπορέσει να σώσει το χωριό από την πείνα και τον κατακτητή. Έτσι, μαζί με τις Εαμίτικες οργανώσεις των γύρω χωριών, σαν δόθηκε το σύνθημα από την Νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ να σπάσουν οι αποθήκες του Α.Σ.Ο κι ο κόσμος να πάρει τις σταφίδες, τα λάδια, τα σύκα, και ότι άλλο κρύβαν μέσα τους, το χωριό μας στις αποθήκες του Θολού έκαμε το γιουρούσι και πήρε σταφίδες και λάδια κι έτσι ξεγέλασε την πείνα του για κάμποσο καιρό.
Το δεύτερο ζήτημα που απασχόλησε την οργάνωση του ΕΑΜ του χωριού μας, ήταν ο βάλτος.
Δεν ήταν δυνατόν ο κόσμος να πεθαίνει από την πείνα και κάποιος κύριοςού Σκόντρας –και εγώ δεν ξέρω πούθε κρατούσε η σκούφια του- να βρεθεί ιδιοχτήτης αρκετών στρεμμάτων ελέω Γιάννη Μεταξά, και μαζεύοντας τα προϊόντα να τα προσφέρει πεσκέσι στους καταχτητές!
Στο χωριό είχε σαν τοποτηρητή του κάποιο Θανάση Ζουμή, δικηγόρος έλεγε πως ήταν κι ο ίδιος έμενε στην Αθήνα.
Το Γραφείο δεν ήταν δυνατό να ανεχτεί μια τέτοια κατάσταση γι΄ αυτό πήρε την απόφαση να διώξει από κει το Ζουμή και τα υπάρχοντά του, χωράφια και ότι άλλο είχε, να μοιραστούν στον κόσμο του χωριού!
Ο κλήρος έλαχε σε μένα να εκτελέσω την εντολή.
Ήταν βραδάκι θυμάμαι που ανέβηκα στο σπίτι του Παναγιώτη Γαλάνη όπου έμενε και του είπα το απαράδεχτο για την οργάνωση, αυτής της ταχτικής και σε παρακαλεί να τα παρατήσετε και να σηκωθείτε να φύγετε. Αυτό άλλωστε είναι απαίτηση όλου του χωριού. Θύμωσε πολύ και με εβεβαίωσε πως δεν μπορεί να κάμει κάτι τέτοιο - του ήταν αδύνατο να φύγει!…
Σηκώθηκα να φύγω και πηγαίνοντας προς τη σκάλα να κατεβώ σκέφτηκα να τον φοβερίσω λίγο και γύρισα και του είπα:
-Αν μέσα σε 24 ώρες δεν φύγετε δεν ευθυνόμαστε για τη ζωή σας!.
Δεν ξέρω βέβαια ποιες ήταν οι σκέψεις του, μα κείνο που ξέρω ήταν πως το άλλο πρωί τα παράτησε όλα και έφυγε! Τα χωράφια και ότι είχε στην αποθήκη η οργάνωση τα μοίρασε στο χωριό. Ο κόσμος πήρε τα χωράφια που τα καλλιέργησε κι έδιωξε την πείνα από κοντά του!
Χόρτασε ψωμί!
Εδώ θα βρούνε ευκαιρία οι καλοθελητάδες να αρχίσουν το παλιό τροπάρι! Την κατηγόρια και συκοφαντία!
Να! Ποιο ήταν το ΕΑΜ, άρπαξε τις περιουσίες του κόσμου! Όχι κύριοι, θα τους ειπούμε. Το ΕΑΜ δεν άρπαξε περιουσίες από τον κόσμο, αλλά τις περιουσίες του κόσμου από τους αητονύχηδες που τις είχαν αρπάξει και την έδινε στον κόσμο που του ανήκαν, κι όχι νάχουν τον κόσμο να τις καλλιεργεί κι αυτός να ψοφάει από την πείνα και οι αητονύχηδες να προσφέρουν όλα με απλοχεριά στους εχθρούς του λαού και της Πατρίδας!…
Στη συνέχεια το χωριό ακολούθησε αναπόφευκτα τη γνωστή, πεπατημένη πορεία του ελληνικού κράτους, επάνδρωση του κρατικού μηχανισμού αλλά και των θεσμικών αρμών του, στρατός, αστυνομία, δικαιοσύνη με κάθε είδους "εθνικόφρονες" ακόμα και με Γερμανοτσολιάδες, ταγματασφαλίτες, με κυρίαρχο μέτρο το δίκαιο του νικητή και την απηνή δίωξη και εξόντωση των αντιθέτων "προδοτών" [πιστοποιητικό κοινωνικής πρόνοιας, φυλακές, εκτελέσεις, ξερονήσια]. Έτσι στο Γιαννιτσοχώρι αποκαταστάθηκε η "τάξη και η ασφάλεια" και ο Βάλτος επανήλθε .....στα "κανονικά" αφεντικά του.[3] Κι όπως είπαμε πλέον επικράτησε η επίμορτη αγροληψίας [μισιακά] και μετά το ΄70 η ενοικίαση χωραφιών.
Να σημειώσουμε ότι μετά το ΄55, στην οικονομία της περιοχής μεσολάβησαν και επέδρασαν οι εξής παράγοντες:
α- Η εξάπλωση των καλλιεργειών που απαιτούσαν νερό, όπως ρύζια, φασόλια, αραποσίτια, ντομάτες και άλλα τέτοια κηπευτικά, λόγω των καινούργιων διαιτητικών προτιμήσεων του ανθρώπου.
β- Η μετανάστευση που αποστέρησε από τον τόπο πολλά εργατικά χέρια.[4]
γ- Η ραγδαία ανάπτυξη της ελιάς αλλά και η εντατικοποίηση των κατάλληλων καλλιεργειών στα ξερικά χωράφια, δημητριακά κυρίως, με την μηχανοποίηση της γεωργίας (τρακτέρ, αλωνιστικές μηχανές κ.τ.λ.) που δεν κάλυψαν όλες τις ανάγκες των κατοίκων, καθότι από το ζην μεταφερθήκαμε σιγά-σιγά αλλά σταθερά στο ευ ζην.
[συνεχίζεται].
[1] Αγαπητέ αναγνώστη και φίλε θα μου πεις φυσικά ότι σας έχω μπαφιάσει με αυτό κάθε τόσο αλλά πρέπει να δείξεις σχετική συγκατάβαση, μια και αφενός είναι η αγαπημένη μου γενέτειρα και αφετέρου εδώ έρχομαι συχνότατα και μάλιστα ξεκαλοκαιριάζω με παρέες φίλους, συγγενείς και κουμπάρους.
[2] Η σχέση μεταξύ, ιδιοκτήτη και σέμπρου στην αρχή ήταν 60 με 40, δηλαδή ο ιδιοκτήτης, που έβαζε το χωράφι και τα μισά έξοδα, έπαιρνε το 60% της συγκομιδής, του κέρδους και ο σέμπρος – οι περισσότεροι σέμπροι ήταν άκληροι και λίγο ή πολύ άποροι – που έβαζε τη δουλειά του και τα μισά έξοδα, στο τέλος έπαιρνε το υπόλοιπο 40%. Με την πάροδο του χρόνου αυτή η σχέση συνεχώς άλλαζε και στρεφόταν προς την πλευρά του σέμπρου, μέχρι που αντιστράφηκε εντελώς (40 – 60) ή ακόμα και περισσότερο λόγω έλλειψης εργατικών χεριών και …. δικαιοσύνης. Φανταστείτε ότι στα χρόνια των κολίγων η σχέση ήταν 90 με 10 και μάλιστα ο τσιφλικάς είχε και δικαιώματα ακόμη και στη ζωή τους. Στην αρχή τα έξοδα της καλλιέργειας τα έβαζε όλα ο ιδιοκτήτης και στο τέλος, στην παραγωγή, παρακρατούσε τα μισά από το σέμπρο, συν το μισό κόστος. Αργότερα δε στην εποχή των θερμοκηπίων, οι σέμπροι αντί να παίρνουν τα χωράφια μισιακά από τους ιδιοκτήτες, τα νοίκιαζαν. Αυτή η μορφή και σχέση εφαρμόσθηκε, κυρίως για τα ποτιστικά χωράφια.
[3]Τελικά προύχοντες, κύριοι και ιδιοκτήτες ολόκληρου του κάμπου, πρώην βάλτου, κάπου 2000000 στρέμματα έμειναν οι Ξουραφαίοι, οικογένεια από την Ανδρίτσαινα και μόνιμοι κάτοικοι της Κηφισιάς, αν και στην αρχή ήταν ένας Σκόντρας. Μάλιστα ο ένας από αυτούς, πέντε αδέλφια, ο Νώντας, αυτός πού είχε και τα νταραβέρια με τους χωριάτες ήταν γαμπρός του Απέργη. Αυτός λοιπόν ήταν μεγάλη "μανούλα" και έκανε στο χωριό πέντε με έξι βαφτιστήρια, με δυο-τρείς Λουκίες, το όνομα της γυναίκας του. Το ΄64 νομίζω, πρώτη φορά υποψήφιος ο Θανασάκης Κανελόπουλος, τον έφερε στο χωριό και τον τραπέζωσε με δυο κοκόρια. Ο πατέρας μου ήταν κουμπάρος....
[4] Κατά την εικοσαετία
΄50 - ΄70, στο χωριό, όπως
και σε όλη την ύπαιθρο, η μετανάστευση έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Οι λόγοι ήταν κυρίως οικονομικοί, φτώχεια και ανημποριά, αλλά και οι άγριοι πολιτικοί διωγμοί, με πρώτο παράδειγμα τον Χρήστο Ντούφα, εαμίτη και πρώτο κανονικό πρόεδρο του χωριού, το ΄46. Η μετανάστευση ως αναγκαστική
νομοτέλεια, από τη μια μεριά είχε τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις, νόστους,
καημούς και ντέρτια. Ξεκληρίστηκαν οικογένειες, αποχωρίσθηκε η μάνα το παιδί
και ο αδελφός τον αδελφό. Από την άλλη όμως είχε πολλές θετικές συνέπειες.
Το
πρώτο λοιπόν κύμα της μετανάστευσης στο χωριό ήταν στη δεκαετία του ΄50 προς την Αυστραλία. Την
επόμενη δεκαετία, σε πολύ μικρότερο βαθμό η μετανάστευση έγινε προς τη Γερμανία
και εν μέρει στην Αμερική. Έτσι φθάνουμε στη δεκαετία του ΄70-΄80 όπου είχαμε το
φαινόμενο της αστυφιλίας προς την
πρωτεύουσα.
Η οικονομική κατάσταση και η εξέλιξή της στο
χωριό, που σε γενικές γραμμές ήταν μια μικρογραφία της οικονομίας της χώρας,
καθώς και οι κοινωνικοί νόμοι επεξηγούν όλα τα σχετικά με την μετανάστευση.
Παρά
ταύτα το χωριό, σε όλες τις κρίσιμες
περιόδους δεν μαράζωσε και δεν ερήμωσε, αντιθέτως ο πληθυσμός του συνεχώς
αυξανόταν και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς. Νέοι κάτοικοι δεν σταμάτησαν
ποτέ να έρχονται από διπλανά και μακρινότερα χωριά και έτσι η ζωή τραβούσε την
ανηφόρα.