Χρήστος Γ. Ντούμας*
Εχοντας ζήσει τα παιδικά μου χρόνια στις δυτικές παρυφές της
αχαϊκής πρωτεύουσας και επί της οδού Καλαβρύτων, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω
πτυχές από την κουλτούρα των Ρομά που τότε τους αποκαλούσαμε γύφτους.
Κατασκηνώνοντας για λίγες εβδομάδες στους γύρω ελαιώνες συχνά βίωσα καβγάδες
μεταξύ τους αλλά και μεγάλα γλέντια σε γάμους ή βαφτίσια. Οταν ως έφηβος
διάβασα το ποίημα του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά «Ο Δωδεκάλογος του
Γύφτου» οι στίχοι που με εντυπωσίασαν ήσαν: «στο μεγάλο αφεντοπάλατο της
πλάσης/ μια μονάκριβη σκεπή μου ο ουρανός».
Στα φοιτητικά μου χρόνια περνούσα τα καλοκαίρια
στο πατρικό σπίτι, στην αυλή του οποίου υπήρχε μια κληματαριά. Ενα απομεσήμερο,
όταν όλοι απολάμβαναν τη σιέστα τους, βγήκα στην αυλή, όπου αντίκρισα ένα
παιδάκι καμιά δεκαριά χρόνων που κρατώντας ένα καλάμι προσπαθούσε να κόψει ένα
σταφύλι. Τρομαγμένος ο μικρός, πήγε να φύγει προς τον ελαιώνα στην άλλη πλευρά
του δρόμου, όπου η οικογένειά του είχε στήσει το τσαντίρι της. Τον πρόλαβα και
του έδειξα πού βρισκόταν η σκάλα που θα τον βοηθούσε να κόψει όσα σταφύλια
ήθελε, αλλά ήθελα κι εκείνος να με βοηθούσε να μάθω γύφτικα. Ετσι, για περίπου
δύο εβδομάδες που η οικογένειά του παρέμεινε εκεί, ο μικρός ερχόταν και μου
μετέφραζε στη γλώσσα τους φράσεις, όπως: «πώς σε λένε;», «τι κάνεις;», «πού
πας;» κ.λπ., που τις κατέγραφα στο σημειωματάριό μου.
Παρατηρώντας με απορία και θαυμασμό, ο μικρός
με ρώτησε: «ξέρεις να γράφεις γύφτικα;». Αφού του εξήγησα ότι απλώς γράφω τις φράσεις
όπως ακούγονται, τον ρώτησα αν ήθελε να μάθει κι αυτός να γράφει και να
διαβάζει. Η απάντησή του: «Ναι, γιατί θέλω να γράφω στη μάνα μου, όταν θα πάω
στρατιώτης».
Του αγόρασα, λοιπόν, αλφαβητάριο της Α'
Δημοτικού, πλάκα και κοντύλι, τετράδιο και γόμα, και αρχίσαμε καθημερινά
μαθήματα. Λίγες μέρες αργότερα με προσέγγισε η μητέρα του μικρού λέγοντας:
«Σας παρακαλώ, μη ρωτήσετε τον γιο μου να σας
μεταφράσει στα γύφτικα βρόμικες κουβέντες, γιατί εμείς έχουμε πολλές τέτοιες».
Την ημέρα που θα έφευγαν και ο μικρός ήλθε να
με αποχαιρετήσει, του παρέδωσα έναν κλειστό φάκελο και του είπα να τον δείχνει
στον δάσκαλο σε κάθε χωριό που θα πήγαιναν. Στον φάκελο υπήρχε γράμμα που
εξηγούσε τη δίψα του μικρού για μάθηση και παρακαλούσα να τον βοηθήσουν.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ως φοιτητής,
διέσχισα πεζή την Ελλάδα επισκεπτόμενος αρχαιολογικούς χώρους. Συχνά έτυχε να
συνοδοιπορώ με καραβάνια Ρομά, οι οποίοι πάντα προσφέρονταν να με ελαφρώσουν
βάζοντας το σακίδιό μου στον αραμπά τους. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν
υπηρετούσα πλέον στο Δημόσιο ως επιμελητής αρχαιοτήτων, ενημερώθηκα τηλεφωνικά
από τη μητέρα μου ότι ένας ευγενικός σαραντάρης έψαχνε να με βρει για να με
ευχαριστήσει: ήταν ο μικρός Ρομά που δεν έτυχε ποτέ να τον ξανασυναντήσω.
Αφορμή για την αναδρομή στα περασμένα μού έδωσε
η εκτέλεση του άτυχου 16χρονου Ρομά Κώστα Φραγκούλη, από κρατικό όργανο της
τάξης, επειδή τόλμησε να κλέψει από ένα βενζινάδικο πετρέλαιο αξίας… 20 ευρώ!
Προφανώς τα όργανα της τάξης εκπαιδεύονται να είναι αυστηρά στην τήρηση του
νόμου και της τάξης όταν πρόκειται για μικροκλοπές και μικροαπάτες. Γιατί ο
Ρομά δεν μπορεί να συγκριθεί με το υψηλά ιστάμενο στέλεχος π.χ. του
Ευρωκοινοβουλίου, που ως ex officio ευυπόληπτο πρόσωπο δικαιολογείται αν
υπεξαιρέσει μερικά εκατομμύρια ευρώ.
Γι’ αυτό και αφιερώνω το κείμενο αυτό στη μνήμη
του νεαρού αδικοχαμένου Ρομά.
* ομότιμος
καθηγητής Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ,
διευθυντή των ανασκαφών της προϊστορικής πόλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου