Ἔρχομαι ἀπό μέρες πού πρέπει ν' ἀποσιωπηθοῦν, ἀπό νύχτες πού θέλω νά τίς ξεχάσω, περπάτησα τρέμοντας μέσα στον πυρετό τῶν μεγαλουπόλεων, εἶδα τά μεγάλα ρολόγια τῶν ἐκκλησιῶν νά συμμαχοῦν μέ τόν διάβολο, εἶδα τους φτωχούς να περπατᾶνε ἀθό ρυβα στο δρόμο ὅπως ὁ Χριστός ἐπί τῶν ὑδάτων, λαϊκές ἐξεγέρ σεις μοῦ χάρισαν βασιλικά ἀπογέματα, ἀλλά τή νύχτα κινδύνεψα μπροστά σ' ἕναν ἔρημο κῆπο.
Ἐκεῖνος πού ἄνοιξε μια πόρτα για να κοιμηθεῖ, δέν εἶδε τ' ἄστρα ν' ἀναιροῦν τή ματαιότητα, αὐτοί πού θάψανε τούς νεκρούς τους δέν ξέρουν τί σημαίνει ἀνάμνηση -
ἄνθρωποι ταπεινοί, πού ξύπνησαν μ' ἕνα ἄχυρο σκαλωμένο στα μαλλιά τους, σάν μόλις να δοξάστηκαν κάπου ἀλλοῦ, καί πήγαινα στη δημοσιά σφυρίζοντας - ὤ παλιό, συντροφικό
τραγούδι.
Τάσος Λειβαδίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου