Το Σχολείο υπό ανέγερση με δάσκαλο τον Θαν. Αρβανίτη |
Η Ζαχάρω,για Γυμνάσιο, είναι περί τα 10 χιλιόμετρα πιο πέρα αλλά τότε δεν υπήρχε συγκοινωνία. Το πρωινό τραίνο περνούσε πάνω που άρχιζε να χαράζει, κοντά στις πέντε και από λεωφορείο και IX μη γίνεται κουβέντα. Την επόμενη δεκαετία που αποτελείωσαν τον εθνικό δρόμο συνδέθηκε το χωριό με τη Ζαχάρω και την Κυπαρισσία αλλά τα δρομολόγια σπάνια και ακανόνιστα. Για αυτό το λόγο λοιπόν, ο δάσκαλος και η δασκάλα έμεναν στο χωριό με ότι αυτό πάει να πει για μας τα παιδιά. Βέβαια όλη μέρα στις ρούγες και στις αλάνες του χωριού παίζαμε "πατό", "κρυφτο" και αβέρτα μπάλα, αλλά με την τρεμούλα μη μας δει ο δάσκαλος γιατί και οι δύο εξέπεμπαν αυστηρότητα και φόβο. Η κύρια μέθοδος εκμάθησης και αγωγής τότε ήταν το ξύλο. Τα πόδια και τα χέρια, των ανέμελων και αδιάβαστων γέμιζαν "ρουλιές" από τη βέργα του δάσκαλου που κάθε μέρα πάνω στο λιτό τραπέζι έπαιρνε στα μάτια μας και στις ψυχές μας τις πιο αλλόκοτες μορφές.
Το μέσο επίπεδο των μαθητών ήταν πολύ κάτω από τη βάση. Πράγμα φυσιολογικό, αν αναλογισθούμε ότι από τη λήξη του εμφυλίου είχε περάσει μόνο μια δεκαετία. Ο κόσμος προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του και έψαχνε από δω και από εκεί να εξασφαλίσει τον επιούσιο και όλα τα πράγματα ήσαν υπό ..... ανέγερση και κατασκευή με πρώτο το εθνικό φρόνιμα Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τι όρεξη για γράμματα να έχουν τα παιδιά και πώς να αντεπεξέλθουν οι δάσκαλοι στο βαρύ και δύσκολο λειτούργημα της εκπαίδευσης; Το ένα πρόβλημα πάνω στ’ άλλο. Μέσα διδασκαλίας ανύπαρκτα. Βοήθεια και συγκατάθεση γονέων και κοινωνίας μηδενική. Μια αίθουσα για όλες τις τάξεις, ένας μαυροπίνακας, κιμωλίες, ένα απλό τραπεζάκι, θρανία και οι απαραίτητες βέργες. Οι μαθητές πολλοί, γύρω στους 55- 65, τρεις - τρεις στα θρανία και κάθε σειρά δυο τάξεις. Μια κρύα αίθουσα, αφιλόξενη και αποκαρδιωτική. Ευτυχώς που τα θρανία ήσαν γερά, ξύλινα έπιπλα. (1)
Ατέλειωτες ιστορίες υπάρχουν στη μνήμη όλων από εκείνα τα μαθητικά χρόνια. Τι να πρωτογράψουμε και ποιους ήρωες και αντιήρωες να πρωτομνημονεύσουμε;
Τον Καραφώτη, το ντερβίση, που έγραφε με το...ανάποδο χέρι και τον Αρβανίτη που του έριχνε ξύλο όπου προλάβαινε;
Τον Νιόνιο, τον Γκέκο, τον μετέπειτα Μπρέσνιεφ, που από τότε ήταν ίσιο και αγνό άτομο; Τότε, λοιπόν ο Νιόνιος αν και είχε νικήσει τον μπούρμπουλα σε όλες τις αλάνες του χωριού και είχε πάρει ένα εικοσάρι, εντούτοις έλεγε συνέχεια τα ευζωνάκια “εζωνάκια” και δώστου ο δάσκαλος με τη λούρα στα αφράτα του ποδάρια!
Τον Μάρκο , τον Μαρινάκη (2), το Λα, που έχωσε τη ρέγκα μέσα στο σώβρακο, για να μην τη βρει ο δάσκαλος που έψαχνε μανιωδώς γιατί βρωμούσε όλη η τάξη; Γλίτωσε από τη λύσσα του δάσκαλου, όχι όμως κι από το εξηγημένο ντεχνέκι της Παγώνας που βρήκε τη ξεχασμένη ρέγκα το μεσημέρι.
Τον Γιώργο τον Σερίφη, που τράβηξε το νεροπίστολο και έριξε μια ριπή στα οπίσθια της κυρίας γιατί φανταζόταν τον εαυτόν του εκπρόσωπο του νόμου στο Φαρ Ουέστ, από τα πολλά τέτοια περιοδικά που διάβαζε; Αναφέρομαι στον Γιώργο Βλάμη που τώρα κατοικοεδρεύει στη Σπάρτη.
(από δεξιά) Μάρκος, Γιάννης Φωτίου, Βασίλης Σερεμέτης
Αντώνης και άγνωστος Χ / 16η17 χρονοι ο Μάρκος και ο Αντώνης,
αλλά με τα τσιγαράκια τους, μαγκιά εξάτμιση και κώλο κουβαρίστρα
[Παρακαλούμε, όποιος γνωρίζει ποιος είναι ο Χ,
με το τσακίρικο βλέμμα, να μας ενημερώσει]
Τον Αντώνη το Λώρη, το βαφτιστήρι της αοιδίμου μάνας μου, που οι γονείς του τον είχαν αδυναμία "μη βρέξει και μη στάξει" μια και ήταν το μοναδικό αγόρι με τρεις αδελφάδες. Δεν ξέρω γιατί, πάντως θυμάμαι ότι τον Αντωνάκη συνέχεια όχι τον τάιζαν αλλά τον μπούκωναν με σπληνίτσες και σικωτιάκια εριφίων (3) από το χασάπικο που είχε ο πατέρας του, Γιώρης Μιχελής, με το αξέχαστο τσιγκελωτό του μύστακα.
Για τον Λώρη θυμάμαι και κάτι άλλο, σημαδιακό. Το κεφάλι του, πιο πίσω από το μέτωπο, είχε ένα επίμηκες μικρό βαθούλωμα, κι ακόμα το έχει αλλά τότε γουλί κουρεμένοι ξεχώριζε, και εμείς οι άλλοι λέγαμε ότι αυτό είναι σημάδι και θα γίνει ποδοσφαιριστής. Και όπως έγινε.... Να γράψω και δυο λόγια για τον πολυφίλο μου τον Κλη(4)[Ασημάκης Παπακυριακόπουλος] που ήταν μεν σε μια τάξη μικρότερη αλλά ήταν στο παιχνίδι πρώτος, ειδικά στους βώλους στη μικρή ηλικία και στη μπάλα μεγαλύτερος. Τρυφερή ανάμνηση με τον Κλη είναι τότε πιτσιρίκος σε μια εθνική γιορτή που είχε το ποίημα:Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ (κλικ). .
(1) Αξιοσημείωτο είναι που σε μια χρονιά, το 1953 γεννηθήκαμε πάρα πολλά παιδιά στο χωριό, και υπόψη τέσσερα (4) χρόνια μετά από τα πάθη του Εμφυλίου. Ο φόβος και η αντάρα φυλάνε τα έρημα. Μετά το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά έγιναν πολλοί γάμοι και κόσμος επιδόθηκε στο παλιό σπορ...της γονιμοποίησης. Και έτσι γεννήθηκαν τη χρονιά αυτή 12 παιδιά! Τα Πέντε κορίτσια [Οι Γιαννούλες Γεντίμη και Τριγάζη, Η Τούλα Χατζή, Η Σωτήρω Κορκολή και η Χρυσούλα Δημ, Κατσαβού.] και 7.αγόρια [Αντώνης Μιχελής, Μάρκος Τάγαρης, Θοδωρής Βλάμης, Νιόνιος Βλάχος, Νίκος Αντωνόπουλος, Μήτσος Γιακουμόπουλος και η αφεντιά μου.]
Και όλοι με παρατσούκλια που μας πήγαιναν γάντι.
(2) Για το Μαρκούλη, τον αγαπητό εξάδελφο, αξίζει να αναφέρουμε το εξής περιστατικό, που μου το υπενθύμισε τώρα τελευταία ο Θεόδωρος Βλάμης, ο καλός συμμαθητής Ρίκος:
Με τον Μάρκο το 1970, στην πλατεία της Κυπαρισσίας [καπράκια εν οχεία!!!] |
Δεν πειράζει ρε Μαρκαντάν. Ξυλαράκι ήταν και πέρασε. Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια!
[ Τις προάλλες μου δήλωσε η Τούλα του Καπρούλια, ο Γκαρώνης ότι αυτή μίλησε στην κυρία και αυτή έφαγε το ντεχνέκι, με την παρακίνηση των άλλων ]
΄
(3) Πλάκα έχει τώρα που το κουβεντιάσαμε με τον Αντώνη, μου λέει γελώντας: Για αυτό ακριβώς, από τις πολλές σπλήνες η χοληστερίνη από τα εφηβικά μου χρόνια είχε βαρέσει κόκκινο!
(4) Τότε όλα τα παιδιά είχαμε παρωνύμια, τα αλησμόνητα παρατσούκλια που πολλάκις ήταν διπλά και τριπλά. Ο Τσέλιος (η Γεωργία Βλάμη), Ο Γκαρώνης (Τούλα Χατζή-Καπρούλια), Τσης, Μπουτζής (τα Καρουμπαλάκια Σωτήρης και Νίκος) Τίκλας (Ηλίας Κόλλιας) Μάλιος (ο αείμνηστος Κυριάκος) κτλ [Για όλους, παλιούς και νέους υπάρχει εκτεταμένη αναφορά στο βιβλίο μου ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ].
[ Τις προάλλες μου δήλωσε η Τούλα του Καπρούλια, ο Γκαρώνης ότι αυτή μίλησε στην κυρία και αυτή έφαγε το ντεχνέκι, με την παρακίνηση των άλλων ]
΄
ΕΙΡΗΣΘΩ ΕΝ ΠΑΡΟΔΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ ΦΊΛΟΙ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΏΤΕΣ
ΒΟΗΘΑΤΕ ΤΗΝ ΤΟΥΛΑ, ΟΠΩΣ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΠΟΡΕΙ, ΕΣΤΩ
ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΦΑΓΗΤΟ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΘΑΜΕΝΟΥΣ ΣΑΣ
ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΣΑΣ ΠΡΟΣΩΠΑ!
ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ ΦΊΛΟΙ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΏΤΕΣ
ΒΟΗΘΑΤΕ ΤΗΝ ΤΟΥΛΑ, ΟΠΩΣ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΠΟΡΕΙ, ΕΣΤΩ
ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΦΑΓΗΤΟ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΘΑΜΕΝΟΥΣ ΣΑΣ
ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΣΑΣ ΠΡΟΣΩΠΑ!
(4) Τότε όλα τα παιδιά είχαμε παρωνύμια, τα αλησμόνητα παρατσούκλια που πολλάκις ήταν διπλά και τριπλά. Ο Τσέλιος (η Γεωργία Βλάμη), Ο Γκαρώνης (Τούλα Χατζή-Καπρούλια), Τσης, Μπουτζής (τα Καρουμπαλάκια Σωτήρης και Νίκος) Τίκλας (Ηλίας Κόλλιας) Μάλιος (ο αείμνηστος Κυριάκος) κτλ [Για όλους, παλιούς και νέους υπάρχει εκτεταμένη αναφορά στο βιβλίο μου ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου