Δημ. Κουκουλάς
Βρισκόταν στη γωνία Μενάνδρου και Σατωβριάνδου απέναντι ακριβώς από τη γωνία του Εθνικού Θεάτρου. Η πελατεία του μεγάλης γκάμας. Από tεχνικούς και ηθοποιούς του θεάτρου, οικοδόμους και οδηγούς, μέχρι και οι φοιτητοπαρέες μας. Είχε δυο μεγάλες τζαμαρίες με ένα τεράστιο ζωγραφιστό γαρύφαλλο στην κάθε μία. Διέθετε και ένα ευρύχωρο πατάρι προς το οποίο οι σερβιτόροι έστρεφαν πάντοτε με ευγένεια εμάς τους … ευπόρους. Και εκεί ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας τη σκάλα βλέπαμε κάτω στην αίθουσα πότε-πότε και ηθοποιούς όπως ο Παντελής Ζερβός, ο Άρης Μαλιαγρός, ο Ζώρας Τσάπελης κ.ά. και κάπως μας φαινότανε.
Σερβίριζε πάντα ούζο από το συνεταιρισμό Μυτιλήνης που αργότερα ονομάστηκε ΜΙΝΙ. Οι μεζέδες του ήταν μόνο θαλασσινοί. Δέσποζε το λιαστό χταπόδι που κρεμασμένο σε χοντρό σύρμα και με τη τσίκνα του στο πολύωρο ψήσιμό του πάνω σε χαμηλής πυράς κάρβουνα, κατέκλυζε το χώρο με εκείνη τη θεσπέσια τσίκνα – το ακαταμάχητο δέλεαρ. Έψηνε και γαρίδες καραβίδες, είχε χταπόδι τουρσί, λακέρδα, τσιροσαλάτα και άλλα. Χωρίς οι τιμές τους να είναι αυτές που θα φαντάζονται οι αναγνώστες με βάση τα τωρινά δεδομένα. Αλλά και πάλι ζόρικες ;ήτανε για εμάς τους φοιτητές γι’ αυτό και πολύ αραιές οι επισκέψεις μας.
Εφαρμόζανε ένα κλιμακούμενο σύστημα μεζέδων ανάλογο της αρίθμησης των παραγγελιών. Μια κλιμάκωση που ξεκίναγε από το 1 και τελείωνε στο 7 ανά τραπέζι. «Τρία πρώτα στο τέσσερα!», «δύο τέταρτα στο έξι» κ.ο.κ. Πλήρωνες πάντα το ίδιο ποσό ανά ούζο όσο ψηλά και να ανέβαινες στην κλίμακα της … ευδαιμονίας! Μετράγαμε και ξαναμετράγαμε τα ραφενέ μας για να είμαστε σίγουροι πως θα μπορέσουμε να φτάσουμε στα «τρίτα»: το ψητό χταπόδι στα κάρβουνα δηλαδή που ήτανε και ο στόχος μας. Καθώς τα παραπάνω σκαλοπάτια ήταν για εμάς τελείως ανέφιχτα. Προνομιούχα μετά τα «τρίτα» θεωρούνταν τα «πέμπτα» και τα «έβδομα».
Τα «πέμπτα τα είχαμε δει σε διπλανά τραπέζια και τρέξανε τα σάλια μας: Γαρίδες Νο 1 ψητές στα κάρβουνα! Τα «έβδομα» δεν τα είχαμε δει ποτέ και έμεναν στην ακέψη μας κάτι σαν γη της επαγγελίας. Και ξαφνικά γίνεται το απίστευτο: εμφανίζεται μια μέρα στη σχολή ο συμφοιτητής και συμπότης μου Γιάννης μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά: «Αγάλου Ιερουσαλήμ! Μαλάκα την κάναμε ήρθε τσεκ από την αδερφή μου στη Αυστραλία με 50 δολάρια. Το βράδυ βουρ στο Γαρύφαλλο και χτυπάμε τα «έβδομα!».
Μας έβαλαν πάλι στο πατάρι. Eξέφρασα στο Γιάννη μια απορία πως θα σταθούμε στα πόδια μας πίνοντας εφτά ούζα; Θα ζητήσουμε δυο ποτήρια άδεια και μετά τα «τρίτα» θα τα αδειάζουμε μέσα απάντησε ψύχραιμα.. Μόλις ακούσαμε τα βήματα του σερβιτόρου να φέρνει την κορυφαία παραγγελία μας η περιέργειά μας χτύπησε κόκκινο: Δυο καραβίδες σε μέγεθος μικρού αστακού ψημένες στα κάρβουνα! «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα!».
Όταν μετά από καιρό ξαναπήγαμε, δεν μας οδήγησαν στο πατάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου