theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Τύπος μαγευτικός

          Γεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3 [σ.σ. σαν σήμερα, πά’ να πει], την δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις τα 1769. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι. Ο πατέρας μου ήτον αρχηγός των αρματολών εις την Κόρινθο... Εδάφιο από τα απομνημονεύματα του Θοδωράκη Κολοκοτρώνη παραθέτω, όπως τα υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη. Γεμάτα πόλεμο τα μικράτα του, κολοκοτρωναίικους θανάτους, αδυσώπητο κυνηγητό απ’ τους Τούρκους και διαρκείς μετακινήσεις στον Μοριά.
Αποτέλεσμα εικόνας για kolokotr;vnhwΕπειτα, μεγαλώνοντας, πήρε τ’ άρματα ο ίδιος χαρίζοντας στον τόπο τη λευτεριά του. Αφήνω τον Τερτσέτη να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του, να μας παραστήσει τον καθημερινό Γέρο του Μοριά, με τα καλά του, τα ψεγάδια και τα χούγια του. Ιδού: Είχε τρόπον μαγευτικόν επάνω του. Επείθοντο εις αυτόν όλοι οι στρατιώται, αυτοθελήτως επιθυμούσαν να ευρίσκονται εις τας διαταγάς του... Η φωνή του ήτο βροντώδης και μεγάλη, είχε βλέμμα ζωηρόν, τόλμην εις τους πολέμους και στρατηγήματα. Θυμωμένος εφαίνετο άγριος, ο θυμός ολίγον εβαστούσε. Πριν ξεθυμώσει ήτον απότομος, βάρβαρος και προπέτης, εμετανοούσε ύστερα, αλλά ήθελε να μην τον νοιώσουν ότι μετενόησε.
Ρήτορας δεινός, ομιλούσε παραβολικώς,
αμέσως εύρισκε παροιμίαν μυθολογικήν. Σχολίασε ως εξής τη δολοφονία του Καποδίστρια. «Ξεσηκώθηκαν τα γαϊδούρια και χάλασαν το σαμαρά, νομίζοντας ότι θα απαλλαγούν απ’ τα φορτία. Οι καλφάδες του, όμως, δεν ήξεραν τα μυστικά της τέχνης. Τα κακοφτιαγμένα σαμάρια τους χτυπούσαν και πλήγωναν τα δύστυχα ζωντανά, που κατάλαβαν ότι με την ανοησία τους έπεσαν απ’ το κακό στο χειρότερο». Εις δε τα ιδιαίτερά του ήτον πανούργος, όποιον ήθελε ευκόλως τον απατούσε, αλλά δεν είχε εις ενέργειαν την απάτην, την απέφευγε διά να είναι εμπιστευτός εις όλους. Η πλεονεξία του ήτον τίποτε, καθώς και η φιλαργυρία του.
Ο Κολοκοτρώνης αγαπούσε τους ευφυείς και ετοιμολόγους, απεστρέφετο τους αγερώχους και υπερηφάνους κι εκείνους που εκαυχόντο. Δεν ήθελε να κάθεται εις το σπίτι κλεισμένος. Επλησίαζε την φωτιάν εις το στρατόπεδον, την έσιαζε να καίη καλά κι εμπόδιζε τους άλλους να την συνταυλούν. Αν εδοκίμαζε κανείς να την εγγίξη, έρριχνε εις τα πόδια του ολίγην χόβολην κι έλεγε: «Να το μερτικό σου». Δεν ήτον φαγάς, έτρωγε πολύ το κρέας. Το κρασί ήθελε να μην του λείψει. Διά μίαν ημέραν ήθελε μίαν και ημίσειαν οκά κρασί διά γεύμα και δείπνον. Κανένα άλλο είδος σπίρτου δεν έπινε, ερούφα πολύ τον ταμπάκον.
Στα τραπέζια ήθελε να μεθά τους άλλους, να γίνωνται γέλοια, άνω-κάτω έκαμνε τον τόπο να μεθύση άνθρωπο. Εχόρευε καλά κατά την συνήθειαν των Ελλήνων. Ετραγουδούσε νόστιμα τα λεγόμενα κλέφτικα τραγούδια. Είχε τρόπους περιποιητικούς διά τας γυναίκας. Ανοιγεν χορόν, τες εχόρευε να τες ευχαριστήση, ενοστιμεύετο τα θηλυκά. Διά να αναπτερώνει το φρόνιμα των χωρικών, εβάπτιζε παντού παιδιά, Θοδωρήδες και Θεοδώρες, δεν έβανε άλλο όνομα [σ.σ. ίσως υπήρξε ο πρώτος διδάξας].Δημήτρης Νανούρης /Εfsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου