Δημοσθένη Βουτυρά
Επλησίαζε να δύσει ο ήλιος, όταν ο παπάς
του χωριού άφησε την εκκλησία που ήταν χτισμένη σε ράχη ενός βουνού και όπου
είχε πάει να κάμει εσπερινό, επειδή την άλλην ημέρα ήτο η εορτή της.
Σιγά σιγά πήρε το μονοπάτι με τα μάτια στη γη, βυθισμένος σε σκέψεις και
παίζοντας το κομβολόγι του.
Εσήκωσε το κεφάλι του όταν κατέβηκε στην πεδιάδα. Εζήτησε ένα δρόμο
κομμένο μες στα στάχυα, το βρήκε και άρχισε πάλι να περπατεί σαν πρώτα
σκεπτικός, χωμένος μέσα στα στάχυα ίσαμε το στήθος.
Τη στιγμή εκείνη ο ήλιος έδυσε. Ωσάν ο ήλιος να κρατούσε με τις ακτίνες
του δεμένο τον αέρα, άμα αυτός εχάθη, εχύθηκε ένα δροσερό αεράκι που μύριζε
χόρτα και λουλούδια και έκαμνε όλο τον κάμπο να αναστενάξει.
Ξάφνου, από έναν ανηφορικό δρόμο που ήρχετο από το χωριό, εφάνηκε σαν
φάντασμα ένας ψηλός άνθρωπος. Εστάθη να ξεκουρασθεί ίσως, άμα ανέβη, και
στηρίχθηκε στο ραβδί του. Ο παπάς εβγήκε από τα στάχυα και προχώρησε προς το
ύψωμα αυτό.
Ο άνθρωπος με το ραβδί, ο ψηλός, άρχισε και αυτός να κατεβαίνει.
Συναπαντήθηκαν. Ο παπάς εσήκωσε ξέγνοιαστος το κεφάλι και τον είδε. Εταράχθη
και έχασε το χρώμα του.
--Δέσποτα μου! εψιθύρισεν ο ψηλός άνθρωπος και στάθηκε.
--Ά, συ είσαι; Έγινες καλά βλέπω! απαντά ο παπάς με μια φωνή σαν να
εβίαζε τον εαυτό του να απαντήσει.
--Ναι, δόξα να έχει ο Κύριος!
Και ο άνθρωπος με το ραβδί έβγαλε το καπέλο του, ένα ψάθινο
κιτρινιασμένο, και έκαμε το σταυρό του.
--Μα δε μου λες, παπά μου, είμαι συγχωρημένος και ας μην πέθανα, έ;
ρώτησε έπειτα.
--Ναι, εσυγχωρήθης από τον ιερέα ως αντιπρόσωπον του Θεού! είπε με ύφος
επίσημον και αινιγματώδες ο παπάς.
Έγινε σιωπή.
Αυτός εγύριζε το κεφάλι και έβλεπε δεξιά και αριστερά, έπειτα εστάθηκε
εις ένα σημείον και ο παπάς εσυλλογίζετο.
Συλλογίζεται την εξομολόγηση του ανθρώπου αυτού. Ενθυμείται την αδελφήν
του, με την γλυκείαν και ιλαράν όψιν, η οποία εχάθη μια μέρα, όταν επέστρεφε
απ' έξω στο χωριό αυτό που είναι τώρα παπάς, που έμενε στους συγγενείς της, την
παραμονήν της αναχωρήσεως της για το σπίτι της. Ενθυμείται πως έτρεχαν όλοι να
την έβρουν, η μάνα του, κλαίουσα και οδυρομένη με ανακατωμένα μαλλιά, ο πατέρας
του απελπισμένος. Εστάθηκε αδύνατο. Έβαλαν πολλά κακά με το νου τους. Κακό που
θα συνέβη στο κορίτσι και κακό που από το κορίτσι θα έγινε. Τη λησμόνησαν σιγά
σιγά, και τα πράγματα της αυτά εζητούσαν να τα κρύψουν για να μην τους τη
θυμίζουν. Έξαφνα, ύστερα από χρόνια πολλά, μανθάνει σε εξομολόγηση ενός
ετοιμοθανάτου ότι σκότωσε μια κόρη ξένη, έξω λίγο απ' το χωριό. Λέγει το όνομα
της, την πατρίδα της. Τη σκότωσε γιατί δεν ήθελε να τον ακολουθήσει, να την
κλέψει. Και ο φονιάς είναι μπρος του. Νομίζει ότι βλέπει την αδελφή του, όταν
γεμάτη χαρά έφευγε για τους συγγενείς της, για το χωριό αυτό που ήβρε το
θάνατο. Φέρνει με το νου του την αδελφή του αιματοκυλισμένη, αποθνήσκουσαν,
έπειτα μοσοζώντανη να τη σέρνει για να καλύψει το έγκλημα του ο φονιάς και αυτή
να προκαλεί μάταια βοήθεια από τον Θεόν...
Εδώ απέναντι του είναι ο φονιάς της! Ο παπάς ανεπήδησε μανιώδης, τα
μάτια του έβγαζαν φωτιές.
Εκείνη τη στιγμή ο φονιάς, χωρίς να βλέπει τον παπά, λέγει δείχνοντας με
το ραβδί του μακριά:
--Να το παιγνίδι το αναθ...
Αυτή τη λέξη δεν επρόφτασε να την τελειώσει, γιατί ο παπάς σαν τρελός
τον άρπαξε από το λαιμό. Κάνει κείνος να ελευθερωρεί, καταφοβισμένος γιατί
νόμισε ότι ο παπάς τρελάθηκε, μα του ήταν αδύνατον. Ο παπάς τον είχε αρπάξει με
τα δάκτυλα του τόσον καλά, τα σιδερένια, σαν τον αϊτό που αδράχνει το θήραμα
του, και φώναζε:
--Δε φεύγεις, όχι!...Αυτή ήταν αδελφή μου!...Θα σε πνίξω! Σε συγχώρεσε ο
παπάς εν ονόματι του Θεού, μα ο αδελφός, ο άνθρωπος, δε σε συγχωρεί!
Τον έριξε κάτω χωρίς να τον αφήσει από το λαιμό και τον έσφιγγε, τον
έσφιγγε μα μανία, με τρέλα. Έπαψε να τον σφίγγει όταν κατάλαβε ότι έσφιγγε ένα
πτώμα πλέον, ότι αυτός είχε τελειώσει.
Τότε σηκώθηκε με μια κρυάδα στο σώμα, εκοίταξε τριγύρω να δει μήπως το
είδε κανείς, εσφούγγισε τον ιδρώτα του, που έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπο του.
Εκοίταξε γύρω πάλι, έριξε μια ματιά στο νεκρό που ήταν ανάσκελα στο χώμα, με το
ψάθινο καπέλο του και το ραβδί του κοντά, και έφυγε γρήγορα.
Εχώθη μες στα στάχυα και εχάθη μέσα στο σκότος που είχεν αρχίσει να
απλώνεται πυκνό σα να ήθελε να σκεπάσει, να κρύψει την πράξιν του ιερέως.
Πρώτη
δημοσίευση: "Περιοδικόν" τεύχ. 20, 15 Δεκεμβρίου 1900
Από το
navarino-s.blogspogt.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου