Από τα Ενθέματα της ΑΥΓΗΣ
Στις 11 Αυγούστου συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την εγκαθίδρυση του πρώτου δημοκρατικού πολιτεύματος στην ιστορία της Γερμανίας. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933), τέκνο της εξέγερσης των εργατών και των στρατιωτών που ξεκίνησαν να διεκδικούν ειρήνη και ψωμί τις τελευταίες ημέρες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν αποτέλεσε ένα τυπικό φιλελεύθερο πολίτευμα. Αντιθέτως, υπήρξε ένα πρωτοποριακό πολιτειακό εγχείρημα για την εποχή του, το οποίο, εμπνεόμενο από τις αρχές του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού, επιχείρησε τη σύζευξη ανάμεσα στον πολιτικό φιλελευθερισμό και την εμβάθυνση της δημοκρατίας στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.
Η άνοιξη, όμως, πολιτική και πολιτιστική, της δεκαετίας του ’20 έμελλε να αποδειχθεί σύντομη, καθώς η μεγάλη ύφεση του 1929 δεν κλόνισε απλώς τα θεμέλια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά πολύ σύντομα επέφερε την κατάλυσή της και την οικοδόμηση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος από τον Αδόλφο Χίτλερ. Στις μέρες μας, ιδίως μετά την οικονομική κρίση του 2008 και την ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς σε πολλές χώρες παγκοσμίως, τόσο ο διεθνής τύπος όσο και οι κοινωνικές επιστήμες έχουν στρέψει το βλέμμα στο παρελθόν και μελετούν ξανά, υπό νέο πρίσμα, τα αίτια της κατάρρευσης της Βαϊμάρης. Εάν προσπαθούσε κάποιος να συμπυκνώσει σε ένα μόνο ερώτημα το ζήτημα που διχάζει όσους μετέχουν στη σχετική συζήτηση, θα μπορούσε ενδεχομένως να το διατυπώσει ως εξής: η Βαϊμάρη έπεσε τελικά, επειδή η οικονομική κρίση επέφερε, σχεδόν νομοτελειακά, την ενίσχυση των εχθρών της δημοκρατίας ή μήπως η πολιτική και θεσμική διαχείριση της κρίσης ήταν τέτοια που διέρρηξε τους δεσμούς αντιπροσώπευσης μεταξύ της γερμανικής κοινωνίας και των κομμάτων του συνταγματικού τόξου; Πριν, όμως, από την πραγμάτευση του παραπάνω ερωτήματος, θα ήταν μάλλον χρήσιμη μια συνοπτική παρουσίαση των θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος της Βαϊμάρης, οι οποίες κατά βάση διαπνέονταν από την απόφαση της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας να χαράξει μια εξελικτική πορεία μετάβασης από τον οικονομικό φιλελευθερισμό στο σοσιαλισμό.
Απλή αναλογική, κατοχύρωση δικαιωμάτων, ισχυρό κοινωνικό κράτος
Δύο ήταν τα κανονιστικά προτάγματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: αφενός η επέκταση της πολιτικής ελευθερίας του ατόμου και αφετέρου η ουσιαστική παρέμβαση του κράτους στη λειτουργία της οικονομίας.
Ως προς τον πρώτο πυλώνα, η συντακτική συνέλευση της Βαϊμάρης έλαβε μια σειρά από κρίσιμες αποφάσεις: α) καθιέρωσε, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, β) μείωσε το ηλικιακό όρο για την απονομή του δικαιώματος του εκλέγειν από τα 25 στα 20 έτη, γ) κατοχύρωσε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες1 και δ) εισήγαγε το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Η τελευταία από τις παραπάνω ρυθμίσεις υπήρξε κεφαλαιώδης για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος κατά την περίοδο της σχετικής ομαλότητας (1919-1929), καθώς διαμόρφωσε μια κουλτούρα συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Δεδομένου, δηλαδή, ότι καμία πολιτική δύναμη δεν κατόρθωνε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, οι κυβερνήσεις ήταν πάντοτε πολυκομματικές και, συνεπώς, όλες οι κρίσιμες αποφάσεις αποτελούσαν προϊόν αμοιβαίων υποχωρήσεων και συμβιβασμών. Με άλλα λόγια, το θεωρητικό θεμέλιο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, η σχετικιστική πρόσληψη της αλήθειας, πραγματώθηκε επί της ουσίας στη Βαϊμάρη, εφόσον κανένας πολιτικός φορέας δεν μπορούσε να επιβάλει αυτοδύναμα το δικό του πρόγραμμα, δηλαδή τη δική του αντίληψη περί της έννοιας του γενικού συμφέροντος.
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο πυλώνα, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης δεν περιορίστηκε στην κατοχύρωση ενός πλέγματος κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η προστασία της εργασίας, της παιδείας, της επιστήμης και της τέχνης, αλλά επιχείρησε να παρέμβει με τέτοιο τρόπο στη λειτουργία της οικονομίας, ώστε να αφήνει ανοιχτό το δρόμο προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Ειδικότερα, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα φρόντισε να εισαγάγει στο θεμελιώδη νόμο της χώρας διατάξεις που προέβλεπαν α) τη σύσταση εργατικών συμβουλίων στις επιχειρήσεις, β) την ίδρυση ενός κεντρικού οικονομικού συμβουλίου που θα συμμετείχε στη νομοθετική διαδικασία, γ) τη δυνατότητα εθνικοποίησης επιχειρήσεων και δ) περιορισμούς στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας.2
Συμπερασματικά, το γερμανικό πολίτευμα του μεσοπολέμου δεν σχεδιάστηκε ως ένα στατικό σημείο συνάντησης των φιλελεύθερων θεσμών με το κοινωνικό κράτος, αλλά ως μια αφετηρία διαρκών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, οι οποίες είχαν ως κανονιστικό ορίζοντα τη σύζευξη της δημοκρατίας με το σοσιαλισμό. Μόλις μια δεκαετία αργότερα, όμως, το χρώμα αυτού του ορίζοντα θα βαφόταν βαθύ γκρίζο.
Η οικονομική κρίση και η επιβολή του μονόδρομου της λιτότητας
Την άνοιξη του 1930, λίγους μήνες μετά το κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, οι συνέπειες της διεθνούς ύφεσης έπληξαν και τη γερμανική οικονομία. Ενόψει της επείγουσας ανάγκης να εφαρμοσθεί ένα πρόγραμμα μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας διχάστηκαν ως προς τον τρόπο κατανομής των βαρών της κρίσης. Ειδικότερα, η κεντροδεξιά συνιστώσα της τετρακομματικής κυβέρνησης αρνήθηκε να συναινέσει στην επιβολή οικονομικών βαρών στους εργοδότες και, ως εκ τούτου, αντιπρότεινε τη μείωση των δημοσίων δαπανών ή, με άλλα λόγια, την αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας. Τη δεδομένη στιγμή, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης βρέθηκε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Είτε τα πολιτικά κόμματα θα σέβονταν τους κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού και, συνεπώς, θα αναζητούσαν μέχρι τέλους ένα σημείο συμβιβασμού είτε το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της χώρας θα επικαλείτο την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να επιβάλει ένα ανώδυνο για τις κυρίαρχες τάξεις οικονομικό πρόγραμμα.
Τελικά επελέγη ο δεύτερος δρόμος. Όπως είχε γράψει ήδη από το 1922 ο διάσημος θεωρητικός του δικαίου, Carl Schmitt, το κράτος έχει την τάση να αναστέλλει την ισχύ του δικαίου σε περιόδους κρίσης ή, αλλιώς, να απελευθερώνεται από κάθε κανονιστική πρόσδεση.3 Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του ’30. Ο Πρόεδρος του Ράιχ, Paulvon Hindnenburg, σε συνεννόηση με τραπεζίτες, βιομήχανους και μεγαλογαιοκτήμονες, διόρισε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Heinrich Brüning, η οποία ήταν αποφασισμένη να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας, ακόμη και αν η λήψη των σχετικών μέτρων προϋπέθετε την καταστρατήγηση του Συντάγματος. Την άνοιξη του 1930, λοιπόν, η λαϊκή αντιπροσωπεία έμελλε να βρεθεί αντιμέτωπη με έναν στυγνό εκβιασμό. Είτε το νομοθετικό σώμα θα υπερψήφιζε ένα πλέγμα επώδυνων για την κοινωνική πλειοψηφία μέτρων είτε αυτά θα θεσμοθετούνταν με τη μορφή έκτακτων διαταγμάτων νομοθετικού περιεχόμενου. Πράγματι, όταν το Κοινοβούλιο αποφάσισε να απορρίψει τα πρώτα οικονομικά νομοσχέδια της κυβέρνησης, ο Πρόεδρος του Ράιχ επικαλέστηκε το δίκαιο της ανάγκης και αυτοαναγορεύθηκε σε έκτακτο νομοθέτη, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας μέσω της μείωσης μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων.
Αυτές, όμως, οι πολιτικές και θεσμικές πτυχές του προγράμματος εξυγίανσης της εθνικής οικονομίας έπληξαν και τους δύο βασικούς πυλώνες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Από τη μία πλευρά το περιεχόμενο των μέτρων λιτότητας αποδιάρθρωσε το κοινωνικό κράτος και εξαθλίωσε μια μεγάλη μερίδα της γερμανικής κοινωνίας, ενώ από την άλλη η συστηματική άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας κατά παράκαμψη της Βουλής ματαίωσε την έννοια της πολιτικής αντιπαράθεσης και υποβάθμισε τον θεσμικό ρόλο των κομμάτων. Με άλλα λόγια, το πνεύμα του σχετικισμού που διαπνέει τον κοινοβουλευτισμό, το οποίο πραγματώνεται μέσω της πολιτικής σύγκρουσης επί διαφορετικών προγραμμάτων, έδωσε τη θέση του στην επιβολή της μίας και μοναδικής αλήθειας για την αντιμετώπιση της κρίσης, δηλαδή την εφαρμογή του δόγματος της λιτότητας. Αυτή η πολιτική που συνδύαζε το θεσμικό αυταρχισμό με την ταξική μεροληψία υπέρ του κεφαλαίου και της μεγάλης εγγείου ιδιοκτησίας εφαρμόστηκε για τρία σχεδόν χρόνια (1930-1932).
Η μοιραία στάση ανοχής της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας
Απέναντι στις κυνικές αποφάσεις του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της χώρας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) είχε τη δυνατότητα να αντιπαρατάξει δύο σημαντικά όπλα. Αφενός ήταν σε θέση να ανατρέψει την κυβέρνηση μειοψηφίας, εφόσον συμπαρατασσόταν με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αντιπολίτευσης στο πλαίσιο μιας πρότασης δυσπιστίας, και αφετέρου μπορούσε να ασκήσει έντονη πολιτική και κινηματική πίεση στον καγκελάριο Brüning, από τη στιγμή μάλιστα που παρέμενε το πρώτο σε δύναμη κόμμα. Παραδόξως, όμως, η ηγεσία του SPD εκτίμησε ότι τη δεδομένη συγκυρία δεν χρειαζόταν να πράξει τίποτε από τα δύο. Ενόψει του ενδεχόμενου κινδύνου να επωφεληθούν οι εθνικοσοσιαλιστές από την όξυνση της πολιτικής κρίσης,4 οι σοσιαλδημοκράτες θεώρησαν ότι το δημοκρατικό τους καθήκον επέτασσε την παροχή έμμεσης στήριξης στην κυβέρνηση. Ειδικότερα, το SPD αποφάσισε ότι δεν θα υπερψήφιζε μεν τα έκτακτα μέτρα λιτότητας στη Βουλή, αλλά θα τηρούσε μια στάση ανοχής απέναντι στην καγκελάριο Brüning, ο οποίος θα μπορούσε έτσι να εφαρμόσει ανενόχλητος το πρόγραμμά του.
Η στάση αυτή της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας δεν οδήγησε απλώς στην αποξένωσή της από τις κοινωνικές ομάδες που παραδοσιακά εκπροσωπούσε, αλλά σηματοδότησε κάτι πολύ βαθύτερο για τη συνολική νομιμοποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε μια συγκυρία που η κυβέρνηση Brüning αποδιάρθρωνε το κράτος πρόνοιας και απαξίωνε τη λαϊκή αντιπροσωπεία, το πολιτικό σύστημα της χώρας στερείτο στην πραγματικότητα και την τελευταία δημοκρατική του εφεδρεία. Από τη στιγμή, δηλαδή, που ακόμη και το SPD εγγραφόταν στη συνείδηση των πολιτών ως σύμμαχος του κυβερνητικού στρατοπέδου, ο ρόλος της μαχητικής αντιπολίτευσης επρόκειτο μοιραία να αναληφθεί από δύο δυνάμεις που επεδίωκαν την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τους εθνικοσοσιαλιστές και τους κομμουνιστές. Και αν οι πρώτοι, ως ορκισμένοι εχθροί του κοινοβουλευτισμού, είχαν σαφή επίγνωση του καταστατικού τους στόχου, οι δεύτεροι, πιστοί στην τριτοδιεθνιστική θεωρία του σοσιαλφασισμού, στάθηκαν ανίκανοι να αντιληφθούν εγκαίρως την επείγουσα ανάγκη συγκρότησης ενός αντιφασιστικού μετώπου.
Υπό το καθεστώς των δεδομένων συνθηκών, κοινωνικών και πολιτικών, που επικράτησαν στη Γερμανία μετά το ξέσπασμα της διεθνούς ύφεσης, το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουλίου του 1932 δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Ο θρίαμβος των εθνικοσοσιαλιστών, που κατέγραψαν το εντυπωσιακό 37,5%, υπήρξε πρωτίστως απόρροια της απόφασης των κομμάτων του συνταγματικού τόξου να μην υπερασπισθούν τους δύο βασικούς πυλώνες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: αφενός το κοινωνικό κράτος και αφετέρου τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς που εγγυώντο το αγαθό της πολιτικής ελευθερίας. Εφόσον, δηλαδή, οι δημοκρατικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του SPD, αποφάσισαν να θυσιάσουν τις κατακτήσεις αυτές στο βωμό ενός συγκεκριμένου οικονομικού δόγματος, η διάρρηξη των δεσμών αντιπροσώπευσης με τη γερμανική κοινωνία δεν μπορούσε παρά να επέλθει ως αναπόδραστη συνέπεια.
Από το Κέντρο η κατάρρευση, από την Ακροδεξιά η κατάλυση
Από τη στιγμή που η άνοδος των ναζί στην εξουσία δεν υπήρξε προϊόν πραξικοπήματος, η ερμηνεία της διαδικασίας κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος πρέπει λογικά να αναζητηθεί στις αιτίες που ώθησαν τον γερμανικό λαό να εμπιστευθεί την τύχη του σε έναν δεδηλωμένο εχθρό της πολιτικής ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης μάλλον δεν βοηθούν ιδιαίτερα ούτε οι ταυτολογίες που υποστηρίζουν ότι «η δημοκρατία έπεσε, γιατί ενισχύθηκαν οι εχθροί της» ούτε οι υπεριστορικές γενικεύσεις που διαβεβαιώνουν ότι «σε περιόδους κρίσης θριαμβεύουν οι δημαγωγοί». Βαθιά οικονομική κρίση, άλλωστε, διήλθαν την ίδια περίοδο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες όμως δεν την αντιμετώπισαν με γνώμονα το δόγμα της λιτότητας, αλλά με μία πολιτική αναδιανομής του πλούτου και στήριξης της εργασίας. Αυτό, λοιπόν, που προκύπτει ως συμπέρασμα από τη γερμανική ιστορία του μεσοπολέμου, είναι ότι ένας λαός μπορεί να στραφεί προς τον ολοκληρωτισμό, όταν συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις: αφενός επιδεινώνεται με βίαιο τρόπο το βιοτικό επίπεδο της κοινωνικής πλειοψηφίας και αφετέρου παγιώνεται η αίσθηση ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί παύουν να επιτελούν την αντιπροσωπευτική τους λειτουργία. Εάν κάποιος αναλογισθεί ότι η διαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας στη Γερμανία προήλθε από την αυταρχική επιβολή ενός συγκεκριμένου οικονομικού προγράμματος με ευδιάκριτο ταξικό πρόσημο, τότε μάλλον καθίσταται σαφές ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ευθύνονται για τη ναρκοθέτηση των θεμελίων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Από εκεί και πέρα, η προέλαση του εθνικοσοσιαλισμού επί των ερειπίων της ήταν σχεδόν μοιραίο να μην συναντήσει ισχυρή αντίσταση.
Η σύγχρονη ακροδεξιά απειλή
Στις μέρες μας, που οι εχθροί της δημοκρατίας κερδίζουν συνεχώς έδαφος, ίσως δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να επικεντρώνεται ο δημόσιος διάλογος στην ακατανίκητη έλξη του λαϊκισμού. Τα πολιτικά φαινόμενα, άλλωστε, δεν ερμηνεύονται επαρκώς, όσο συστηματικά και αν μελετήσει κανείς τα συμπτώματά τους. Αντιθέτως, εάν ανατρέξει κάποιος στις αιτίες της σημερινής ανόδου της Ακροδεξιάς, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτές δεν αποκλίνουν πάρα πολύ από τις αντίστοιχες του μεσοπολέμου. Στο πλαίσιο, δηλαδή, της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, που δεν γνωρίζει ούτε σύνορα ούτε φραγμούς, οι δεσμοί αντιπροσώπευσης ανάμεσα στις κοινωνίες και τα κόμματα του συνταγματικού τόξου διαρρηγνύονται σταδιακά όχι μόνο λόγω της όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και της προϊούσας αποδυνάμωσης των πολιτικών θεσμών στο εσωτερικό των εθνικών κρατών. Στα ζητήματα της κοινωνικής συνοχής και της πολιτικής αντιπροσώπευσης, συνεπώς, μπορεί να εντοπίσει κανείς τις προκλήσεις για την αντιμετώπιση του ακροδεξιού κινδύνου και τον 21ο αιώνα. Ιδίως, μάλιστα, μετά το ξέσπασμα της πρόσφατης κρίσης, έχει καταστεί πρόδηλη η ανάγκη ανάκτησης του προβαδίσματος της πολιτικής έναντι της οικονομίας, ούτως ώστε να ανοικοδομηθεί το κράτος πρόνοιας και να αποκατασταθεί το χαμένο κύρος των αντιπροσωπευτικών θεσμών, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο. Στο πλαίσιο των συγκρούσεων, κοινωνικών και πολιτικών, που πρόκειται να καθορίσουν την έκβαση της μάχης ανάμεσα στην κρατική εξουσία και την αγορά, κρίσιμη αναμένεται να αποδειχθεί η στάση της Σοσιαλδημοκρατίας. Θα ταχθεί τελικά υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού προς όφελος των ασθενέστερων τάξεων ή θα συνεχίσει να ανέχεται (ή και συχνά να στηρίζει) την προκλητική τάση αυτονόμησης του κεφαλαίου από κάθε είδους έλεγχο και ρύθμιση;
1 Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα το δικαίωμα ψήφου των γυναικών κατοχυρώθηκε μόλις το 1952.
2Για μια ευσύνοπτη και περιεκτική παρουσίαση των βασικών διατάξεων του Συντάγματος της Βαϊμάρης, βλ. Αλιβιζάτος Ν., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, Αθήνα, 2011, σελ. 445-450.
3Schmitt C., Πολιτική Θεολογία, μετάφραση Π. Κονδύλης, Αθήνα, 1994, σελ. 26-28.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου