Μήτσος Τσίγγανος
=======================================
Από την Αρετή Τούντα-Φεργάδη
α] "..γιατί κάθε φορά ξεχνάς ανοιχτή του ονείρου την πόρτα.."Kική Δημουλά
β]Γράφω τραγούδια και τα πουλώ γιατί έχω ανάγκη. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα για 200, 250 δραχμές.
''Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
Στου γιαλού τα βοτσαλάκια, κάθονται δυο καβουράκια
Πετραδάκι - πετραδάκι, για τα σένα το 'χτισα
Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε,
Μου σπάσανε το μπαγλαμά, Στ' Αποστόλη το κουτούκι,
Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι.
Πάρε το δάκρυ μου, Τι έχει και κλαίει το παιδί,
Στα ώπα - ώπα σ' είχα και σε ζηλεύανε,
Δε φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει.
Θλιμμένο σούρουπο, ποτέ να μη νυχτώνει, γι' αυτούς που ζούνε μόνοι.
Ηλιοβασιλέματα, γεμάτα αναμνήσεις.
Περασμένες μου αγάπες, όνειρα που σβήσατε
Μ' ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό.
Είμαι αητός χωρίς φτερά, χωρίς αγάπη και χαρά,
Είσαι η ζωή μου, η αναπνοή μου,
Δυο πόρτες έχει η ζωή.''
Δυο πόρτες έχει η ζωή...
Μέσα σ' αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη,
σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη.
Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη τη ζωή της ζωής μου,
την κόρη μου τη Μαίρη.
Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με αραίνει ο πόνος.
Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον.
Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του. Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές.
Αγνοήθηκα. Παραγκωνίστηκα. Αδικήθηκα. Μοίρασα απλόχερα την τέχνη μου, μα δεν αξιοποιήθηκα.
Μας γέλασες παλιοζωή, μας γέμισες ελπίδες μα στις βαθιές ρυτίδες το δάκρυ μας κατρακυλά.
Νύχτα πέρασε το τραίνο και το χάσαμε, κάπου θέλαμε να πάμε μα δε φτάσαμε.
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
============================
Γιάννης Σχίζας
Και επί γης ειρήνη...Τα Χριστούγεννα του 1914 είχαν την ιδιαιτερότητα να είναι Χριστούγεννα μέσα σε πόλεμο...Υπήρχαν παρακλήσεις για τη σύναψη ανακωχής μεταξύ των εμπλεκομένων μερών - κυρίως Άγγλων και Γερμανών - μέχρι και ο Πάπας Βενέδικτος παρακάλεσε τους εμπόλεμους για ανακωχή λέγοντας μια φράση που έμεινε στην ιστορία: «Τα όπλα μπορούν να σιωπήσουν τουλάχιστον την νύχτα όπου οι άγγελοι τραγουδούν». Και πραγματικά, παρά τις ρητές διαταγές των ανωτέρων αξιωματικών έγινε η πιο διάσημη ανακωχή της ιστορίας σε μήκος μετώπου 25 χιλιομέτρων. «Πήρα τα κιάλια μου και είδα το εκπληκτικό θέαμα των στρατιωτών που αντάλλαζαν τσιγάρα, σναπς και σοκολάτες με τους εχθρούς», είπε ο υπολοχαγός Γιόνας Νίχμαν....
========================================
Λεωνίδας Λαζούρας
===========================================
Από Κυριάκο Λυκουρίνο
Κάποια άλλα Χριστούγεννα στην Καβάλα*
Στις καπναποθήκες της πόλης απασχολούνταν περίπου 13.500 καπνεργάτες και καπνεργάτριες (επίσημα στοιχεία 1928), από τους οποίους οι 4.780 ήταν μονίμως εγκατεστημένοι στη Θάσο και στην αγροτική ενδοχώρα της Αν. Μακεδονίας […] Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης οι περίπου 8.000 Καβαλιώτες που ζούσαν αποκλειστικά από την επεξεργασία των καπνών οδηγήθηκαν στην ανεργία και στην έσχατη φτώχεια.
Η απειλή της κοινωνικής έκρηξης επισημαίνεται και σε εμπιστευτική έκθεση της Διοίκησης Χωροφυλακής Καβάλας (14-12-1931): «Οι καπνεργάται απελπισμένοι πλέον ότι δεν θα εργασθώσι ούτε 10 τουλάχιστον ημέρας κατά τον παρόντα χειμώνα και μην έχοντες ουδένα έτερον πόρον ζωής, θα προβώσι εις τα έσχατα, αψηφούντες οιονδήποτε κίνδυνον και αυτόν τον θάνατον, όστις θα τους απαλλάξει του μαρτυρίου να βλέπουσι τα τέκνα των αποθνήσκοντα της πείνης».
Στα μέσα Δεκεμβρίου 1931 (ένα χρόνο μετά την έναρξη των μαθητικών), τίθενται σε λειτουργία και τα δημοτικά - λαϊκά συσσίτια. Η πόλη διαιρείται σε τμήματα στα οποία τοποθετούνται φορητά μαγειρεία με ένα μάγειρα του Στρατού, δύο βοηθούς, έναν επιστάτη του Δήμου κ.ά. Την πρώτη χρονιά συσσίτιο λειτούργησε σε πέντε περιοχές: Παναγία, Αγία Βαρβάρα, Άγιο Γεώργιο, Άγιο Ιωάννη και Άγιο Παύλο. Τη δεύτερη χρονιά προστέθηκαν δύο ακόμη συσσίτια, στο Σούγιολου και στον Προφήτη Ηλία, ενώ στα τέλη του 1932 λειτούργησε και όγδοο συσσίτιο στην Αγία Παρασκευή.
Αρχικά το συσσίτιο ήταν καθημερινό. Στη συνέχεια όμως φαγητό δινόταν τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή (συνήθως φασουλάδα και 100 δράμια ψωμί). Φεύγοντας οι άποροι έπαιρναν και το συσσίτιο της Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής, μόνο 200 δράμια ψωμί, χωρίς φαγητό! Από τα τέλη του 1932 το δημοτικό συσσίτιο περιλάμβανε μόνο ψωμί, που μοιραζόταν μέρα παρά μέρα, μισή οκά σε κάθε άνεργη οικογένεια.
Σύμφωνα με έκθεση της Νομαρχίας, οι ημερήσιες ανάγκες της πόλης ανέρχονταν σε 10.000 μερίδες φαγητού. Όμως ο Δήμος δεν μπορούσε να καλύψει περισσότερους από 3.000 άπορους (για «μπάλωμα σε κουρελιασμένο ρούχο» έκανε λόγο ο τύπος).
Στα μέσα του 1933 περιφερειακή σύσκεψη της Γ.Σ.Ε.Ε. διαπιστώνει ότι στην Καβάλα υπάρχουν 14.000 άνεργοι, «οίτινες και στερούνται οιασδήποτε αγοραστικής ικανότητος». Σε σύγκριση με το 1928 η πτώση του επιπέδου ζωής των αστικών πληθυσμών είχε φτάσει σε τρομακτικά ποσοστά (75% στην περίπτωση των κατοίκων της Καβάλας!).
Επιτακτικό είναι πλέον το αίτημα για “αραίωση” της πόλης, με την έξοδο και την αγροτική αποκατάσταση όλων των Θασίων καπνεργατών στο νησί τους και άλλων 2.000 σε διάφορους τόπους (Κιλκίς, Χαλκιδική κ.ά.). Το 1933-1934 πολλοί παραδίδουν τα βιβλιάρια του Τ.Α.Κ., «εξέρχονται οριστικώς του καπνεργατικού επαγγέλματος» και εγκαταλείπουν την Καβάλα.
Η Καβάλα της κρίσης είναι καζάνι που βράζει. Το 1933 βρίσκει πολλούς Καβαλιώτες σε φυλακές και τόπους εξορίας και την πόλη να θρηνεί νεκρούς. Στις εκλογές του 1932 και 1933 οι κομμουνιστές πλειοψηφούν στην πόλη (σχεδόν 50% στις βουλευτικές του Μαρτίου 1933) και το Φεβρουάριο 1934 εκλέγεται δήμαρχος Καβάλας ο “κόκκινος”
Μήτσος Παρτσαλίδης.
=========================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου