theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΑΒΑΦΗ ΤΑΦΟΣ

 Σοφία Λιλιμπάκη *

9. "Από ένα νησί του Αιγαίου Πελάγους"

Διάλεξα ένα καβαφογενές καταληκτικό ποίημα, "συναρμολογημένο" από τον μουσικό Σταύρο Καρακάση που έζησε τα περισσότερα χρόνια του στην Αίγυπτο: με διάσπαρτους στίχους του Καβάφη και το όνομα του ποιητή στον τίτλο.
Το ποίημα από το περιοδικό "Παναιγύπτια" (15-1-1938), περιλήφθηκε στη σχετική Ανθολογία του Δημήτρη Δασκαλόπουλου.

 


* Είναι το όνομα που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Ζεβελάκης, νομίζω στο διαδίκτυο.
Μ
άλιστα με δυο έργα του [το ένα έχουμε αναρτήσει κλικ ΕΔΩ] συμμετείχε στο βιβλίο "ΓΕΩ-τέχνες που είναι μια μικρή ανθολογία διαφόρων καλλιτεχνικών έργων συναδέλφων γεωτεχνικών [κτηνίατροι, γεωπόνοι, δασολόγοι και ιχθυολόγοι, του οποίου έχα την επιμέλεια και την όλη παραγωγή.

Αξίζει να διαβάσετε που  περιγράφει ό ίδιος τότε πώς έγινε μέγας συλλέκτης.

Με ξεναγό τον Ι. Α. Σαρεγιάννη


Έκανα τη γνωριμία μου με τα λογοτε­χνικά φυλλάδια στα πρώτα χρόνια των γεωπονικών μου σπουδών, και ίσως αξίζει τον κόπο να την διηγηθώ. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω, λόγω του συστήματος εισαγωγικών εξετά­σεων και μιας γρίπης, να σπουδάζω στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθη­νών, στο Βοτανικό. Αναγκαζόμουν να παρακολουθώ καθημερινά μαθήματα που το αντικεί­μενο τους μου ήταν εντελώς ξένο. Για να περνάει ο χρόνος μέσα στο αμφιθέα­τρο, έπρεπε να βρω κάτι άλλο να κάνω.

Τότε έπεσε στα χέρια μου ή φοιτητι­κή επιθεώρηση Πανσπουδαστική,

που τη μοίραζαν στο προαύλιο αριστεροί φοιτητές άλλων σχολών. Η ύλη της, με τις εξαίρετες λογοτεχνικές σελίδες, ταί­ριαζε στις πνευματικές μου ανησυχίες. Από το θαυμάσιο εκείνο φοιτητικό έν­τυπο πέρασα στην Επιθεώρηση Τέ­χνης, με τα πολυσέλιδα τεύχη και τα θαυμάσια εξώφυλλα, που τα κοσμού­σαν συνήθως πίνακες Ελλήνων ζωγρά­φων. Δεν μου αρκούσε το ογκώδες τεύ­χος πού κυκλοφορούσε κάθε μήνα στα περίπτερα, αλλά επισκεπτόμουν τα γραφεία της στην οδό Σταδίου 39 και προμηθευόμουν σχεδόν δωρεάν —μέ­σω του Κώστα Κουλουφάκου— προη­γούμενα τεύχη. Γέμιζα την τσάντα, τα έφερνα στη Σχολή και τα προωθούσα για διάβασμα σ' όποιους συμφοιτητές μου τα ζητούσαν. Οι τελευταίες σειρές της αίθουσας διδασκαλίας είχαν μετα­τραπεί σε φιλολογικό αναγνωστήριο. Έτσι περνούσε ό καιρός στον απόηχο τον γεωπονικών μαθημάτων, με ανα­διφήσεις   στα   λογοτεχνικά   κείμενα, ώσπου ένα μεσημέρι, το φθινόπωρο του 1961, ανέβηκε στην έδρα ό καθηγη­τής της Φυτοπαθολογίας Ι. Α. Σαρεγιάννης. Είχε προηγηθεί η φήμη του. Ήταν, έλεγαν, Αλεξανδρινός, γόνος της περίφημης οικογένειας Μπενάκη, είχε σπουδάσει γεωπονική στο Παρίσι και είχε διεθνώς αναγνωριστεί στην ει­δικότητα του. Έλεγαν και για την ιδι­αίτερη πνευματική του καλλιέργεια και τις μελέτες του για τον Καβάφη, τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά. Στη Σχολή ερχόταν μόνον όταν είχε μάθημα και αμέσως μόλις τελείωνε έ­φευγε με το αυτοκίνητο που τον περί­μενε. Η εμφάνιση του και οι κινήσεις του είχαν κάτι το επιβλητικό. Ντύσιμο προσεγμένο, με το καλοραμμένο σκωτσέζικο σακάκι, το σκούρο φανελένιο παντελόνι με τα φαρδιά ρεβέρ, την ται­ριαστή γραβάτα με τον μεγάλο κόμπο και τα χοντρά δίσολα παπούτσια. Έμπαινε αθόρυβα στην αίθουσα και, με αργό κουρασμένο περπάτημα, ανέ­βαινε στην έδρα, άνοιγε τις σημειώσεις και άρχιζε αμέσως τη διδασκαλία με ύφος απρόσιτο, αδιαφορώντας αν τον παρακολουθεί κανείς.

Στοχαστικός, απόμακρος, χαμένος σε άλλα χρόνια και άλλες εποχές, κα­θόταν πλάγια, στραμμένος προς τα παράθυρα. Τώρα που τον φέρνω στον νου, η μορφή του ζωντανεύει με λίγες ποιητικές πινελιές του Ρώμου Φιλύρα:

Είχε του θετικού την παρουσία
τον ρεμβασμό ενός όντος νοητικού
ευπρέπεια πολλή ... και ύφος κρυψίνου.

Όση ώρα μιλούσε έμενε ακίνητος, στα­θερός και ανέκφραστος· το βλέμμα του κοιτούσε μακριά, έξω, ανάμεσα στα ψηλά δένδρα. Στην ομιλία του χρησι­μοποιούσε συνεχώς παραστατικά σχή­ματα, δίνοντας εικόνες, χρώματα, συ­χνά γεύσεις και κάποτε μυρωδιές. Έ­δινε ορισμούς ασθενειών και περιέ­γραφε συμπτώματα προσβολών με τέ­τοιο μελαγχολικό τόνο, που —για να δανειστώ μια σκέψη του φίλου του Γιώργου Σεφέρη— λες κι έβλεπε τον εαυτό του στα ένδοξα Παρίσια και στην Αλεξάνδρεια.

Στη ζωή της Σχολής δεν έπαιρνε μέ­ρος, απείχε από τις διαδικασίες εκλο­γής καθηγητών, κρατούσε αποστάσεις από τις πρυτανικές αρχές και δεν συ­ναναστρεφόταν συναδέλφους του.

Εμένα τα φυτοπαθολογικά ζητήμα­τα εξακολουθούσαν να μη με ενδιαφέ­ρουν, παρά τον ελκυστικό τρόπο πα­ρουσίασης τους. Και ο τύπος του πανε­πιστημιακού δασκάλου, του μονήρη του απόκοσμου, τού απροσπέλαστου, δεν μου φαινόταν συμπαθής.

Υπήρχε όμως και ο άλλος άνθρωπος με την έντονη προσωπικότητα, το ά­γνωστο σε μένα λογοτεχνικό έργο και τις σχέσεις με τους καλύτερους εκπρο­σώπους των γραμμάτων και της τέ­χνης. Έφερνε πάνω του τα ίχνη μιας παλιότερης εποχής, πριν από τον πόλε­μο, που με ενδιέφερε πολύ να τη γνω­ρίσω. Ένιωθα πώς, προσεγγίζοντας το πνευματικό του έργο, μπορούσα να βρω την άκρη για να αρχίσω να μπαίνω στο κλίμα τού μεσοπολέμου, που α­σκούσε πάνω μου ιδιαίτερη γοητεία.

Τον μίτο της Αριάδνης πού ζητούσα μου παρέδωσε το πιο έγκυρο για την περίπτωση πρόσωπο, ο Στρατής Τσίρ­κας, Αλεξανδρινός συγγραφέας του σημαντικού τόμου Ο Καβάφης και η εποχή του, έκδοση 1957.

Διάβασα στο τεύχος της Επιθεώρη­σης Τέχνης, Δεκέμβριος 1961, ένα άρθρο του Στρατή Τσίρκα για τον Καβά­φη, πού άρχιζε ως εξής: Ο κ. Ι. Α. Σαρεγιάννης, σχολιάζοντας τη «Σατραπεία» του Καβάφη· ύστερα παρέθετε αποσπάσματα από τα σχόλια και ενδιαμέσως έλεγε πόσο εκτιμούσε την έγκυρη και σε βάθος ανάλυση πού έκα­νε ό Ι Α. Σαρεγιάννης σ' ένα τόσο δύ­σκολο και πολύπλοκο ποιητικό έργο, όπως τού Καβάφη. Στις υποσημειώ­σεις υπήρχαν παραπομπές, που με διευκόλυναν να βρω τα έντυπα που είχαν φιλοξενήσει τα κριτικά κείμενα τού καθηγητή μου.

Οι πληροφορίες εκείνες του Στρατή Τσίρκα μ' έστειλαν στο μοναστηράκι, να ψάχνω στις στοίβες κιτρινισμένου χαρτιού τους τρεις-τέσσερις τίτλους πού χρειαζόμουν. Έτσι έγινε το βάπτι­σμα μου στη θάλασσα των παλιών πε­ριοδικών, εφημερίδων και βιβλίων. Θυ­μάμαι εκείνες τις πρώτες επισκέψεις, όταν δεν είχα ακόμη συνείδηση τι θ' ακολουθούσε, να περνώ πάνω από σω­ρούς εντύπων, ανά πατώ και να προ­σπερνώ φύλλα που αργότερα θα έψα­χνα μανιωδώς, αναζητώντας τα τευχίδια με την επίμαχη συνεργασία. Δεν άργησα να τα εντοπίσω και να αγορά­σω με λίγες δραχμές τα έξης περιοδι­κά: Αλεξανδρινή Τέχνη 1927 και 1928, Ο Κύκλος 1932, Νέα Γράμματα 1944. Ξεχώρισα μια σκέψη του Ι. Α. Σαρεγιάννη στην Αλεξανδρινή Τέχνη αριθ. 1 (1927), που με ακολουθεί από τότε. Την αντιγράφω:

Στην εποχή των κλασικών, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν το ένα επάγγελμα, τη μία αλαζο­νεία, αλλ’ ήταν συγχρόνως ποιηταί και μου­σικοί και ηθοποιοί...

Τα λόγια του εκείνα με ενθάρρυναν και στήριξαν την τάση φυγής από τον στε­νό χώρο της θετικής ειδίκευσης προς τον ορίζοντα της ουτοπίας και του ο­νείρου.

Στην αφετηριακή εκείνη συγκομιδή τευχών περιλήφθηκε κι ένα του ελάχι­στα γνωστού περιοδικού της Αλεξάν­δρειας Φάρος, αριθ. 31, 7/20 Φεβρουα­ρίου 1921. Περιοδικό καβαφικού κλί­ματος, με πυρήνα συνεργατών την ο­μάδα Απουάνοι του Γιώργου Βρισιμιτζάκη, δημοσίευσε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη Φλωρεντία του Γιάννη Σαρεγιάννη, με τον τίτλο Fiesole. Αλλά το πρώτο λογοτεχνικό ταξίδι του το εντόπισα στο σπουδαίο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα, αριθ. 39, Γενάρης-Ίούλης 1918 (Σ' ένα νησί μακρυνό...), με συνταξιδιώτη τον Κ.Π. Καβάφη (Εις το Επίνειον, Α­ριστόβουλος κ. α).

Μπορεί το ντοσιέ πού απαρτίστηκε με τα λίγα εκείνα τεύχη της πρώτης συλλογής να αποτέλεσε τη "μαγιά" του μελλοντικού μου αρχείου, όμως και τα άρθρα πού αναζητούσα μου χρησίμευσαν στο να προσεγγίσω και να γνωρίσω το δοκιμιακό είδος.

Τα κείμενα του Ι. Α. Σαρεγιάννη εί­χαν την τάξη, τη λογική σειρά και την εξαντλητική πληρότητα της μελέτης, χωρίς όμως την ψυχρότητα των αποστάσεων από πρόσωπα και καταστά­σεις. Γράφοντας με λεπτολόγο ακρί­βεια και ελεγχόμενη ευαισθησία, στηρί­ζονταν στο βίωμα και την αναγνωστική εμπειρία, ήταν μια δοκιμασία ψυχής, έθεταν ερωτήματα και είχαν τόνους αμφιβολίας και σκεπτικισμού.

Τα δοκίμια του Ι. Α. Σαρεγιάννη, σε σχέση με τις εμπειρίες και τον χρόνο που γράφτηκαν, αντιστοιχούσαν στην ηλικία μου και τα ενδιαφέροντα μου. Στα είκοσι του χρόνια, το 1920, αρχές τού μεσοπολέμου, συναντάει τον Κα­βάφη και η γνωριμία του αυτή γίνεται αφορμή να γράψει τις κριτικές του σκέψεις για το έργο του Αλεξανδρι­νού. Σαράντα χρόνια μετά, στα είκοσι μου χρόνια, "συναντώ" στο αμφιθέα­τρο τής Γεωπονικής τον καβαφιστή φυτοπαθολόγο και ή μαθητεία μου αυτή με στρέφει στον μεσοπόλεμο, στη συλ­λογή και την έρευνα των λογοτεχνικών περιοδικών τής εποχής εκείνης.

Την επίδραση πού άσκησε στις επι­λογές μου το παράδειγμα του καθη­γητή μου με τη διπλή επιτυχή ενασχό­ληση, παρατήρησε ένας συνάδελφος του τότε και καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο κ. Κώστας Κριμπάς (Εκτείνοντας τον Δαρβινισμό και άλλα δοκίμια, Αθήνα, Νεφέλη 1998, σ. 250).

Έτσι άνοιξε για μένα η αυλαία του μεσοπολέμου. Η κρίσιμη εικοσαετία πριν από τον πόλεμο του 1940, οπού συνυπήρχαν συντηρητικές καταστά­σεις και επαναστατικές εξάρσεις, συμ­βατικές παλιές μορφές και ανατρεπτι­κές πρωτοπορίες, εξαθλίωση, βάσανα, χλιδή και άνεση και όλα μέσα σ' ένα γε­νικό στυλιζάρισμα αμεριμνησίας και εξωτισμού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου