Σοφία Λιλιμπάκη *
9. "Από ένα νησί του
Αιγαίου Πελάγους"
* Είναι το όνομα που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Ζεβελάκης, νομίζω στο διαδίκτυο.
Μάλιστα με δυο έργα του [το ένα έχουμε αναρτήσει κλικ ΕΔΩ] συμμετείχε στο βιβλίο "ΓΕΩ-τέχνες που είναι μια μικρή ανθολογία διαφόρων καλλιτεχνικών έργων συναδέλφων γεωτεχνικών [κτηνίατροι, γεωπόνοι, δασολόγοι και ιχθυολόγοι, του οποίου έχα την επιμέλεια και την όλη παραγωγή.
Αξίζει να διαβάσετε που περιγράφει ό ίδιος τότε πώς έγινε μέγας
συλλέκτης.
Με ξεναγό τον Ι. Α. Σαρεγιάννη
Έκανα τη γνωριμία μου με τα λογοτεχνικά φυλλάδια στα πρώτα χρόνια των γεωπονικών μου σπουδών, και ίσως αξίζει τον κόπο να την διηγηθώ. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω, λόγω του συστήματος εισαγωγικών εξετάσεων και μιας γρίπης, να σπουδάζω στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, στο Βοτανικό. Αναγκαζόμουν να παρακολουθώ καθημερινά μαθήματα που το αντικείμενο τους μου ήταν εντελώς ξένο. Για να περνάει ο χρόνος μέσα στο αμφιθέατρο, έπρεπε να βρω κάτι άλλο να κάνω.
Τότε έπεσε στα χέρια μου ή φοιτητική επιθεώρηση Πανσπουδαστική,
που τη μοίραζαν στο προαύλιο αριστεροί φοιτητές άλλων σχολών. Η ύλη της, με τις εξαίρετες λογοτεχνικές σελίδες, ταίριαζε στις πνευματικές μου ανησυχίες. Από το θαυμάσιο εκείνο φοιτητικό έντυπο πέρασα στην Επιθεώρηση Τέχνης, με τα πολυσέλιδα τεύχη και τα θαυμάσια εξώφυλλα, που τα κοσμούσαν συνήθως πίνακες Ελλήνων ζωγράφων. Δεν μου αρκούσε το ογκώδες τεύχος πού κυκλοφορούσε κάθε μήνα στα περίπτερα, αλλά επισκεπτόμουν τα γραφεία της στην οδό Σταδίου 39 και προμηθευόμουν σχεδόν δωρεάν —μέσω του Κώστα Κουλουφάκου— προηγούμενα τεύχη. Γέμιζα την τσάντα, τα έφερνα στη Σχολή και τα προωθούσα για διάβασμα σ' όποιους συμφοιτητές μου τα ζητούσαν. Οι τελευταίες σειρές της αίθουσας διδασκαλίας είχαν μετατραπεί σε φιλολογικό αναγνωστήριο. Έτσι περνούσε ό καιρός στον απόηχο τον γεωπονικών μαθημάτων, με αναδιφήσεις στα λογοτεχνικά κείμενα, ώσπου ένα μεσημέρι, το φθινόπωρο του 1961, ανέβηκε στην έδρα ό καθηγητής της Φυτοπαθολογίας Ι. Α. Σαρεγιάννης. Είχε προηγηθεί η φήμη του. Ήταν, έλεγαν, Αλεξανδρινός, γόνος της περίφημης οικογένειας Μπενάκη, είχε σπουδάσει γεωπονική στο Παρίσι και είχε διεθνώς αναγνωριστεί στην ειδικότητα του. Έλεγαν και για την ιδιαίτερη πνευματική του καλλιέργεια και τις μελέτες του για τον Καβάφη, τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά. Στη Σχολή ερχόταν μόνον όταν είχε μάθημα και αμέσως μόλις τελείωνε έφευγε με το αυτοκίνητο που τον περίμενε. Η εμφάνιση του και οι κινήσεις του είχαν κάτι το επιβλητικό. Ντύσιμο προσεγμένο, με το καλοραμμένο σκωτσέζικο σακάκι, το σκούρο φανελένιο παντελόνι με τα φαρδιά ρεβέρ, την ταιριαστή γραβάτα με τον μεγάλο κόμπο και τα χοντρά δίσολα παπούτσια. Έμπαινε αθόρυβα στην αίθουσα και, με αργό κουρασμένο περπάτημα, ανέβαινε στην έδρα, άνοιγε τις σημειώσεις και άρχιζε αμέσως τη διδασκαλία με ύφος απρόσιτο, αδιαφορώντας αν τον παρακολουθεί κανείς.Στοχαστικός, απόμακρος, χαμένος σε άλλα χρόνια και
άλλες εποχές, καθόταν πλάγια, στραμμένος προς τα παράθυρα. Τώρα που τον φέρνω
στον νου, η μορφή του ζωντανεύει με λίγες ποιητικές πινελιές του Ρώμου
Φιλύρα:
Είχε του θετικού την
παρουσία
τον ρεμβασμό ενός όντος νοητικού
ευπρέπεια πολλή ... και ύφος κρυψίνου.
Όση ώρα μιλούσε έμενε ακίνητος,
σταθερός και ανέκφραστος· το βλέμμα του
κοιτούσε μακριά, έξω, ανάμεσα στα ψηλά δένδρα. Στην ομιλία του χρησιμοποιούσε
συνεχώς παραστατικά σχήματα, δίνοντας εικόνες, χρώματα, συχνά γεύσεις και
κάποτε μυρωδιές. Έδινε ορισμούς ασθενειών και περιέγραφε συμπτώματα προσβολών
με τέτοιο μελαγχολικό τόνο, που —για να δανειστώ μια σκέψη του φίλου του
Γιώργου Σεφέρη— λες κι έβλεπε τον εαυτό του στα ένδοξα Παρίσια και στην
Αλεξάνδρεια.
Στη ζωή της Σχολής δεν έπαιρνε μέρος, απείχε από τις
διαδικασίες εκλογής καθηγητών, κρατούσε αποστάσεις από τις πρυτανικές αρχές και
δεν συναναστρεφόταν συναδέλφους του.
Εμένα τα φυτοπαθολογικά ζητήματα εξακολουθούσαν να μη
με ενδιαφέρουν, παρά τον ελκυστικό τρόπο παρουσίασης
τους. Και ο τύπος του πανεπιστημιακού δασκάλου, του μονήρη του
απόκοσμου, τού απροσπέλαστου, δεν μου φαινόταν συμπαθής.
Υπήρχε όμως και ο άλλος άνθρωπος με την έντονη
προσωπικότητα, το άγνωστο σε μένα λογοτεχνικό έργο και τις σχέσεις με
τους καλύτερους εκπροσώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Έφερνε πάνω του τα ίχνη
μιας παλιότερης εποχής, πριν από τον πόλεμο, που με ενδιέφερε πολύ να τη γνωρίσω.
Ένιωθα πώς, προσεγγίζοντας το πνευματικό του έργο, μπορούσα να βρω την άκρη για να αρχίσω να μπαίνω στο
κλίμα τού μεσοπολέμου, που ασκούσε πάνω μου ιδιαίτερη γοητεία.
Τον μίτο της Αριάδνης πού ζητούσα μου παρέδωσε
το πιο έγκυρο για την περίπτωση πρόσωπο, ο Στρατής Τσίρκας, Αλεξανδρινός
συγγραφέας του σημαντικού τόμου Ο Καβάφης και η εποχή του, έκδοση 1957.
Διάβασα στο τεύχος της Επιθεώρησης Τέχνης, Δεκέμβριος
1961, ένα άρθρο του Στρατή Τσίρκα για τον Καβάφη, πού άρχιζε ως εξής: Ο κ.
Ι. Α. Σαρεγιάννης, σχολιάζοντας τη «Σατραπεία» του Καβάφη· ύστερα παρέθετε αποσπάσματα
από τα σχόλια και ενδιαμέσως έλεγε πόσο εκτιμούσε την έγκυρη και σε βάθος
ανάλυση πού έκανε ό Ι Α. Σαρεγιάννης σ' ένα τόσο δύσκολο και πολύπλοκο ποιητικό
έργο, όπως τού Καβάφη. Στις υποσημειώσεις υπήρχαν παραπομπές, που με
διευκόλυναν να βρω τα έντυπα που είχαν φιλοξενήσει τα κριτικά κείμενα τού
καθηγητή μου.
Οι πληροφορίες εκείνες του Στρατή Τσίρκα μ' έστειλαν στο
μοναστηράκι, να ψάχνω στις στοίβες κιτρινισμένου χαρτιού τους τρεις-τέσσερις
τίτλους πού χρειαζόμουν. Έτσι έγινε το βάπτισμα μου στη θάλασσα των παλιών περιοδικών, εφημερίδων και βιβλίων. Θυμάμαι
εκείνες τις πρώτες επισκέψεις, όταν δεν είχα ακόμη συνείδηση τι θ' ακολουθούσε, να περνώ πάνω από σωρούς
εντύπων, ανά πατώ και να προσπερνώ φύλλα που αργότερα θα έψαχνα μανιωδώς,
αναζητώντας τα τευχίδια με την επίμαχη συνεργασία. Δεν άργησα να τα εντοπίσω και
να αγοράσω με λίγες δραχμές τα έξης περιοδικά: Αλεξανδρινή Τέχνη 1927 και
1928, Ο Κύκλος 1932, Νέα Γράμματα 1944. Ξεχώρισα μια σκέψη του Ι. Α. Σαρεγιάννη στην Αλεξανδρινή Τέχνη αριθ. 1 (1927),
που με ακολουθεί από τότε. Την αντιγράφω:
Στην εποχή των κλασικών, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν το ένα επάγγελμα, τη
μία αλαζονεία, αλλ’ ήταν συγχρόνως ποιηταί και μουσικοί και ηθοποιοί...
Τα λόγια του εκείνα με ενθάρρυναν και στήριξαν την τάση φυγής από τον
στενό χώρο της θετικής ειδίκευσης προς τον
ορίζοντα της ουτοπίας και του ονείρου.
Στην αφετηριακή εκείνη συγκομιδή τευχών περιλήφθηκε
κι ένα του ελάχιστα γνωστού περιοδικού της Αλεξάνδρειας Φάρος, αριθ. 31, 7/20 Φεβρουαρίου
1921. Περιοδικό καβαφικού κλίματος, με πυρήνα συνεργατών την ομάδα Απουάνοι
του Γιώργου Βρισιμιτζάκη, δημοσίευσε τις
ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη Φλωρεντία του Γιάννη Σαρεγιάννη, με τον τίτλο Fiesole. Αλλά το πρώτο λογοτεχνικό ταξίδι του το
εντόπισα στο σπουδαίο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα, αριθ. 39, Γενάρης-Ίούλης 1918 (Σ' ένα νησί
μακρυνό...), με συνταξιδιώτη τον Κ.Π. Καβάφη (Εις το Επίνειον,
Αριστόβουλος κ. α).
Μπορεί το ντοσιέ πού απαρτίστηκε με τα λίγα εκείνα
τεύχη της πρώτης συλλογής να αποτέλεσε τη "μαγιά" του μελλοντικού μου
αρχείου, όμως και τα άρθρα πού αναζητούσα μου χρησίμευσαν
στο να προσεγγίσω και να γνωρίσω το δοκιμιακό είδος.
Τα κείμενα του Ι. Α. Σαρεγιάννη είχαν την τάξη, τη λογική σειρά και την εξαντλητική
πληρότητα της μελέτης, χωρίς όμως την ψυχρότητα των αποστάσεων από πρόσωπα και
καταστάσεις. Γράφοντας με λεπτολόγο ακρίβεια
και ελεγχόμενη ευαισθησία, στηρίζονταν
στο βίωμα και την αναγνωστική εμπειρία, ήταν μια δοκιμασία ψυχής, έθεταν
ερωτήματα και είχαν τόνους αμφιβολίας και σκεπτικισμού.
Τα
δοκίμια του Ι. Α. Σαρεγιάννη, σε σχέση με τις εμπειρίες και τον χρόνο που
γράφτηκαν, αντιστοιχούσαν στην ηλικία μου και τα ενδιαφέροντα μου. Στα είκοσι
του χρόνια, το 1920, αρχές τού μεσοπολέμου, συναντάει τον Καβάφη και η
γνωριμία του αυτή γίνεται αφορμή να γράψει τις κριτικές του σκέψεις για το έργο
του Αλεξανδρινού. Σαράντα χρόνια μετά, στα είκοσι μου χρόνια,
"συναντώ" στο αμφιθέατρο τής
Γεωπονικής τον καβαφιστή φυτοπαθολόγο και ή μαθητεία μου αυτή με στρέφει
στον μεσοπόλεμο, στη συλλογή και την έρευνα των λογοτεχνικών περιοδικών τής εποχής
εκείνης.
Την επίδραση πού άσκησε στις επιλογές μου το
παράδειγμα του καθηγητή μου με τη διπλή επιτυχή ενασχόληση, παρατήρησε ένας
συνάδελφος του τότε και καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο κ. Κώστας
Κριμπάς (Εκτείνοντας τον Δαρβινισμό και άλλα δοκίμια, Αθήνα, Νεφέλη
1998, σ. 250).
Έτσι άνοιξε για μένα η αυλαία του μεσοπολέμου. Η
κρίσιμη εικοσαετία πριν από τον πόλεμο του 1940, οπού συνυπήρχαν συντηρητικές
καταστάσεις και επαναστατικές εξάρσεις, συμβατικές παλιές
μορφές και ανατρεπτικές πρωτοπορίες, εξαθλίωση, βάσανα, χλιδή και άνεση και όλα μέσα σ' ένα γενικό
στυλιζάρισμα αμεριμνησίας και εξωτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου