Μέσα στο γήπεδο οι κινήσεις του γίνονταν σε έκταση πολύ λίγων τετραγωνικών μέτρων. Φαινόταν να ακολουθεί αυτό που είκοσι χρόνια μετά θα πει για τον εαυτό του, ένας βιρτουόζος τριπλέρ ο Βασίλης Χατζηπαναγής και μας το θύμισε ο ποδοσφαιρόφιλος συγγραφέας Κωστής Παπαγιώργης: «Εγώ δεν τρέχω, μόνο κοιτάζω το γήπεδο… Οι χαζοί τρέχουν..». Εκεί έξω από την μικρή περιοχή στηνόταν, με σκοπό να παραπλανήσει και να αιφνιδιάσει τους αμυντικούς για να καταφέρει να εκπορθήσει τα αντίπαλα δίκτυα. Πολλές φορές χρησιμοποιούσε ανορθόδοξα και αντικανονικά μέσα, που δεν γίνονταν αντιληπτά από διαιτητές. Μιλούσαν οι φήμες για χώμα στα μάτια, για φτύσιμο και για ψυχολογική βία με λόγια, όλα με πειρακτική διάθεση και πολύ χιούμορ. Για τα σωματικά του προσόντα κυκλοφορούσαν πολλά. Έλεγαν, αίφνης, πως τα πόδια του δεν ήταν ίσα, κι αυτό το διόρθωνε βάζοντας στο ένα του παπούτσι ψηλότερο τακούνι. Είχε την ίδια ατέλεια με τον ακροβάτη στο ομότιτλο πεζογράφημα του Ζενέ. Στον αγώνα δεν τον έβλεπε κανείς να τρέχει περισσότερο από δύο-τρία, το πολύ δέκα μέτρα. Είχε όμως πολύ γρήγορο ξεκίνημα κι αυτά τα λίγα μέτρα τα κάλυπτε με ταχύτητα σπρίντερ. Η εξυπνάδα του ήταν σωματικής τάξεως, όπως των μεγάλων ποδοσφαιριστών. Δρούσε ακαριαία και, όταν ερχόταν σε επαφή με τη μπάλα, είχε την άνεση και τη γοητεία ακροβάτη στην πίστα,. Ήταν τόσο εύστοχος στο σουτ, που κάποιοι έλεγαν πως όταν ο Σοφιανός πιάνει σουτ, οι άλλοι πάνε για τη σέντρα. Η τοποθέτησή του μέσα στο γήπεδο, η στάση του απέναντι στους διαιτητές και η συμπεριφορά του προς τους συμπαίκτες του εξυπηρετούσαν το ρόλο του ως «εκτελεστή». Έδειχνε να είναι κάθε στιγμή έτοιμος και ικανός να αξιοποιήσει την παραμικρή ευκαιρία για γκολ, απ’ όπου κι αν ερχόταν. Δεν ξέρεις ποτέ από πού θα έρθει η ευκαιρία είχε πει ο Αλμπέρ Καμύ, τερματοφύλακας κάποτε σε ομάδα του Αλγερίου.Ο Σοφιανός έξω από το γήπεδο ήταν μια άλλη σκοτεινή ιστορία. Η ανάμειξή του σε παρανομίες, έλεγαν, ξεκινούσε από τα δύσκολα χρόνια της κατοχικής πείνας: σαλταδόρος πάνω στα καμιόνια των κατακτητών για να φέρει ένα καρβέλι ψωμί στη φτωχογειτονιά της Γούβας. Οι παραβατικές του πράξεις, μετά τον πόλεμο, τον καταδίκασαν να περάσει ένα μέρος της εφηβικής του ζωής στα αναμορφωτήρια. Εκεί, έλεγαν, έμαθε και την τέχνη του πορτοφολά, που δεν την ξεχνούσε ούτε όταν έμπαινε στα αποδυτήρια.
Η περίοδος με τα περισσότερα γκολ για τον Σοφιανό ήταν εκείνη της συμμετοχής του στον Παναθηναϊκό, 1953-1958. Στην ίδια περίοδο μετριούνται και τα περισσότερα παραπτώματα. Ήταν ο άσωτος υιός μιας καθωσπρέπει ομάδας, που οι υπεύθυνοί της έκαναν το παν για να μη γίνονται γνωστές οι «αταξίες» του παίκτη ο οποίος τους ήταν τόσο απαραίτητος στο σκοράρισμα. Όταν μάλιστα ο Σοφιανός
βρισκόταν έγκλειστος στις Φυλακές Αβέρωφ, δυο βήματα από το γήπεδο της Λεωφόρου, οι ισχυροί παράγοντες φρόντιζαν να του δοθεί ειδική άδεια από τον υπουργό Δικαιοσύνης για να μπορέσει να παίξει στα κρίσιμα ματς του πρωταθλήματος. Συνοδεία χωροφυλακής έμπαινε από την πίσω πόρτα και έπαιζε στη θέση του σέντερ-φορ, επευφημούμενος από χιλιάδες φιλάθλους, που φώναζαν το όνομά του. Μετά, πάλι με συνοδεία, τον μετέφεραν στο κελί του.Αυτός ο παίκτης, ο διεμβολιστής, ο δαιμόνιος, το άνθος της κόλασης, ήταν για μας ο κρυφός καημός και το μυστικό κλειδί στον αθώο μαθητικό μας παράδεισο. Υπήρχαν, φυσικά, τότε και καλοί επιθετικοί παίκτες –οι αμυντικοί δεν μας συγκινούσαν– άμεμπτοι, με ήθος και ευγένεια, όπως ο Πανάκης, ο Υφαντής, ο Δρόσος και τόσοι άλλοι, που όλοι τους θαύμαζαν και τους επαινούσαν. Η ψυχή μας όμως άλλα ζητούσε και άλλες εικόνες ζωής είχαμε ανάγκη, γυρεύαμε ένα τίποτα για να πιστέψουμε πολύ, όπως θα έλεγε και ο ποιητής. Το τείχος του μέλλοντός μας, υψωνόταν απειλητικό μπροστά μας και μας έκρυβε τον ορίζοντα. Το μυαλό, για να ξεφύγει από το μελαγχολικό εφηβικό τοπίο, ζητούσε τολμηρά σχέδια, επινοήσεις, κόλπα, τεχνάσματα. Ο Λάκης Σοφιανός σ’ όλα αυτά ήταν μάνα, ο πιο στενός μακρινός μας φίλος. Αυτή τη μορφή, τη φτιαγμένη από ψιθύρους και αποσιωπητικά, λαχταρούσα να δω πώς θα ήταν στην πραγματικότητα.
Συνέβη στις 7 Ιουλίου 1957 στο γήπεδο της Λεωφόρου. Ήταν στο πρώτο αγώνα που παρακολούθησα όταν, τελειώνοντας το γυμνάσιο, ήλθα στην Αθήνα. Εκείνη τη μέρα, μπροστά στα μάτια μου, ξετυλίχτηκε η φάση που δεν ξεχνώ. Το ματς ήταν ντέρμπι Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός και η αξέχαστη φάση άστραψε στο έκτο λεπτό: μια λάθος τακουνιά του Υφαντή προς τα πίσω και η μπάλα, αντί να πάει στον Μπέμπη, έφτασε στον Νεμπίδη. Αυτός έδωσε στον Πανάκη, εκείνος πάσαρε στον Παπαντωνίου, το ισχυρό σουτ του οποίου έφερε σύγχυση μεταξύ Ρωσίδη και Θεοδωρίδη. Επωφελήθηκε τότε ο Σοφιανός που, πηδώντας πάνω από τον πεσμένο στο έδαφος Ρωσίδη, πρόλαβε να ξεγελάσει τον αμήχανο Θεοδωρίδη. Μπορεί με το γκολ του Σοφιανού να έληξε νικηφόρα το ματς, αλλά εκείνη η νίκη δεν στάθηκε αρκετή να δώσει το πρωτάθλημα στον Παναθηναϊκό. Στον επαναληπτικό αγώνα αναδείχθηκε νικητής και πρωταθλητής ο Ολυμπιακός. Ο Σοφιανός δεν παραδέχθηκε την ήττα. Επιτέθηκε και ελάκτισε τον Ελβετό διαιτητή και στις 30 του ίδιου μήνα ανακοινώθηκε ότι αφηρέθη η φίλαθλος ιδίοτης του ποδοσφαιριστού Μιχαήλ Σοφιανού. Από κείνη τη στιγμή χάθηκε το ενδιαφέρον μου για το ποδόσφαιρο και έπαψα να μαθαίνω για τις περιπέτειες του ποδοσφαιρικού μου ινδάλματος. Σιγά σιγά έκοψα το γήπεδο. Έσβηνε η εικόνα του βιρτουόζου εκτελεστή κι απλωνόταν στην ψυχή μου η μελαγχολία του κυριακάτικου απογεύματος. Παραφράζοντας μια σκέψη του Εμίλ Σιοράν θα έλεγα ότι η μόνη χρησιμότητα της παρακολούθησης των ποδοσφαιρικών ματς ήταν που μας έκαναν να υπομένουμε τα κυριακάτικα απογεύματα, βάναυσα και ασύγκριτα, που μας πλήγωναν και μας έπνιγαν για την υπόλοιπη βδομάδα.
Τώρα που τον ξαναφέρνω στο νου, καταλαβαίνω πως ο Σοφιανός ήταν ένας τύπος ρεμπέτη των γηπέδων. Τα χρόνια που έπαιζε, η κολασμένη ζωή του, το γερό ποδοσφαιρικό του ταλέντο, έμειναν στη μνήμη των φιλάθλων εκείνης της εποχής, πριν απ’ το ’60. Η περίπτωσή του ήταν ένα θέμα πιο βαρύ από τα ελαφρά και ανώδυνα των αρχοντορεμπέτικων τραγουδιών που γράφονταν τότε, όπως εκείνο το, ξεχασμένο σήμερα, σουξέ του Γιώργου Μητσάκη, για τον έρωτα του Λουκανίδη με την ανήλικη μαθήτρια Γιόλα.
Οι εφημερίδες θυμήθηκαν ξανά τον Λάκη Σοφιανό όταν στις 2 Αυγούστου 1989, έγινε γνωστό ότι, προφυλακισμένος για ναρκωτικά στον Κορυδαλλό, έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του.
Μα που κρεμάστηκα, σαν ματωμένη νύχτα
έχω ανθίσει
Ο κόσμος είναι για να τον ξεχνάς, να σε ξεχνά
και μόνος να πεθαίνεις»*.
* Ηλίας Λάγιος: Μνήμη Γκούντρουν Ένσλιν, περιοδικό Πλανόδιον αρ. 27, 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου