ΑΝΔΡΈΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΊΝΗΣ
Με την εκδήλωση της Επανάστασης το 1821, σε σύντομο χρονικό διάστημα, το μεγαλύτερο μέρος του Μοριά ελευθερώθηκε. Όσοι μουσουλμάνοι παρέμειναν ζωντανοί και μπόρεσαν να διαφύγουν, κλείστηκαν στα κάστρα. Οι παλιοί κλέφτες, όσοι είχαν περάσει παλιότερα στα Επτάνησα, είχαν γυρίσει από καιρό και είχαν τεθεί επικεφαλής των συγχωριανών τους. Όμως η παρουσία τόσων εμπειροπόλεμων στρατιωτικών στο Μοριά δημιούργησε ένα νέο πόλο εξουσίας, απέναντι σε εκείνο των κοτζαμπάσηδων. Ας σημειωθεί ότι, μετά τον χαλασμό των κλεφτών στα 1806, με την σύμπραξη Τούρκων, Πατριαρχείου και προεστών, οι τελευταίοι είχαν μείνει μόνοι κυρίαρχοι και ισχυροί. Τώρα όμως που οι παλιοί στρατιωτικοί ξαναγύρισαν στα λημέρια τους, ο απλός λαός συσπειρώθηκε γύρω τους και ένοιωσαν την εξουσία τους να απειλείται.
Περικλής Κπετανόπουλος |
«Επειδή οι αντιδρώντες προς την συνέχισιν της εξουσίας της παλαιάς προνομιούχου τάξεως (των προεστών)- γράφει ο ιστορικός Δ.Κόκκινος - ήσαν προς το παρόν οι στρατιωτικοί, ο αγών εφαίνετο διεξαγόμενος μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών, ενώ πράγματι ήτο μεταξύ των κοτζαμπάσηδων που επροσπαθούσαν να δημιουργήσουν από την τάξιν των κληρονομικήν αριστοκρατίαν, που θα είχε αποκλειστικώς το δικαίωμα να διευθύνει τα κοινά και των λαϊκών που εννοούσαν να έχουν και αυτοί τα δικαιώματα των».
Από την αρχή λοιπόν της Επανάστασης, στις περιοχές που είχε εξαλειφθεί η οθωμανική εξουσία, είχε απονομιμοποιηθεί και η εξουσία των προεστών (κοτζαμπάσηδων), με τους οποίους συνδιοικούσαν τις επαρχίες και διέφεραν μόνο στη θρησκεία.
«Εκλιπόντος του Κράτους του Σουλτάνου- γράφει ο ιστορικός Μένδελσον- έκαστος προεστός ήρχισε να νομίζη τον εαυτό του Σουλτάνον και να αντιποιείται άπαντα τα σουλτανικά προνόμια. Οι Χριστιανοί δ’ εκείνοι πασάδες παρεσκευάζοντο να συνεχίσουν απαράλλακτα, το έργον των Τούρκων προκατόχων των…».
Οι προεστοί για να εξουδετερώσουν την δύναμη των καπεταναίων, τους οποίους περιέβαλλε ο απλός λαός με την αγάπη του, αποφάσισαν να αναλάβουν οι ίδιοι την αρχηγία των όπλων στις επαρχίες, επιφυλάσσοντας στους καπεταναίους τον ρόλο του βοηθού.
Έτσι έγινε σε όλο το Μοριά, την αρχηγία των όπλων πήραν άνθρωποι χωρίς πολεμική πείρα, εκτός από την επαρχία της Καρύταινας (Γορτυνία) όπου οι Δεληγιανναίοι, κάτω από την λαϊκή επιταγή, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν αρχηγό των όπλων τον Θ.Κολοκτρώνη.
Γεώργιος Σισίνης |
Στην επαρχία της Γαστούνης (Ηλείας) την αρχηγία των όπλων ανέλαβε ο Γεωργιος Σισίνης, πάμπλουτος προεστός της επαρχίας και από τους δυνατώτερους στο Μοριά, ο οποίος βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Την εξουσία που ασκούσε de facto στην νέα κατάσταση, θέλησε να επικυρώσει και με απόφαση των δημογερόντων της επαρχίας. Ανάμεσα στις υπογραφές διακρίνουμε τους εκπροσώπους της Ανδραβίδας : Τον Θανάση Καραθανάση και τον Ανδρέα Καραθανασόπουλο.
Στο κείμενο της απόφασης ξεχωρίζουν δυο σημεία:
1.Ο Σισίνης αναγνωρίζεται «διοικητής των αρμάτων και των πολιτικών και να υποτάσσωνται όλοι οι καπεταναίοι είς αυτόν και η φιλογένεια (του) να τους αγαπά ως τέκνα του και να τους εγνοιάζεται…».
2. Συγκροτείται ένοπλη δύναμη 1.000 στρατιωτών « δια να προφυλαχθεί (η επαρχία) από τους εχθρούς και από ξένα στρατεύματα ( ελληνικά;)». Στο ένοπλο αυτό σώμα, ο Σισίνης καλύπτει την μισθοδοσία για εννέα μήνες από τους δώδεκα ( 270.000 γρόσια) και η επαρχιακή συνέλευση για τους υπόλοιπους τρεις μήνες (90.000 γρόσια). Ο μισθός του κάθε στρατιώτη ήταν 30 γρόσια (τούρκικα) το μήνα.
Πως είχε όμως ο κοτζάμπασης της Γαστούνης, τόσο μεγάλη οικονομική ευχέρεια, να μισθοδοτεί στρατό χιλίων ανδρών;
Η οικονομική δύναμη του Σισίνη, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, προερχόταν προεπαναστατικά , από την ενοικίαση των φόρων της επαρχίας από την οθωμανική διοίκηση που έδρευε στην Τριπολιτσά και μετεπαναστατικά, από την εκμετάλλευση των τουρκικών περιουσίων και των εργαστηρίων που θεωρούνταν εθνική περιουσία.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο αγωνιστής και συγγραφέας του έργου "Ενθυμήματα Στρατιωτικά".
Ν.Κασομούλης: «Ο (Γεώργιος) Σισίνης, ο γέρων,(ήταν) συνηθισμένος να χωνεύει τα εισοδήματα της Γαστούνης, από άλλους καιρούς».
Τα αποτελέσματα της πολιτικής των προεστών φάνηκαν ξεκάθαρα στην πολιορκία της Πάτρας, από τον Κολοκοτρώνη, στα 1822.
Ο Γέρος του Μοριά είχε σφίξει τον κλοιό γύρω από το κάστρο και δεν ήταν μακριά η μέρα που οι Τούρκοι θα παραδίνονταν. Αυτό δεν το ήθελαν σε καμιά περίπτωση οι προεστοί. Τον εγκατέλειψαν λοιπόν χωρίς τρόφιμα και πολεμοφόδια και μάλιστα του έστειλαν διαταγή να εκστρατεύσει εκτός Πελοποννήσου, για να τον απομακρύνουν από τον λαό που τον λάτρευε.
Γράφει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φώτιος Χρυσανθόπουλος :«Ενώ ελπίζαμεν γρήγορα να ίδωμεν την πτώσιν της (της Πάτρας) εφάνη είς την Κόρινθον και την Τριπολιτσάν συνωμοσία κατά του Κολοκοτρώνη. Το Εκτελεστικό, η Βουλή και πολλοί από την Γερουσίαν-έμενε στην Τρίπολη-εφθόνησαν τον Κολοκοτρώνη και συνώμοσαν, διότι τον είδαν παραδόξως εις υψηλήν θέσιν, χωρίς να το περιμένουν…».
Πολύ αποκαλυπτικά τα λόγια του Φωτάκου. Οι προεστοί, οι προύχοντες και αρχηγοί των όπλων κάθε επαρχίας, αντί να ενεργούν έτσι ώστε να πέσει μια ώρα αρχύτερα το κάστρο της Πάτρας, στρατηγικό στήριγμα των Τούρκων στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, έκαναν ότι μπορούσαν για να απομακρύνουν από την πολιορκία τον Κολοκοτρώνη, με αποτέλεσμα η αχαϊκή πρωτεύουσα να μείνει ως το τέλος της Επανάστασης στα χέρια των Τούρκων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου