O νεαρός υδραυλικός και οι θαυματουργές ιδιότητες του έρωτα
ή δρόμος προς την ευτυχία.
Πολλές φορές συμβαίνει να ακούς μία ιστορία που να σου κεντρίζει από την αρχή και σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα όταν ο λόγος είναι για την ευτυχία που όλοι την ψάχνουμε, αλλά δεν την βρίσκουμε ποτέ, και κυρίως πώς μπορεί να αποκτηθεί αυτή γρήγορα, εύκολα και ανώδυνα, κατά το δυνατόν, και προπάντων όταν το βλέμμα σου έχει πέσει σε κάποιους που βρίσκονται υπό το κράτος της ανελέητης αυτής κατάστασης που αποκαλείται δυστυχία και που η μοναδική σου επιθυμία είναι να τους βοηθήσεις να ελευθερωθούν κάποτε από τα δεσμά αυτής της σκληρής και αδυσώπητης τυραννίας που τους βασανίζει, με όποιο τρόπο μπορείς, αλλά κυρίως με το λόγο. Τότε, αν βρεις την ιστορία αρκετά πειστική και αρκούντως ενδιαφέρουσα, θέλεις να την αφηγηθείς κι εσύ ο ίδιος σε κάποιους άλλους, με τον δικό σου μοναδικό, όπως θέλεις να πιστεύεις, τρόπο, για να διδαχθούν οι αναγνώστες σου, ίσως, από τα βάσανα και τις περιπέτειες των άλλων και να πάρουν αποφάσεις τέτοιες που θα τους οδηγήσουν, με την πρώτη ευκαιρία, στην πολυπόθητη ελευθερία από αυτά τα δεσμά, αλλά και πάλι κάτι σε κρατάει και σε εμποδίζει να το κάνεις αμέσως, χωρίς να το ψάξεις καλά το πράγμα και μάλιστα από κάθε πλευρά, να βεβαιωθείς με κάποιο τρόπο πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.
Κάποιες φορές όμως νομίζεις ότι την έχεις ξαναπεί κι εσύ με άλλο τρόπο αυτή την ιστορία ή μια παραλλαγή της, έστω, μπορεί και κάποιος άλλος, επιφανής ή μη, αλλά, δυστυχώς, δεν θυμάσαι τίποτε απολύτως και, φυσικά, δεν θέλεις να γίνεις η ηχώ κανενός, ούτε και του εαυτού σου ακόμη, γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στη συγγραφή από την αλόγιστη επανάληψη της ίδιας πάντα ιστορίας, και μάλιστα όταν επικρατεί ευρέως η αντίληψη ότι οι παλαιότεροι και μάλιστα οι αρχαίοι Έλληνες έχουν πει σχεδόν τα πάντα. Στην πραγματικότητα όλες οι ιστορίες έχουν πάντοτε την ίδια βάση, είναι αληθινό αυτό, και μόνο οι εποχές αλλάζουν, οι χρονολογίες, τα ονόματα και οι συγγραφείς. Οπότε τι θέλει η αλεπού στο παζάρι, ο νεότερος δηλαδή αφηγητής, όταν δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα πραγματικά δικό του και καινούριο στην όλη υπόθεση που αφηγείται;
Εδώ θα μπορούσε να μου προτάξει κάποιος,
για να με διαψεύσει πανηγυρικά, το φαινόμενο των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων ή, ακόμη, και του Σαίξπηρ που, παίρνοντας με περίσκεψη τις υποθέσεις των έργων τους από τους πανάρχαιους μύθους του λαού τους , ή άλλων λαών, ή και από τα βιβλία άλλων συγγραφέων που έζησαν πριν απ’ αυτούς, διαμορφώνουν το κείμενό τους με τις δικές τους δυνατότητες, την ιδεολογία τους, το ταλέντο τους, τα συναισθήματά τους και τα δεδομένα της εποχής τους και του τόπου τους. Εγώ, βέβαια, δεν ανήκω στη χορεία αυτών των σημαντικών όσο και σπουδαίων αφηγητών που ανέφερα μόλις τώρα, εγώ κάποιες απλές ιστορίες λέω πού και πού, όπως τις ακούω από άλλους, γιατί ο ίδιος προσωπικά στερούμαι παντελώς δημιουργικής φαντασίας κι έτσι αδυνατώ να πλάσω εκ του μηδενός ένα καταδικό μου αφήγημα. Είμαι λοιπόν ένας κλέφτης ιστοριών, αλλά ικανός, μπορώ να πω με έπαρση, αφού δεν έχω συλληφθεί ποτέ μέχρι σήμερα για λογοκλοπή.
Έτσι και τώρα, λοιπόν, παρά τον φόβο μου αυτόν, θα σας αφηγηθώ μία ιστορία, θέλω να πιστεύω ενδιαφέρουσα, όπως ακριβώς μου την διηγήθηκε ένας από τους πιο αγαπητούς μου φίλους, τότε που συζητούσαμε δια μακρών για το πώς μπορεί να γίνει κάποιος ευτυχισμένος και επέμενε πως είναι δυνατόν, ενώ εγώ όχι, δεν χρειάζονται παρά λίγα μόνο πράγματα ή πράξεις για να έλθει η ευτυχία, μου είπε τότε, λίγα λόγια, λίγη ευχαρίστηση, λίγα χρήματα, αγάπη ή ενδιαφέρον, και για να μου το αποδείξει αυτό, επειδή έβλεπε πως δυσπιστούσα στα λεγόμενά του, μου αφηγήθηκε τα όσα ακολουθούν και τα οποία παραθέτω στη συνέχεια αυτολεξεί, χωρίς να αλλάξω δηλαδή ούτε μία λέξη από όσα άκουσαν τα αυτιά μου, και γι’ αυτό, ίσως, θα διαπιστώσετε πως υπάρχει τεράστια διαφορά ύφους και γλωσσικού ιδιώματος ανάμεσα σε αυτή την εισαγωγή και στην ίδια την ιστορία που ακολουθεί αμέσως μετά. Θα σας τα πω όλα με το νι και με το σίγμα, παρά το γεγονός ότι δεν μου αρέσει καθόλου ο τρόπος και η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τα πράγματα και τα γεγονότα, γιατί μοιάζει πολύ με τον τρόπο των παλιών συγγραφέων του ψυχρού ρεαλισμού που φόρτωναν τα κείμενά τους με περισσή ποσότητα ιδεολογίας και απατηλών συναισθημάτων, για να γίνεται πιο φανερή η παρακμή της κοινωνίας των αστών και του κόσμου τους. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, δεν θα είμαι εγώ ο αφηγητής, αλλά ο περί ου ο λόγος φίλος. Ακούστε τον, λοιπόν. Και κρίνετέ τον ύστερα κατά πώς θέλετε κι όχι εμένα που είμαι ένας απλός ακροατής, όπως κι εσείς, με τη διαφορά ότι εγώ μπορώ και γίνομαι αναμεταδότης, όπως ένα σημερινό μαγνητόφωνο. Ίσως όμως κι εσείς ή κάποιοι από εσάς μπορείτε να το κάνετε εξίσου καλά με μένα.
-------------------------------------
« Βαθειά η πίκρα, σαράκι αδηφάγο που καθημερινά κατάτρωγε ανελέητα τα σωθικά τους χωρίς να τους δίνει τουλάχιστον μια μικρή, έστω, ελπίδα για τη στιγμή που τόσο ποθούσαν και οι δυο τους. Δέκα χρόνια παντρεμένοι και παιδί δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα, παρά τις συνεχείς και αναρίθμητες προσπάθειες που κατέβαλαν, σχεδόν καθημερινά, όλο αυτό το διάστημα. Ο γιατρός μάλιστα που τους εξέτασε και τους δύο τώρα τελευταία τους το είχε αποκλείσει ρητά και κατηγορηματικά. ΄Έτσι, το γνώριζε πλέον καλά ο άνδρας, από πρώτο χέρι μάλιστα, δεν θα κατόρθωνε ποτέ να την κάνει να νιώσει, έστω και μια φορά στη ζωή της, την άφατη, καθώς λένε, χαρά της μητρότητας, το σπέρμα του, νεκρό και αδύναμο, εναποθηκευόταν ανώφελα στις διψασμένες ωοθήκες της, χωρίς να προκαλεί ποτέ τις αναγκαίες για τεκνοποίηση διεργασίες στη μήτρα της.
Πάσχιζε νύχτα μέρα με τον νου του να βρει επί τέλους μία λύση, ανώδυνη βέβαια και για τους δύο και απόλυτα συμβατή με τις παγιωμένες από αιώνες αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου. Τουλάχιστον αυτό, το κοινωνικό σύνολο δηλαδή, να μην μάθαινε ποτέ τίποτα, αν κάτι γινόταν αντίθετα με τους καθιερωμένους κανόνες του. Τόφερνε λοιπόν από εδώ, τόφερνε από εκεί, το εξέταζε απ’ όλες τις πλευρές, τίποτα σχετικό και ανώδυνο δεν μπορούσε να συλλάβει το ταραγμένο από την αδιάκοπη σκέψη και την τυραννική αγωνία μυαλό του. Έτσι δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου πώς θα μπορούσε να λυθεί πραγματικά το πρόβλημα χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα στην, ούτως ή άλλως, κατεστραμμένη σχέση τους, αλλά και στις σχέσεις τους με το ευρύτερο ή στενότερο κοινωνικό τους περιβάλλον. Βαθιές ρυτίδες είχαν αρχίσει ήδη να αυλακώνουν το μέτωπό του. Και ήταν μονάχα σαράντα χρόνων! Κι έδειχνε πολύ μεγαλύτερος! Τι θάκανε στο μέλλον;
Τον τελευταίο καιρό κάτι τον είχε πιάσει κι όλο σκεφτόταν το παρελθόν. Ο νους του ξαναγύριζε συνεχώς στις πρώτες ημέρες της γνωριμίας τους, στο γάμο τους ύστερα που πάνω του είχαν στηρίξει τόσες ελπίδες για ένα ευτυχισμένο μέλλον, χωρίς επί πλέον σκοτούρες και βάσανα. Αλίμονο, όμως! Τους πρώτους ευτυχισμένους, κατά το δυνατόν, μήνες της κοινής τους ζωής τους διαδέχτηκαν σιγά – σιγά τα μαύρα χρόνια της μάταιης προσμονής, της διάψευσης κάθε ελπίδας για την απόκτηση ενός, έστω, παιδιού και της συνακόλουθης δυστυχίας που κατακυρίευε τη ζωή τους ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο. Τη χαριστική βολή τη δέχτηκε όταν βεβαιώθηκε οριστικά ότι ο ίδιος ήταν ο κύριος υπεύθυνος της συμφοράς τους. Τότε άρχισαν να τον βασανίζουν οι τύψεις για το κακό που αισθανόταν ότι της είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια της συμβίωσής τους με την προφανή αδυναμία του, που τώρα άρχιζε να επεκτείνεται και στο σεξουαλικό πεδίο, ίσως, λόγω της κακής του ψυχικής κατάστασης».
Έτσι είχαν τα πράγματα ως την ημέρα που συνέβησαν τα γεγονότα, τα οποία θα σας αφηγηθώ στη συνέχεια, όπως ακριβώς μου τα εξιστόρησε κι εμένα ο φίλος που σας είπα στην αρχή αυτού του κειμένου, χωρίς να αλλάξω τίποτα από αυτά και κυρίως τίποτα από την ουσία του περιεχομένου τους, απαλείφοντας μονάχα την σκληρότητα των λέξεων ή των εκφράσεων, όπου αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο, για λόγους δημόσιας αιδούς αλλά και για να μπορεί ο καθένας με ευκολία να διαβάσει και να κατανοήσει το κείμενο. Αν κάπου όμως σας φανεί κάπως υπερβολικό ή ψεύτικο, πιστέψτε με, ειλικρινά σας το δηλώνω, αυτή και μόνο αυτή είναι η αλήθεια των πραγμάτων και δεν μπορώ, δεν μου επιτρέπεται να την αλλάξω, γιατί το δικαίωμα αυτό ανήκει σε άλλον ανήκει σε άλλον και όχι σ’ εμένα.
-----------------------------------
«Κάποια μέρα λοιπόν», συνέχισε ο φίλος μου, «χάλασε η βρύση της τουαλέτας του σπιτιού τους. Φώναξαν έναν υδραυλικό από μια κάπως πιο μακρινή περιοχή, σε σχέση με την κατοικία τους, γιατί ο γείτονάς τους που καλούσαν πάντα και τους έλυνε αμέσως κάθε τέτοιου είδους πρόβλημα, κάθε φορά που παρουσιαζόταν, έλειπε σε πολυήμερο ταξίδι στον τόπο της καταγωγής του, για κάτι κληρονομικές διαφορές με τους συγγενείς τους ή κάτι τέτοιο. Ο καινούριος, αυτός που ήλθε δηλαδή, ήταν ένας νεαρός, όμορφος και καταδεκτικός τύπος, όπως έδειξε η συμπεριφορά του και, όπως έλεγαν διάφοροι, πάντα με μεγάλες και σίγουρες επιτυχίες στις γυναίκες.
Όση ώρα, λοιπόν, ο νεαρός δούλευε σκυμμένος πάνω στη χαλασμένη βρύση, ο κυρ-Αντώνης, αυτό είναι το όνομα του ήρωά μας, τον κοίταγε επίμονα και ερευνητικά. Τον έβλεπε, έτσι, πισώπλατα, καθώς εργαζόταν προσηλωμένος στο έργο του, γεροδεμένο, γεμάτο από ζωντάνια και δύναμη που περίσσευε και το μυαλό του άρχισε στη στιγμή να παίρνει απίστευτες στροφές, να κάνει πολύ γρήγορους συλλογισμούς, να τρέχει μ’ έναν ξέφρενο καλπασμό σε πεδία που δεν είχε σκεφτεί ποτέ του μέχρι τότε να τρέξει, δίχως όρια, αλλά και, για πρώτη φορά στη ζωή του, χωρίς να ντρέπεται για τίποτα. Το πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί ήταν μεγάλο και δεν σήκωνε ντροπές, αλλά ούτε και αναβολή, η λύση του, θέλω να πω μπορεί να βρισκόταν μπροστά του εδώ και καιρό και να μην την έβλεπε.
-Λες; συλλογίστηκε μετά από λίγη ώρα, απορημένος και ο ίδιος με την ίδια του τη σκέψη. Λες; Έτσι, ξαφνιάστηκε, όταν άκουσε το νεαρό να του λέει με επαγγελματική αδιαφορία πως τέλειωσε η δουλειά του, αφού η βλάβη είχε πια επισκευαστεί. Για την ακρίβεια είχε αλλάξει τη χαλασμένη βρύση και στη θέση της είχε τοποθετήσει μία άλλη σε πολύ πιο μοντέρνα γραμμή και άριστη ποιότητα. Δεν ήταν σίγουρος ότι ταίριαζε από αισθητικής απόψεως, αλλά τουλάχιστον δεν πρόκειται να ξαναχαλάσει. Τουλάχιστον σύντομα.
Αρχικά μπέρδεψε λίγο τα λόγια του ο κυρ-Αντώνης, στην προσπάθεια που κατέβαλε για να συγκεντρώσει τη σκέψη του, γρήγορα, όμως, κατόρθωσε να συνέλθει και να πληρώσει με ψυχραιμία τον τεχνίτη, γιατί αυτό έπρεπε να κάνει εκείνη τη στιγμή, κοιτάζοντάς τον κατάματα, σαν να προσπαθούσε να μπει, με κάποιον αδιάκριτο, ίσως, τρόπο στα βάθη της ψυχής του. Ύστερα, χωρίς να πει τίποτ’ άλλο τον άφησε να φύγει, αφού σημείωσε σ’ ένα μπλοκάκι το τηλέφωνό του, μήπως τον ξαναχρειαστεί κάποια στιγμή, όπως του είπε.
Εδώ έμειναν τα πράγματα τότε, αλλά ο κυρ-Αντώνης βασανιζόταν για μέρες με την εικόνα του νεαρού υδραυλικού στο μυαλό του από τη μια μεριά και την ανημπόρεια της γυναίκας του από την άλλη. Τις επόμενες ημέρες, ή καλύτερα, τις νύχτες , και κάποιες από αυτές μέχρι το πρωί, υπόφερε από την έγνοια της κατάστασης που είχαν περιπέσει τα πράγματα και συνάμα από την αϋπνία που άρχισε να του γίνεται μόνιμη πλέον, αφού δεν έλεγε να φύγει από τον νου του ούτε μία στιγμή οι εικόνες του γεροδεμένου υδραυλικού και της ανήμπορης γυναίκας του, λες και τον είχαν στοιχειώσει για πάντα. Όμως, στην πραγματικότητα, αυτό που τον τυραννούσε περισσότερο ήταν μία επίμονη, τολμηρή και κάπως ανήθικη, για τα δεδομένα του περισσότερου κόσμου, σκέψη που τον βασάνιζε συνεχώς. Ανάρμοστη βέβαια από ηθική άποψη, σκεφτόταν, αλλά σίγουρα αποτελεσματική, το πίστευε αυτό. Αυτή η σκέψη ήταν που είχε καρφωθεί στο μυαλό του και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί τον τελευταίο καιρό. Στην αρχή, για να είμαι ειλικρινής, πάσχιζε να την αποδιώξει από το νου του, πράγμα αδύνατο βέβαια, γιατί του έδινε την εντύπωση μιας κάποιας λύσης, ύστερα προσπαθούσε, με τα ανάλογα επιχειρήματα, να πείσει τον εαυτό του να την συνηθίσει, στο τέλος έψαχνε να βρει τρόπους για να την θέσει σε άμεση εφαρμογή. Όταν τα πράγματα είχαν φτάσει πλέον στο μη παρέκει αποφάσισε να το διακινδυνεύσει. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει, είπε στον εαυτό του και σήκωσε το τηλέφωνο. Προηγουμένως όμως έκανε, για μία ακόμη φορά, τα απαραίτητα με τους γιατρούς ώστε να είναι απόλυτα σίγουρος πως δεν μπορούσε να υπάρχει άλλη, τόσο αποτελεσματική, λύση.
-------------------------------------------
Η γυναίκα του είχε πέσει για τα καλά στο κρεβάτι, τον τελευταίο καιρό, σαν να ήταν πραγματικά άρρωστη, και δεν έλεγε να σηκωθεί,, για κανένα λόγο, ίσκιος του παλιού της εαυτού η ίδια και φαινομενικά ανήμπορη για οτιδήποτε απαιτούσε κάποια μικρή ή μεγάλη ενέργεια ή κίνηση για να πραγματοποιηθεί. Έτσι η κατάστασή της, για την οποία ο κυρ-Αντώνης ένιωθε πως ήταν ο κύριος υπεύθυνος, του έθλιβε την ψυχή, και ένας πόνος βαθύς, αλλά απροσδιόριστος είχε θρονιαστεί πια μόνιμα μέσα του, απρόσκλητος και ενοχλητικός που καθόριζε τη διάθεσή του όλες τις ώρες και τις νύχτες της ζωής του.
Έτσι κάλεσε, για τελευταία φορά, τον οικογενειακό τους γιατρό για τη γυναίκα, βέβαια, όχι για τον ίδιο, για να πάρουν τα πράγματα και τα γεγονότα το δρόμο τους, με τη μεγαλύτερη δυνατή σιγουριά. Εκείνος την εξέτασε με τη δέουσα προσοχή για μία ακόμη φορά, διέταξε και άλλα σχετικά, εξετάσεις, ούρα, αίμα κ.τ.λ. Μετά από όλα αυτά, για άλλη μία φορά, δήλωσε κατηγορηματικά πως δεν της βρίσκει τίποτα το οργανικό, κανένα πραγματικό σύμπτωμα κάποιας γνωστής του αρρώστιας. Κάτι σαν ατονία, σαν μελαγχολία, ανεξήγητα βέβαια, ο ίδιος δεν ήξερε πλέον τι να πει. Για να σιγουρευτούν περισσότερο πρότεινε να εξεταστεί η γυναίκα από ψυχίατρο ή ψυχαναλυτή, γιατί δεν έβλεπε ποια άλλη ιατρική ειδικότητα θα μπορούσε να βοηθήσει στην περίπτωση αυτή, μάλιστα προθυμοποιήθηκε από μόνος του να τους συστήσει κάποιον επιφανή συνάδελφό του, ειδικευμένο σε τέτοια θέματα. «Καλά, καλά», μονολόγησε ο κυρ-Αντώνης που είχε καταλάβει πια τα πάντα. Είχε κάνει καλύτερη διάγνωση από το γιατρό από μόνος του εδώ και καιρό, δεν χρειαζόταν άλλες αποδείξεις γι’ αυτό, την έβλεπε, άλλωστε, καθημερινά να μαραζώνει και ν’ αδυνατίζει σε σημείο που να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της, χωρίς ιατρική αιτία.
Έτσι, συνέχιζαν να περνούν οι μέρες, για λίγο καιρό ακόμη, η μία πίσω από την άλλη. Το σαράκι που την κατάτρωγε αλύπητα, ήταν ολοφάνερο για τον κυρ-Αντώνη, ήταν αυτό της ατεκνίας και της έλλειψης του έρωτα, της ερωτικής πράξης καλύτερα. Ποιων άλλων αποδείξεων τη χρεία είχε, άραγε, ο έρημος για να το καταλάβει; Ήταν σίγουρος πια ότι αυτό ήταν που έφταιγε κι έπρεπε να βρεθεί η λύση το συντομότερο δυνατόν. Η καρδιά του σπάραζε από τον πόνο, την απελπισία και την απογοήτευση, κράταγε όμως την ψυχραιμία του, όσο του ήταν μπορετό, τουλάχιστον κάθε φορά που βρίσκονταν μαζί στο ίδιο σπίτι, το σπίτι τους. Λίγη χρονοτριβή ακόμη, αλλά τίποτα δεν γινόταν, καμία αλλαγή προς το καλύτερο, καμία βελτίωση της κατάστασης. Κάποιες φορές την έπιανε μάλιστα να τον κοιτάει με βλέμμα αγριεμένο, σκληρό, φαρμακερό. Το ένιωθε πια κι ο ίδιος, δεν τον έβλεπε όπως πριν, το μίσος τής περίσσευε, δεν υπήρχε χώρος για αγάπη, για στοργή, για συμπάθεια, τον θεωρούσε, και, φυσικά, δεν είχε άδικο,, ως την κύρια πηγή της δυστυχίας της. Μία πηγή ανεξάντλητη. Τώρα τελευταία μάλιστα άρχισε να δείχνει ακόμα πιο έντονα την απέχθειά της. Ένα βράδυ τον έδιωξε από το σπίτι, τού ζήτησε επιτακτικά, προσβλητικά, θα έλεγα, να μη βρίσκεται κάθε λίγο και λιγάκι μπροστά στα πόδια της. Δεν του έμενε πια καμιά αμφιβολία, κάτι έπρεπε να κάνει, αυτό που είχε σκεφτεί τόσες φορές και μάλιστα αμέσως. Έτσι, εκείνο το βράδυ περιπλανήθηκε κάμποσες ώρες μέσα στην παγωνιά, σχεδόν μέχρι τα ξημερώματα. Στο τέλος το αποφάσισε. Ο ίδιος θα έκανε ό,τι μπορούσε για να προετοιμάσει τα πράγματα, τα υπόλοιπα θα έρχονταν από μόνα τους σιγά-σιγά. Αλλά γρήγορα.
Την άλλη μέρα το πρωί δεν πήγε στη δουλειά του. Ένα παράξενο χαμόγελο είχε θρονιαστεί στο πρόσωπό του, μία ηρεμία αλλόκοτη τον είχε κυριεύσει. Κατά τις δέκα σχημάτισε στο καντράν του τηλεφώνου τον αριθμό του νεαρού υδραυλικού. Με φωνή ψυχρή και ανέκφραστη του είπε πως η βρύση είχε ξαναχαλάσει και γι’ αυτό θάπρεπε να πεταχτεί για λίγο από το σπίτι να της ρίξει μία ματιά και να την επισκευάσει, το πράγμα δεν έπαιρνε άλλη αναβολή γιατί είχαν γιορτή την άλλη μέρα κι έπρεπε όλα στο σπίτι τους να είναι τέλεια. ΄Έκλεισε το τηλέφωνο χαμογελώντας παράξενα, ύστερα, ήρεμα και υπομονετικά, κάθισε σε μια καρέκλα, όσο πιο αναπαυτικά γινόταν και περίμενε καπνίζοντας ένα από τα τσιγάρα που του είχαν μείνει από τότε που έκοψε το κάπνισμα.
-----------------------------------------------
Σ’ ένα μισάωρο περίπου χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Με βήμα αργό, σταθερό, χωρίς κανένα ίχνος φανερής νευρικότητας ή ανησυχίας στο πρόσωπό του, κατευθύνθηκε προς την πόρτα και, καθυστερώντας για λίγο σκόπιμα στο διάδρομο, την άνοιξε διάπλατα στον επισκέπτη του, που δεν ήταν άλλος από το γνωστό του υδραυλικό που, αμήχανος, στεκόταν εκεί κρατώντας στα στιβαρά του μπράτσα μία τσάντα με τα εργαλεία της δουλειάς του.
- ΄Έλα μέσα, του είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, αλλά και κάπως επιτακτικά συνάμα, παραμερίζοντας για να περάσει ανενόχλητος.
Ο νεαρός, γνωρίζοντας καλά τα κατατόπια από την προηγούμενη επίσκεψή του στο σπίτι μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε αμέσως και με κλειστά τα μάτια προς την τουαλέτα. Ακούμπησε τα εργαλεία του στο δάπεδο, ανασήκωσε λίγο τα μανίκια του πουκαμίσου του για να μη βραχούν και με μια γρήγορη κίνηση άνοιξε τη βρύση. Την άφησε να τρέξει για μερικά δευτερόλεπτα, όσα χρειάζονταν για να διαπιστώσει πως δεν υπήρχε καμία βλάβη στο σύστημα. Τον κοίταξε με απορία. Προφανώς ήθελε να του πει πως δεν καταλάβαινε το λόγο που τον κάλεσε, γιατί, πραγματικά, δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη συσκευή, κάποια βλάβη που χρειαζόταν επειγόντως επισκευή, όπως του είχε πει νωρίτερα στο τηλέφωνο ο κυρ- Αντώνης που στο μεταξύ είχε πλησιάσει κι αυτός σχεδόν αθόρυβα και βρισκόταν ακριβώς πίσω του.
- Δεν βλέπω τίποτα, θαρρώ πως είν’ εντάξει, είπε ο υδραυλικός κι ετοιμάστηκε να μαζέψει τα πράγματά του από το δάπεδο και να αναχωρήσει.
- Ναι, μπορεί, ίσως, μπέρδεψε κάπως τα λόγια του ο κυρ-Αντώνης, βλέποντας ότι όλα κινδύνευαν να ανατραπούν από την αδεξιότητα της στιγμής. Γρήγορα όμως ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του και με ύφος προσποιητά αδιάφορο συμπλήρωσε: Το είχα ξεχάσει εντελώς, δεν είναι αυτή η βρύση. Εκείνη της κουζίνας θα πρέπει να είναι. Δεν κατάλαβα καλά τι ακριβώς μου είπε η γυναίκα μου.
Τράβηξαν γρήγορα για την κουζίνα. Ο νεαρός άνοιξε αμέσως και τις δυο βρύσες που βρίσκονταν εκεί. Το νερό έπεφτε με δύναμη πάνω στο μάρμαρο του νεροχύτη. ΄Ήταν φανερό πως ούτε εδώ υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Ολόκληρη η υδραυλική εγκατάσταση του σπιτιού λειτουργούσε άψογα, χωρίς να δημιουργείται κάποιο εμπόδιο στην απρόσκοπτη ροή του νερού. Τον κοίταξε και πάλι απορημένος, περιμένοντας, ίσως, κάποια πιο αληθοφανή εξήγηση.
- Μπα, δεν κατάλαβα καλά, μουρμούρισε ο άντρας, η γυναίκα μου όμως πρέπει να ξέρει τι συμβαίνει. Σίγουρα. Πάμε να την ρωτήσουμε. Και μετά από μία μικρή διακοπή γεμάτη σημασία, είναι στο δωμάτιό της, ξαπλωμένη, είπε. Δεν σηκώθηκε καθόλου σήμερα το πρωί.
Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. ΄Όλα του φαίνονταν πιο εύκολα τώρα, ήταν πιο ψύχραιμος, πιο αποφασιστικός.
- Αν θες, θέλω να πω αν δεν σε πειράζει, μπορούμε να πάμε να την ρωτήσουμε την ίδια. Αυτή θα ξέρει σίγουρα.
Αυτό ήταν, πάει, τελείωσε. Ο κυρ-Αντώνης ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση, σαν να έφυγε κάποιο ασήκωτο βάρος από πάνω του και να λευτερώθηκε για πάντα απ’ αυτό. Ο υδραυλικός δεν έφερε αντίρρηση, ήταν όμως βέβαιο πως δεν είχε καταλάβει ακόμη το βαθύτερο νόημα της πρότασης του νοικοκύρη του σπιτιού!
-------------------------------------
Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. ΄Ένα μικρό δωμάτιο στην πραγματικότητα με το διπλό κρεβάτι στη μέση, μισοσκότεινο γιατί οι κάπως βαριές κουρτίνες που κρέμονταν στο μοναδικό του παράθυρο εμπόδιζαν το φως της ημέρας να εισχωρήσει στα ενδότερα, όπως θα συνέβαινε σ’ ένα φυσιολογικό σπίτι. Τα λιγοστά έπιπλα που πλαισίωναν το κρεβάτι –μία ντουλάπα, ένα μικρό κομοδίνο μ’ ένα πορτατίφ αναμμένο, δυο τρεις καρέκλες κι ένα μικρό παιδικό κρεβατάκι στη γωνία, στρωμένο προσεκτικά για το μωρό που δεν έλεγε να έρθει- έδιναν έναν απειροελάχιστο τόνο ζεστασιάς στο κατά τα άλλα ψυχρό υπνοδωμάτιο του κυρ- Αντώνη και της γυναίκας που μαράζωνε.
Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ολόγυμνη, μ’ ένα λευκό σεντόνι ριγμένο αφρόντιστα πάνω στο κορμί της. Τα μάτια της, στυλωμένα σε κάποιο σταθερό σημείο της οροφής, δεν έβλεπαν σχεδόν τίποτα, γι’ αυτό και δεν γύρισαν να τους κοιτάξουν. Από μια μικρότατη όμως, σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση που έκανε κατάλαβαν ότι τους ένιωσε που εισχώρησαν απρόσκλητοι στο μικρόκοσμό της. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να καλύψει ένα μικρό έστω μέρος της γύμνιας της, να τηρήσει κάπως τα προσχήματα και την κοινωνική δεοντολογία, σημάδι αδιάψευστο πως δεν την ενδιέφερε τίποτα πλέον στη ζωή, όπως και το κάθε τι μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. ΄Έδειχνε εντελώς φυσικά ότι ακόμα και η ξένη ανδρική παρουσία την άφηνε παγερά αδιάφορη. Ο κυρ-Αντώνης ήταν κατακόκκινος απ’ τη ντροπή του, αλλά εκεί που είχαν φτάσει πια τα πράγματα, το ένιωθε κι ο ίδιος, δεν υπήρχε οδός επιστροφής. Παραμερίζοντας, λοιπόν, κάθε ίχνος ντροπής, επιστράτευσε όσες δυνάμεις διέθετε σε εγρήγορση ακόμη εκείνη τη στιγμή και της μίλησε με ύφος προσποιητά αδιάφορο, κεκεδίζοντας ελαφρά για πρώτη φορά, ίσως, στη ζωή του.
-Αγάπη μου, της είπε, ο νεαρός από δω ήρθε για να φτιάσει τη βρύση που δεν λειτουργεί. Τι λες κι εσύ, καλά δεν έκανα και τον κάλεσα;
Τον κοίταζε αδιάφορα, αλλά συγχρόνως και με μία ελαφριά δόση μίσους και απέχθειας. Ένιωσε μια μαχαιριά στο στομάχι. Τέτοια περιφρόνηση, τόσο μίσος δεν το άξιζε πραγματικά. Ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό που μπορούσε να αντέξει. Για αυτόν που της τα παρείχε όλα. Στη ζωή της; Όλα; Τέλος πάντων, εκτός από ένα. Που για εκείνο ακριβώς όμως φρόντιζε τώρα. Ήταν πολύ μεγάλη η αχαριστία της, έτσι ένιωσε εκείνη τη στιγμή, όμως συγκρατήθηκε και με τον πιο φυσικό τρόπο γύρισε στον υδραυλικό και, «θα σου είμαι ιδιαίτερα υποχρεωμένος», του είπε, «αν χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση…»
Η φωνή του του κόπηκε στη στιγμή. Τα λόγια ήταν πλέον περιττά. Ο νεαρός είχε μπει για τα καλά στο νόημα της πρωινής του πρόσκλησης, ίσως να του είχε συμβεί κι άλλη φορά κάτι τέτοιο, σε τόσα σπίτια που έμπαινε καθημερινά, και με αργές, σίγουρες και σταθερές κινήσεις, είχε αρχίσει να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του. Το γεροδεμένο του κορμί φάνταζε γεμάτο υποσχέσεις στο μισοσκόταδο του δωματίου.
- Ναι, αυτό… κάτι πήγε να προσθέσει ακόμη ο κυρ-Αντώνης, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, τέλειωσε αμέσως την κουβέντα του προτού καν την αρχίσει. Ο νεαρός, ολόγυμνος πια, είχε ρίξει με ορμή το κορμί του πάνω στη γυναίκα που τον αγκάλιασε βίαια, ύστερα από μία μικρή στιγμή απορίας και περίσκεψης ή, ίσως, και έμφυτου δισταγμού. Χμ! έκανε ο κυρ-Αντώνης, αυτό βέβαια θα πρέπει να μείνει μεταξύ μας. Ήταν ψύχραιμος πια και γι’ αυτό οι λέξεις του έδειχναν μία ιδιαίτερη βαρύτητα έτσι όπως έβγαιναν αργά και μελετημένα από το στόμα του. Ζούμε σε μια κοινωνία, βλέπεις, που το μόνο που ξέρει είναι να βρίσκει τα κουσούρια ή τις αδυναμίες του άλλου, να τα σχολιάζει με ευχαρίστηση και να τον περιγελάει.
Ο νεαρός δεν του έδωσε πλέον καμία σημασία, δεν ήταν, άλλωστε, ώρα για συζήτηση ή για διαφωνίες. Εξάλλου είχαν αρχίσει οι πρώτοι ερωτικοί σπασμοί της γυναίκας που έδειχνε να ζωντανεύει πραγματικά και όλη η προσοχή του στράφηκε εκεί όπου κάποια καινούρια πνοή φαινόταν ότι εισχωρούσε με βιαιότητα στα νεκρωμένα κύτταρά της και τα αναζωογονούσε, σημάδι αδιάψευστο ότι η ζωή ξανάρχιζε γι’ αυτήν.
Ο κυρ-Αντώνης βγήκε έξω από το δωμάτιο με σκυμμένο το κεφάλι, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω του. Δεν είχε άλλωστε κανένα νόημα η παρουσία του εκεί για περισσότερη ώρα, ό,τι ήταν να κάνει το έκανε με επιτυχία και τώρα έβλεπε καθαρά τα αποτελέσματα, θα γινόταν εκείνο που ποθούσαν τόσο πολύ και οι δύο, θα αποχτούσαν, ίσως, ένα παιδί, φτάνει, φυσικά, ο υδραυλικός να έδειχνε την ίδια κατανόηση μέχρι το τέλος και να ήταν καρπερός και φυσικά, για την ηρεμία της γυναίκας, να συνέχιζε τις επισκέψεις του, με το αζημίωτο βέβαια, για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαζόταν ακόμη.
Ξάπλωσε πάλι στην ίδια πολυθρόνα, όπως και πριν που περίμενε τον νεαρό, τώρα όμως ήταν ήρεμος, χωρίς αγωνίες και περιττές βασανιστικές σκέψεις. Άναψε ένα ακόμη τσιγάρο, ελπίζω να μην το ξαναρχίσω, μονολόγησε και, τραβώντας βαθιές ρουφηξιές, άφησε να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του ένα πλατύ χαμόγελο που σιγά σιγά μεγάλωνε, τόσο που σε λίγο το σκέπασε ολόκληρο. Επί τέλους, μπορούσε πια να ξαποστάσει, και συνάμα να αναγκάσει τα ταραγμένα του νεύρα να ηρεμήσουν για πάντα»!
------------------------------------------------------------------------------
Αυτή είναι λοιπόν η ιστορία που άκουσα από το στόμα κάποιου άλλου, ενός από τους φίλους που μου έχουν απομείνει ακόμη και σας την αφηγούμαι κι εγώ, με τη σειρά μου, γιατί τη βρήκα άκρως ενδιαφέρουσα, γουστόζικη και ελκυστική. Και, φυσικά, διδακτική γιατί, όπως μου είπε στη συνέχεια ο συνομιλητής μου, αυτός ο παράξενος, ο ανεκδιήγητος, ο ανομολόγητος, θα έλεγα, έρωτας συνεχίστηκε για κάμποσο καιρό ακόμη, με κοινή συμφωνία των ενδιαφερομένων μερών και έφερε σπουδαία και μάλιστα τα επιθυμητά από όλους αποτελέσματα γιατί, πέρα από την ψυχική ηρεμία που χάρισε στην κυρία του σπιτιού και την ευτυχία που τους πρόσφερε απλόχερα, αυτήν που τόσο λαχταρούσαν οι δύο σύζυγοι, αλλά δεν μπορούσαν να τη βρουν από μόνοι τους, ένα παιδί δηλαδή, δικό τους, έστω και κατά το ήμισυ, που έσβησε πάραυτα κάθε αίσθημα δυστυχίας και απογοήτευσης από τη ζωή τους. Έτσι ήταν εντελώς φυσικό, από τη στιγμή αυτή και μετά, η ζωή του ζευγαριού να ξαναγίνει όπως ήταν στην αρχή της γνωριμίας τους, όταν είχαν την προσμονή και τις ελπίδες τους στο μέλλον, ενώ ο νεαρός υδραυλικός κατάφερε να επιλύσει έτσι κάποια οικονομικά, και όχι μόνο, μικροπροβλήματα που είχε στη ζωή του την εποχή εκείνη. Οπότε, να πω επιπλέον κι εγώ με τη σειρά μου πως όλοι οι ήρωες της διηγήσεως που μόλις ακούσατε, έπλεαν, κατά το κοινώς λεγόμενος, σε πελάγη ευτυχίας από τη στιγμή εκείνη και μετά; Μεγάλη κουβέντα, θα μου πείτε, αλλά θα την πω. Γιατί όχι! Ποιος μπορεί να αντικρούσει τα λεγόμενά μου και γιατί; Με πραγματικά επιχειρήματα δηλαδή και μετά λόγου γνώσεως των γεγονότων; Η ευτυχία, όντως, δεν χρειάζεται πολλά για να αποκτηθεί. Οι δρόμοι είναι πολλοί για να γίνει αυτό, σήμερα είδαμε έναν μόνον από αυτούς, λίγο ανορθόδοξο, βέβαια, αλλά απολύτως αποτελεσματικό.
(Από το περιοδικό «Δέκατα», τεύχος 60, Χειμώνας 2019, σελ. 100-110.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου