Είπαμε και δεν ξελέμε, Η Ανδραβίδα είναι η δεύτερη πατρίδα μου, οπότε της χρωστάω πολλά. Αλλά κι αυτή όμως μου χρωστάει...Έτσι δεν είναι Μυλωνάκη; [1]
Επανέρχομαι λοιπόν, πράγμα που θα πάρει άλλη μορφή και θα κορυφωθεί με την έκδοση οσονούπω του βιβλίου μου "Ανδραβίς & Ανδραβιδαραίοι ΣΤΟΥΦ". Βλέπετε από την πολλή κορονοϊοποίηση όλα πάνε πίσω...
[.....Τότε λοιπόν στην πόλη υπήρχαν τρία οινοπωλεία, καπηλειά: Του Φωτάκη, του Τούρλα και του Λάγαρη του Τάκη. Ήταν τα στέκια των
βαρελοφρόνων με την ίδια εικόνα που είχαν εκείνα τα «καταγώγια» της Τρούμπας. Η
διακόσμηση λιτή, απλή, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν. Από τη μια μεριά βαρέλια με κράσο
και από την άλλη πάλι βαρέλια. Ήταν τοποθετημένα στη σειρά σαν κεφάλια
κρεμμυδιών στην πλέχτρα. Στη μέση 4-5 τραπέζια μικρά με τις ψάθινες καρέκλες
τους. Προσέφεραν απαρεγκλίτως μόνον
κράσο στα κλασικά μπρούτζινα καραφάκια, κατοστάρια - διακοσοπενηντάρια και μισόκιλα, τα
θρυλικά κατρούτσα. Δεν διέθεταν τίποτα για μάσα, εκτός καμιά φορά εάν έπαιρναν οι ίδιοι οι βαρελόφρονες ένα γουλί από τη γωνία ή το είχαν φέρει μες στην τσέπη
τους απ’ το σπίτι. Για να λέμε και του στραβού το δίκιο καμιά φορά τηγάνιζαν κανά φελί μπακαλιάρο, οπότε μαζί με το κρεμμύδι τα κατρούτσα άδειαζαν το ένα
μετά το άλλο. . Το ωραίο μαζί και μοναδικό ήταν ότι τα κρασοκουτούκια άνοιγαν και λειτουργούσαν μπορούμε να πούμε
όλη την ημέρα και κάθε μέρα. Δεν υπήρχε ούτε αργία, ούτε γιορτή. Απεναντίας τις γιορτινές μέρες έκαναν και περισσότερη δουλειά. Κλειστά έμεναν μόνο μια-δυο μέρες το χρόνο, στα γενέθλια του Διόνυσου.
Φυσικά υπήρχαν κι άλλα γεγονότα που έδιναν το μοναδικό ίσως Ανδραβιδαραίικο χρώμα.
Αλλά όπως λένε με τη σειρά τους παρά τον παρά τους....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου