theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Ο παλιόγυφτος


Χτικιάρης και κοντοπίθαρος, μια χαψιά μπόι, ίσα που τον πιάνει το μάτι σου. Μαυριδερός, επιπροσθέτως, γύφτος σωστός. Και μπάσταρδος παραστρατημένης καλογριάς από πάνω. Κι αρρωστιάρης· τον βασανίζει η φθίση από νεαρή ηλικία. Το εν γένει παρουσιαστικό του απογοητεύει, δείχνει πως ο κάτοχός του δεν προορίζεται για τα υψηλά και τα σπουδαία. Κι όμως, στα μάτια του τρεμοπαίζει μια παράξενη φλόγα, που, αν την προσέξεις καλά, μετατρέπεται σε πυρκαγιά· μαρτυρά μεγαλείο ψυχής και μυαλό κοφτερό σαν λεπίδι. Τη διακρίνει πρώτος ο Κατσαντώνης και δεν λαθεύει. Τον δέχεται στην ομάδα του, ανάμεσα στ’ ανήμερα θεριά, τα παλικάρια του, και γρήγορα εξελίσσεται στον πρώτο των πρώτων.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, διότι όντως περί του Καραΐσκου πρόκειται, αντικρίζει το φως σαν σήμερα, το 1782. Εκτός απ’ τον πατέρα του, δεν είναι εξακριβωμένος ούτε ο τόπος της γέννησής του. Ερίζουν η Σκουληκαριά Αρτας και το Μαυρομμάτι Καρδίτσας. Γίνεται σαΐνι στον κλεφτοπόλεμο, πλάι στον πρωτοκαπετάνιο των Αγράφων. Μετά τον θάνατό του, καταφεύγει στα Γιάννενα, στον Αλή Πασά, που τρέφει κι αυτός ιδιαίτερη αδυναμία στον μούλο. Το παρακάτω περιστατικό είναι εύγλωττο: Χορεύει κάποτε στα κλαρίνα ο Γιώργης, όταν εμφανίζονται οι βαστάζοι με το φορείο του Βελή, δευτερότοκου γιου του Αλή. Τα όργανα σιγούν πάραυτα, αφού λογίζεται προσβολή να γλεντούν οι ραγιάδες ενώπιον των αφεντάδων τους. Δεν πτοείται ο Καραϊσκάκης και γνέφει να συνεχίσουν. Σέρνει ο ίδιος το χορό, καθώς ο Βελής βγάζει το κεφάλι του απ’ τις βελουδένιες κουρτίνες για να σωφρονίσει τον ασεβή.

Υπολογισμένες ώς την έσχατη λεπτομέρεια οι φιγούρες του απείθαρχου χορευτή, που αδράζει την ευκαιρία να επιδείξει περίτεχνο καβάδι. Οπως σηκώνεται στον αέρα για να χτυπήσει με την ξανάστροφη τη φούντα του τσαρουχιού, μοστράρει όλως τυχαίως τα «κολοκύθια» του στη μάπα του Τουρκαλβανού. Το καλοκαίρι, βλέπεις, δεν φορούσαν βρακιά κάτω απ’ τις φουστανέλες. Εξαλλος ο Βελής ζητάει απ’ τον πατέρα του το κεφάλι του βλάσφημου. «Τι του ’φτιασες, μπρε, και θέλει να σε φάει ζωντανό;», τον ρωτά ο Αλής. «Να, παρεξήγησε μάλλον ένα τσάκισμα του χορού μου», λέει και επαναλαμβάνει αυτούσια τη φιγούρα στο πρόσωπο του πασά. «Αφερίμ, παλιόγυφτε. Μ’ έκανες και γέλασα», τον αθωώνει με συνοπτικές διαδικασίες.

Ιστορείται με θαυμασμό ο «παραληρηματικός βωμολοχικός λόγος» του ήρωα. «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω/ μα εγώ, πασιά μου, ρώτησα τον μπούτζον μου τον ίδιον/ κι αυτός μου αποκρίθηκε ευθύς να πολεμήσω», απαντά σε αντίπαλο που του ζητά να συνθηκολογήσει. Τον δικάζουν κάποτε προς συνετισμό οι προύχοντες του Αγρινίου. «Γιατί βρίζεις, ορέ;», του κάνει ο γηραιότερος. «Το ’χω χούι», απολογιέται τάχατες. «Σαράντα χρόνων άντρας και δεν μπορείς να κάνεις ζάφτι το χούι σου», αποκρίνεται εκείνος. «Κι εσύ κοντεύεις ογδόντα κυρ Πάνο και το χούι να γκαστρώνεις τσούπρες δεν το ’κοψες», τον αποσβολώνει. «Σεβαστή διοίκησις, παίζει ο μπούτζος μου τρουμπέτες, παίζει και τουμπλέκια», προειδοποίησε κάποτε στον Μαυροκορδάτο.

   Δημ.Μανούρης// EFSYN

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου