Είναι το καλύτερο αφιέρωμα για το 1821 που έχω διαβάσει
ΤΆΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΕΦ-ΣΥΝ
Tο βιβλίο που καθόρισε τη δημόσια
συζήτηση για το Εικοσιένα τα τελευταία εκατό χρόνια δεν γράφτηκε από
επαγγελματία ιστορικό, αλλά από έναν μαρξιστή δημοσιογράφο. Αναφερόμαστε φυσικά
στην «Κοινωνική σημασία της επαναστάσεως του 1821» του Γιάνη Κορδάτου,
διευθυντή τότε του «Ριζοσπάστη» και ηγετικού στελέχους του ΣΕΚΕ, που
κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1924. Παρθενική εφαρμογή της θεωρίας του ιστορικού
υλισμού στην εγχώρια ιστοριογραφία, ερμήνευσε την ελληνική επανάσταση όχι σαν
κορύφωση προαιώνιων εθνικών πόθων ή σαν ατομικό επίτευγμα κάποιων υπερανθρώπων,
αλλά ως απόρροια συγκεκριμένων κοινωνικών μετασχηματισμών, των αντιθέσεων που
αυτές γέννησαν και των συνακόλουθων μεταβολών στη συλλογική συνείδηση. η ιστοριογραφία του Εικοσιένα αναπτύσσεται στη σκιά αυτής της μεθοδολογικής τομής, άλλοτε διαπληκτιζόμενη μαζί της κι άλλοτε εμπλουτίζοντας (ή αμφισβητώντας δημιουργικά) τα επιμέρους πορίσματά της. Αμέσως μετά την έκδοση (και κυκλοφοριακή επιτυχία) του βιβλίου του, ο ίδιος ο Κορδάτος βρέθηκε ωστόσο αντιμέτωπος με τη μανία του εθνικόφρονος κατεστημένου και του ποιμνίου του.
Τη στοχοποίησή του από τον συντηρητικό Τύπο κι αντιδραστικούς διανοούμενους (όπως ο πρώην πρύτανης Νεοκλής Καζάζης), που έσπευσαν να συνδέσουν το «βλάσφημο» έργο με την υπό εξέλιξη «εθνοφθόρα» εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ακολούθησε μια απόπειρα δολοφονίας του (13/8/1924), ο παραλίγο αφορισμός του από την Ιερά Σύνοδο (Οκτώβριος 1924) και η κατάσχεση της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου από την παγκαλική δικτατορία (1925).
«Το έργον του Κορδάτου ήτο άξιον περισσοτέρας, της ης έτυχε παρά πολλών, δικαιοσύνης» - Παναγιώτης Πιπινέλης, «Πολιτική ιστορία της Ελλ. Επαναστάσεως» (1928)
Ακολούθησαν τρία απαντητικά έργα καθεστωτικών λογίων, που αντιπαρατέθηκαν στο σχήμα του Κορδάτου με διαφορετική το καθένα ιδεολογική σκευή, μεθοδολογία και πολιτικό πρόταγμα.
● Το πρώτο βιβλίο γράφτηκε από τον θεολόγο Παναγιώτη Τρεμπέλα, ιδρυτικό στέλεχος της «Ζωής», βάσει ειδικής απόφασης της Ιεράς Συνόδου, που ανέθεσε τη διακίνησή του στους κατά τόπους μητροπολίτες («Ο ιστορικός υλισμός εξ επόψεως φιλοσοφικής», Εν Αθήναις 1925). Αν και η εντολή αφορούσε την αποδόμηση του Κορδάτου, ο συγγραφέας του αφιέρωσε μόλις 9 από τις 80 σελίδες, προτιμώντας να επικεντρώσει τα πυρά του στον μαρξισμό (και τον... δαρβινισμό) εν γένει. Η κριτική του βιβλίου αποκαλύπτει άλλωστε περίτρανα την ασχετοσύνη του εντεταλμένου θεολόγου, που αδυνατεί λ.χ. να καταλάβει γιατί οι εφοπλιστές των νησιών είναι αστοί και όχι φεουδάρχες! Επί της ουσίας, περιορίζεται σε μια ακροτελεύτια, ηθικοπλαστική απόφανση: «Οιοιδήποτε και αν υπήρξαν εκείνοι, οίτινες, από τούτο ή εκείνο το κίνητρον ορμώμενοι, έστω και χθαμαλόν, έστω και υλιστικόν, επί τέλους εισέφερον ου μόνον εις κόπους αλλά και εις χρήμα και εις αίμα διά την απελευθέρωσιν της γωνίας ταύτης, εν τη οποία τόσον ησύχως αλλά και τόσον αυθαιρέτως ημείς οι νεώτεροι φιλοσοφούμεν», οφείλουμε να τους «ευγνωμονούμεν» και να μην τους «κρίνομεν εκ του ασφαλούς», αφού πάλεψαν για την «παγίωσιν μιας καταστάσεως τοσούτον συμφερούσης εις ημάς» (σ. 80). Σαφέστερη παραδοχή της αδυναμίας να αντικρουστούν τα πορίσματα «της νεοφανούς ταύτης συγγραφής» δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει.
● Το δεύτερο βιβλίο εκδόθηκε το 1927 στο Παρίσι από τον δημοσιογράφο και φοιτητή τότε εκεί, Απόστολο Δασκαλάκη. Τιτλοφορούνταν «Τα αίτια και οι παράγοντες της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» και έθετε -κι αυτό- ως διακηρυγμένο στόχο του την αντίκρουση του ιστορικού υλισμού. Κεντρική ιδέα του, διατυπωμένη από την πρώτη παράγραφο, ήταν πως το 1821 δεν υπήρξε «ούτε κοινωνικόν κίνημα, ως η μεγάλη Γαλλική επανάστασις, ούτε κίνημα ανεξαρτησίας, ως αι των Αμερικανικών κρατών, αλλά καθαρώς και αμιγώς φυλετικόν κίνημα» (σ. 5). Σε αντίθεση με τον Τρεμπέλα, ο συγγραφέας, ενώ αντιπαρατίθεται συνεχώς με τον Κορδάτο, αποφεύγει πάντως ακόμη και να τον κατονομάσει. Στα κατοπινά χρόνια θα διοριστεί καθηγητής της Φιλοσοφικής επί Μεταξά (1939), θα πρωτοστατήσει στη δίωξη του Κακριδή κατά την περίφημη κατοχική «δίκη των τόνων» (1943) και θα εξελιχθεί σε κεντρική φυσιογνωμία της μεταπολεμικής λόγιας εθνικοφροσύνης.
● Το τρίτο βιβλίο, που θα μας απασχολήσει αναλυτικά εδώ, κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά από τον ίδιο παρισινό εκδοτικό οίκο, με τίτλο «Πολιτική ιστορία της Ελλ. Επαναστάσεως». Συγγραφέας του ήταν ο διπλωμάτης Τάκης Πιπινέλης, «υποπρόξενος της Ελλάδος εν Παρισίοις» με νομικές και πολιτικές σπουδές στην Ελβετία και τη Γερμανία. Τις επόμενες δεκαετίες θα τον συναντήσουμε -ως Παναγιώτη, πλέον- διπλωματικό σύμβουλο της κυβέρνησης Τσαλδάρη (1933-35), πρέσβη στη Βουδαπέστη (1936-40), τη Σόφια (1940-41) και τη Μόσχα (1941-43), επικεφαλής του «Πολιτικού Οίκου» του βασιλιά Γεωργίου (1945), μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών επί Εμφυλίου (1947-1950), αντιπρόσωπο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952-53), άτυπο ηγέτη της ακροδεξιάς τάσης της ΕΡΕ (1958-63), υπουργό Εμπορίου του Καραμανλή (1961-63), προσωρινό πρωθυπουργό (1963) και υπουργό Εξωτερικών της χούντας, από τις 20/11/1967 μέχρι τον θάνατό του (19/7/1970).
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους, ο Πιπινέλης δεν υπερασπίζεται το ρομαντικό και εξιδανικευτικό αφήγημα για την Εθνεγερσία που είχαν επεξεργαστεί οι ιστορικοί του προηγούμενου αιώνα. Η προσέγγισή του υιοθετεί απεναντίας ερμηνευτικά εργαλεία του μαρξισμού, σκιαγραφώντας την ιστορική εξέλιξη ως απόρροια (μέχρι ένα σημείο, τουλάχιστον) της πάλης των τάξεων. Τα ευρήματά του συμπίπτουν έτσι συχνά μ’ εκείνα του κομμουνιστή συγγραφέα, πράγμα που δεν διστάζει να αναγνωρίσει ρητά. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ταυτίζονται και τα τελικά συμπεράσματά τους.
Ενώ ο Κορδάτος βλέπει στο Εικοσιένα την κινητοποίηση και πολιτική επικράτηση του ελληνικού αστισμού, μια εξέλιξη δηλαδή προοδευτική για την εποχή της αλλά ξένη προς τις ανάγκες του σύγχρονου προλεταριάτου των ημερών του, ο Πιπινέλης το ερμηνεύει σαν μια χαώδη κατάσταση που οδήγησε νομοτελειακά στη (διαχρονικά «ιδεώδη») λύση της απόλυτης μοναρχίας!
Η μεθόδευση αυτής της κατάληξης και ιδίως η «αντιολιγαρχική» (αλλά βαθιά αντιδραστική) επένδυσή της παραμένουν άκρως επίκαιρες. Ας τις δούμε, λοιπόν, από κοντά.
«Αλληλομισούμεναι τάξεις»
Το αγροτικό ζήτημα, ο διαχωρισμός δηλαδή μεταξύ ιδιοκτητών και καλλιεργητών της γης, υποδεικνύεται ευθύς εξαρχής από τον συγγραφέα ως «το κυριότερον οικονομικόν και πολιτικόν χαρακτηριστικόν της Τουρκοκρατίας» (σ. 11). Εμφανιζόταν δε με δυο μορφές. Η πρώτη ήταν ο «τουρκικός τιμαριωτισμός», η φυσική δηλαδή υποκατάσταση «των προκατόχων του τόπου» από τους Οθωμανούς, όταν «τα φραγκικά τιμάρια, ως και αι γαίαι των βυζαντίνων δεσποτών και τα αρχοντάρια των μεγάλων ελληνικών αρχοντικών οικογενειών περιήλθον κατ’ ανάγκην εις την εξουσίαν του τουρκικού δημοσίου» (σ. 11), που τα διένειμε στους σπαχήδες του.
Ομως «η αντίθεσις του τουρκικού τιμαριωτισμού προς τους δουλοπαροίκους δεν εξαντλεί ολόκληρον το αγροτικόν πρόβλημα της εποχής. Υπήρχε και η ολιγαρχία των ελλήνων μεγαλοκτηματιών» (σ. 18), ο «ελληνικός κοτζαμπασιδισμός» - απόρροια, επίσης, της οθωμανικής κατάκτησης: «Οπου ο γηγενής πληθυσμός δεν αντέταξε πολεμικήν αντίστασιν αι κτηματικαί περιουσίαι έμειναν σεβασταί [...] Η ύπαρξις της μεγάλης αυτής ιδιοκτησίας, συνδυασμένη προς έν είδος κληρονομικής αρχοντίας μεγάλων οικογενειών συνδεομένων προς αλλήλας διά συγγενείας ως επί το πλείστον, και κυρίως διά των αυτών συμφερόντων, εδημιούργησε παρ’ αυτή φυσιολογικώς συνείδησιν κοινωνικής τάξεως, της οποίας οι πλόκαμοι μοιραίως συνεταυτίσθησαν μετά της τουρκικής αγροτικής ολιγαρχίας» (σ. 22). Μάλιστα, «οι κοτζαμπάσηδες είχον τόσον μεγάλην συνείδησιν της τάξεώς των, και τόσον πολύ η τάξις των συνέπιπτε μετά της λοιπής τουρκικής ολιγαρχίας, ώστε έφερον τα αυτά προς τους Τούρκους ενδύματα και εμιμούντο την εξωτερικήν αυτών εμφάνισιν» (σ. 23-4).
Στην αντίπερα όχθη βρισκόταν «ο πτωχός αγρότης ραγιάς, με την νοοτροπίαν της κληρονομικής δουλοπαροικίας και την πικρίαν της αγωνιώδους αγγαρείας τού ζην», οι βιοτικές συνθήκες του οποίου καθιστούσαν «τας δύο αυτάς τάξεις αδιαλλάκτως μισουμένας» (σ. 22-3). «Οι χωρικοί διαμαρτύρονταν διά τας πιέσεις των διαφόρων ισχυρών αρχόντων του τόπου. Η μεγίστη δε πηγή της δυσφορίας ταύτης ήτο η αυθαίρετος κατανομή των φόρων, ην η αγροτική ολιγαρχία είχε δικαιώματι της ιδιότητός της ως κοινοτικών αρχόντων» (σ. 25).
Στην αντίθεση αυτή, το οθωμανικό καθεστώς επιδείκνυε την αναμενόμενη ταξική μεροληψία: «Οι χωρικοί προσεπάθουν ενίοτε να καταφύγωσιν εις τας τοπικάς αρχάς διά να επιτύχωσιν ηπιωτέραν διοίκησιν εκ μέρους των κοτσαμπάσηδων. Και πράγματι πολλάκις ο δραγουμάνος του Μωρέως μεσολαβεί παρά τοις χριστιανοίς ολιγάρχαις υπέρ των χριστιανών ραγιάδων. Αλλά συνηθέστερον η επιρροή των κοτσαμπάσηδων ήτο τόσον μεγάλη παρά τη τουρκική διοικήσει, ώστε ούτε καν ακροάσεως ετύγχανον οι χωρικοί». Εξ ου και «έχομεν παραδείγματα στάσεων καθαρώς αγροτικού χαρακτήρος εκ μέρους του “κοινού ραγιά” κατά των αρχόντων, ιθαγενών και μη» (σ. 25-6). Φυσικά, «όταν οι χωρικοί δυσφορούντες έφθανον εις απόγνωσιν εκ των πιέσεων, αι δύο ολιγαρχίαι, η ιθαγενής και η τουρκική, θιγόμεναι εις τα αυτά συμφέροντα, έτεινον αυτομάτως προς αλλήλας χείρα συνεργασίας» (σ. 24).
Των ολιγαρχών οι κοινότητες
Σε αντίθεση με άλλους συντηρητικούς, ο Πιπινέλης δεν τρέφει την παραμικρή συμπάθεια για «των Ελλήνων τις κοινότητες», τους παραδοσιακούς αυτοδιοικητικούς θεσμούς της προεπαναστατικής περιόδου. Παραδέχεται, βέβαια, πως «οι Τούρκοι εσεβάσθησαν τους παλαιούς κοινοτικούς θεσμούς. Και τούτο ίσως είνε είς των λόγων διά τους οποίους η Τουρκική κατάκτησις, εκτοπίσασα τους Ενετούς, εγένετο δεκτή υπό του γηγενούς πληθυσμού μετά ποιάς τινος συμπαθείας».
Ξεκαθαρίζει, ωστόσο, ότι «το κοινοτικόν σύστημα της Τουρκοκρατουμένης Ελλάδος είχε συγχωνευθή μετά της αγροτικής ολιγαρχίας του τόπου»: «ουσία της τότε κοινωνικής και πολιτικής ζωής ήτο η υποτέλεια αυτής η οργανική και μοιραία εις την αγροτικήν ολιγαρχίαν» (σ. 30-2). Οι δημογέροντες, θυμίζει, εκλέγονταν «ουχί διά ψηφοφορίας, αλλά δι’ επιφωνήσεως υπό των μάλλον φορολογουμένων μελών της κοινότητος». Ετσι οι πλουσιότεροι και ισχυρότεροι προύχοντες «καθίσταντο εκ των πραγμάτων ισόβιοι και μάλιστα πλειστάκις κληρονομικοί, ως π.χ. οι Δεληγιανναίοι, οι Ζαΐμαι κ.λπ.» (σ. 32).
Οι αντιδράσεις σ’ αυτήν την κυριαρχία δεν ήταν καθόλου σπάνιο να παρακάμπτουν τον εθνοθρησκευτικό διαχωρισμό, όπως στο παρακάτω παράδειγμα: «Το 1815 εκρύγνηται στάσις εις τα Ψαρά [...]. Ο λαός, μη ανεχόμενος πλέον την διοίκησιν των ολιγαρχών, ζητεί την προστασίαν του Καπετάν Πασσά, εις όν υπήγοντο και τα Ψαρά. Τη επεμβάσει δε τούτου απεφασίσθη όπως του λοιπού εκτός των 4 δημογερόντων ολιγαρχών εκλέγηται υπό του λαού και είς διοικητής, όστις θα μετείχε της κυβερνήσεως. Τοιούτος δε εξελέγη ο Αναγνώστης Μοναρχίδης, παραμείνας μέχρι και της πρώτης Βασιλείας», την έλευση δηλαδή του Οθωνα (σ. 26).
Κραιπαλώδεις ποιμένες
Με ακόμη ζοφερότερα χρώματα σκιαγραφείται ο δεύτερος πυλώνας του προπολεμικού Γένους, η ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική ιεραρχία. Αν «αι πρόσοδοι του κατωτάτου κλήρου, λιταί και ολιγαρκείς, επλησίαζον αυτόν εις την οικογενειακήν στέγην του χωρικού» (σ. 36), το ακριβώς αντίθετο ίσχυε για τους αρχιερείς και το Πατριαρχείο: «Το τμήμα τούτο του κλήρου έζη υπό συνθήκας πολιτικάς τοιαύτας, ώστε να μη δύναται να ακολουθήση την ζωήν του έθνους. Αγροτικώς φεουδαρχικός εις την επαρχίαν, με την μεγάλην αγροτικήν περιουσίαν του και τα χρηματικά έναντι του Πατριαρχείου βάρη του, πολιτικώς ραδιούργος και διπλωματικός εις την Κωνσταντινούπολιν [...], δεν ήτο δυνατον ειμή ολίγον κατ’ ολίγον να διολισθήση μακράν της εθνικής συνειδήσεως» (σ. 38).
Μετά την οθωμανική κατάκτηση, υπενθυμίζεται, «ανεγνωρίσθη το πλείστον μέρος των εκκλησιαστικών κτημάτων, τα οποία κατ’ άλλους απετέλουν το 1/3, κατ’ άλλους το 1/4 της γης της βυζαντινής αυτοκρατορίας. [...] Πλην τούτων υπήρχεν και το δικαίωμα επιβολής ειδικής εκκλησιαστικής φορολογίας συνισταμένης, πλην των εκτάκτων εκκλησιαστικών εισφορών, εις 12 άσπρα ανά εκάστην οικογένειαν και ένα φλωρίον ανά έκαστον ιερέα, προς όφελος του Πατριάρχου και έτερα τόσα προς όφελος του Αρχιερέως» (σ. 35). Ως εκ τούτου, «μία πνιγηρά ατμόσφαιρα μηχανορραφίας και υπουλότητος, συσκοτιζομένη έτι μάλλον από την βαθείαν αμάθειαν των πλείστων αρχιερέων, εξέθρεψε μίαν κληρονομικήν διανοητικήν και ψυχικήν αθλιότητα επί των ανωτάτων κορυφών της Εκκλησίας» (σ. 39). Οταν δε «το Πατριαρχείον υπό την κραιπαλώδη αυτήν διαχείρισιν περιέπεσεν ταχέως εις χρεωκοπίαν», τον λογαριασμό κλήθηκε να πληρώσει το ποίμνιό του - με τις συνήθεις, και εδώ, μεθόδους:
«Οι χωρικοί φυσικώς εδυσφόρουν διά τούτο και ούτω επροκαλούντο συχνά προστριβαί και στάσεις. Τότε οι μητροπολίται κατέφευγον εις την τουρκικήν εξουσίαν διά να λάβωσι την βοήθειάν της εναντίον των χωρικών. [...] Τα έσοδα των μητροπολιτών εισεπράττοντο μετά τοσαύτης βιαιότητος πολλάκις, ώστε συχνά οι χωρικοί κατέφευγον προς την τουρκικήν εξουσίαν ήτις παρενέβαινε υπέρ αυτών εις τα Πατριαρχεία» (σ. 42-3). Τα όρια αυτής της διεξόδου ήταν όμως οφθαλμοφανή: «Ο πασσάς και ο δεσπότης είχαν κοινά συμφέροντα και ο μεν εβοήθει τον δε εις τας εισπράξεις του και την περιστολήν παντός κινήματος δυσαρεσκείας, ενώ ο δεσπότης εχρησιμοποίει την ηθικήν του επιβολήν διά να συγκρατή εν γαλήνη τους υπηκόους της Πύλης» (σ. 43).
Απόρροια της παραπάνω συνεργασίας υπήρξε η ταύτιση του Πατριαρχείου με το οθωμανικό καθεστώς: «Πολλάκις έχομεν περιπτώσεις, καθ’ ας τα Πατριαρχεία ενεφανίσθησαν ως υπέρμαχα της διατηρήσεως της κρατούσης τάξεως πραγμάτων εν τη οθωμανική επικρατεία, φθάσαντα και μέχρι καταπολεμήσεως πάσης επαναστατικής εκδηλώσεως του υποδούλου ελληνισμού» (σ. 43). Σε αυτό συνέβαλε επίσης «η συνεργασία της ανωτάτης ελληνικής υπαλληλικής αριστοκρατίας, ήτις περιπεσούσα εις χείρας των Φαναριωτών, είχε καταστή στήριγμα ισχυρόν και πεφωτισμένον της κρατούσης αυτοκρατορίας». Αρχιερείς και Φαναριώτες συγκροτούσαν «την ιθύνουσαν πολιτικώς τάξιν του ελληνικού κόσμου, κοινώς μισητήν υπό του μακράν αυτής δεινοπαθούντος λαού» (σ. 44).
«Οταν λοιπόν ήρχισεν ο αγών της ανεξαρτησίας», διαπιστώνει ο Πιπινέλης, «ο ανώτατος κλήρος και οι Φαναριώται ού μόνον δεν παρηκολούθησαν τας πρώτας ορμητικάς εξάρσεις του πατριωτισμού αλλά και ηγωνίσθησαν να σταματήσουν το πεπρωμένον [...] Εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν της εθνικής αποφασιστικότητος, ο κλήρος ετάχθη κατά το πλείστον αυτού υπέρ της διατηρήσεως της κρατούσης τάξεως πραγμάτων, και κατ’ αναγκαίαν των πραγμάτων συνοχήν υπέρ της τουρκικής κυριαρχίας» (σ. 45).
Ακολουθούν συγκεκριμένα παραδείγματα, με ύψιστο τη στάση του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ απέναντι στην επανάσταση: «Με σθένος και με πείσμα ανέπτυξε όλην του την επιρροήν διά να σταματήση το κίνημα εις τας πρώτας του εκδηλώσεις. Αλληλοδιαδόχως στέλλει εγκυκλίους εις τους μητροπολίτας της επαναστατημένης Ελλάδος, καταδικάζων με τας πικροτέρας εκφράσεις και αφορίζων τους πρωτεργάτας του κινήματος. [...] Ο μαρτυρικός θάνατος πληροί την ζωήν του με ένα φωτοστέφανο αγιότητος. Αυστηρά όμως ιστορική ανάλυσις της δράσεώς του δεν επιτρέπει να δοθή εις τον θάνατόν του ο χαρακτήρ της εθνικής θυσίας, ως θέλει τούτο η ρωμαντική σχολή της ελληνικής ιστορίας. Πράξις τερορισμού προς συγκράτησιν μιας αναμοχλευομένης ανταρσίας, ως ορθώς παρατηρεί ο Κορδάτος, ο θάνατος του πατριάρχου δεν έχει παρά την ιστορικήν αξίαν μιας ασκόπου και αδικαιολογήτου βιαιότητος» (σ. 48-9).
Ληστές ή ήρωες;
Λιγότερο κατηγορηματικός αποδεικνύεται ο συγγραφέας απέναντι στους κλεφταρματωλούς - ως ενιαία κατηγορία, αφού «η ιστορία των ορεσειβίων αυτών πολεμιστών είνε μία αδιάκοπος μετάπτωσις από τον ρόλον του κλέφτου εις τον του αρματωλού και τανάπαλιν» (σ. 104).
«Ησαν πράγματι εθνικοί ήρωες, εμπνευσμένοι από το ιερόν πυρ του πατριωτισμού, όπως διδάσκει η επίσημος ρωμαντική ιστορία, ή απλοί λησταί ζητούντες εις τα όρη μίαν ζωήν ευκολωτέραν αρπακτικής ελευθερίας;», αναρωτιέται, για να προκρίνει τελικά τη μέση λύση: «Ησαν φύσεις μικταί, ιδιοσυγκρασίαι ορεσειβίων ληστών, αλλά συγχρόνως και ηρώων εθνικής καθαρώς εποποιίας», καθώς η δράση τους «είχε βεβαίως όλα τα στοιχεία του πνεύματος μιας ανυποτάκτου ληστρικότητος» αλλά ταυτόχρονα κι «ένα χαρακτήρα χριστιανικής κατ’ αρχάς, μέχρι του 2ου ημίσεως του 18ου αιώνος, καθ’ αυτό ελληνικής κατόπιν αντιδράσεως» (σ. 106-7).
«Η ζωή του κλέφτου, κράμα πνεύματος ανεξαρτησίας και επαναστημένης δυστυχίας, είχε και την προέλευσιν και τους πόθους της ζωής κοινούς με τα κατώτερα στρώματα του λαού», σημειώνει αλλού (σ. 28). «Τίποτε λοιπόν το παράδοξον αν πολλάκις εστρέφετο τόσον κατά της τουρκικής εξουσίας όσον και κατά της εξουσίας των αρχόντων του τόπου». Παρά τη λαϊκή συμπάθεια, αποφαίνεται πάντως με διπλωματική φρασεολογία, «οι ιδιαίτεροι όροι της ζωής αυτών [και] η ιδιότυπος αυτών ιδιοσυγκρασία ήτο μακράν του να παρέχη εγγύησιν τινά κατά της αυθαιρεσίας των αρχόντων» (σ. 29).
Νομιμόφρονες αστοί
Εκεί που ο Πιπινέλης διαφωνεί κάθετα με τον Κορδάτο είναι, όπως είδαμε, στη συμβολή της αστικής τάξης στην Εθνεγερσία. Το σχήμα του έχει εμφανείς ομοιότητες με την πολεμική που θα δεχτεί μερικά χρόνια αργότερα ο Κορδάτος από το ζαχαριαδικό ΚΚΕ διά χειρός Γιάννη Ζέβγου, αλλά και αξιοσημείωτες διαφορές. Αν το ΚΚΕ διεκδίκησε τελικά το Εικοσιένα ως ανολοκλήρωτη λαϊκή (και όχι αστική) επανάσταση, ο 29χρονος διπλωμάτης έμπασε τον αναντικατάστατο ρόλο της προσωπικότητας (του «μεγάλου δημεγέρτου») από την πίσω πόρτα της ταξικής ανάλυσης, προκειμένου να καταδείξει στη συνέχεια την «αναγκαιότητα» μιας μονοπρόσωπης, απολυταρχικής εξουσίας.
«Η αστική τάξις, ως τοιαύτη, εν Ελλάδι», υποστηρίζει, «δεν είχεν ανάγκην να εκδιώξη τους Τούρκους διά να “ανέλθη ως τάξις κοινωνική” και να κυριαρχήση», υποστηρίζει. «Εκυριάρχει ήδη οικονομικώς εντός του φεουδαρχικού τουρκικού κράτους και το ένστικτον της τάξεώς της δεν την ωδήγει ειμή προς εξασφάλισιν των υπαρχόντων, όπως εις πάσαν άλλην εποχήν το εμπόριον συσπειρούται εξ ενστίκτου γύρω από παν καθεστώς νόμιμον, είτε εθνικόν είτε μη, το οποίον εξασφαλίζει την “ομαλότητα” μιας κανονικής εξασκήσεως της κρατικής εξουσίας. Αυτή είνε η λειτουργία της αστικής τάξεως ως τάξεως» (σ. 94). Φιλική Εταιρεία και Ρήγας Βελεστινλής αποστερούνται έτσι την ιδιότητα των εκφραστών του παροικιακού αστισμού, αν και για τον δεύτερο ομολογείται πως «Ελληνες έμποροι μεταφέρουν από Βιέννης και Τεργέστης εις την Ελλάδα τα πυρπολικά άσματά» του (σ. 91).
Η διαφωνία κορυφώνεται όταν φτάνουμε στην πυροδότηση της επανάστασης: «Αστοί, πρόκριτοι των νήσων και προύχοντες του Μωρέως την αυτή εδείκνυον επιφυλακτικότητα, ώστε είνε ανακριβής η άποψις του Κορδάτου, ότι η αστική τάξις ώθησε προς την επανάστασιν ενώ η αγροτική ολιγαρχία ανθίστατο» (σ. 124). Τελικά, το ζήτημα κρίθηκε από «την πίστιν ολίγων εμπνευσμένων ανθρώπων» (σ. 128), με τον ξεσηκωμό να μη θεωρείται «πλέον ζήτημα τάξεως και συμφερόντων αυτής, αλλά υπόθεσις ανθρώπων ανωτέρου χαρακτήρος» (σ. 95). Ούτε Φιλική Εταιρεία ούτε επανάσταση θα υπήρχε «εάν εις τας κρισίμους, τελειωτικάς στιγμάς δεν ενεφανίζοντο ολίγαι εμπνευσμέναι και ανώτεροι ψυχαί, ο Σκουφάς, ο Παπαφλέσσας, ο Φωτήλας, οι οποίοι με την αφελή, αστήρικτον, τυχοδιωκτικήν ίσως πίστιν των εξεβίασαν τον δρόμον της ειμαρμένης» (σ. 129).
Η ολιγαρχία στην εξουσία
Τα πολιτικά όργανα που συγκροτήθηκαν μετά τις πρώτες επιτυχίες των επαναστατών καταγγέλλονται από τον Πιπινέλη σαν αναφανδόν ολιγαρχικά. Η Πελοποννησιακή Γερουσία απαρτιζόταν λ.χ. «από τους πλέον αυθεντικούς εκπροσώπους της αγροτικής και εκκλησιαστικής ολιγαρχίας», οπότε «η αγροτική ολιγαρχία από της πρώτης στιγμής της ελληνικής ανεξαρτησίας κατώρθωσε να κατακτήση την πολιτικήν εξουσίαν» (σ. 131-2).
Εντονη είναι ωστόσο η δυσφορία του και για το «ξενόφερτο» δημοκρατικό σύνταγμα της Επιδαύρου, που «εξεπονήθη υπό του Ιταλού Γαλίνα, μεταφυτεύσαντος εν αυτώ όλας τας απολύτους γαλλικάς θεωρίας, τας οποίας ελάχιστοι των παρισταμένων ηννόουν και αι οποίαι ήσαν προσφιλείς εις τους συρρεύσαντας τότε εν Ελλάδι πολυπληθείς νεαρούς επιστήμονας εκ των διαφόρων της Ευρώπης κέντρων» (σ. 163). «Η πραγματική εξουσία», αποφαίνεται, «εθεμελιώθη, παρά πάσαν εξωτερικήν νομικήν διατύπωσιν του συντάγματος, οριστικώς προς όφελος των προκρίτων» (σ. 164).
Χάρη στα εύφορα εδάφη της Πελοποννήσου, την «οργάνωσιν τινά φορολογικού συστήματος» και τη χρήση των εθνικών γαιών «ως υποθήκης διά την σύναψιν μεγάλων δανείων», οι μωραΐτες προύχοντες προσεταιρίστηκαν τους εφοπλιστές των νησιών, χρηματοδοτώντας τα έξοδα του στόλου τους (σ. 130). Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο συγκρούστηκαν «αφ’ ενός μέρους οι ολιγαρχικοί (πελοποννήσιοι και αστοί των νήσων) [και] από το άλλο μέρος τα λαϊκά στοιχεία μετά του στρατού και του Κολοκοτρώνη, ως καί τινων αποσχισθέντων ολιγαρχικών (Μεταξά, Πετρόμπεη, Σισίνη κ.λπ.)», έληξε έτσι με «πλήρη επικράτησιν» των πρώτων (σ. 168-9).
Την κατάσταση «περιέπλεξεν» ωστόσο η «αδιαλλάκτως τοπικιστική συγκρότησις της ελληνικής πολιτικής ζωής» (σ. 52), που ο συγγραφέας αποδίδει στον «απέραντον τεμαχισμόν όν επέφερεν η Φραγκική κατάκτησις» (σ. 59) αλλά και στη διαφορετική εθνοτική προέλευση επιμέρους μερίδων του χριστιανικού πληθυσμού, απόρροια του μεσαιωνικού σλαβικού εποικισμού της Πελοποννήσου (σ. 53-7) και «της αλβανικής εγκαταστάσεως» του 14ου αιώνα στη νότια Ελλάδα (σ. 64-6).
Το οθωμανικό καθεστώς προσαρμόστηκε «εις τας ανάγκας της τοπικής διαπλάσεως» (σ. 67) και πολλαπλασίασε αυτή την ποικιλομορφία, αναγνωρίζοντας μια πλειάδα ειδικών καθεστώτων και τοπικών προνομίων (σ. 67-74). Τα τελευταία καθιστούσαν συχνά δυσδιάκριτα τα όρια του εκμεταλλευτή και του υπό εκμετάλλευση: «Οι Σουλιώται [δεν;] επλήρωναν τους συνήθεις φόρους εις την Πύλην, αλλ’ αντιθέτως εισέπραττον ιδίους φόρους παρά των υποτελών χωρίων» (σ. 74).
Λόγω αυτού του κατακερματισμού, «μόλις εξέσπασεν η επανάστασις, εκάστη επαναστατημένη άκρα της Ελλάδος δημιουργεί ιδίαν διοίκησιν. [...] Οι νήσοι έχουσιν εκάστη ίδιον στόλαρχον και ιδίαν σημαίαν, συνεργάζονται δε κατ’ αρχάς ως σύμμαχοι μάλλον ή ως μέλη του αυτού έθνους. [...] Οι πολεμισταί ενός μέρους δυσκωλώτατα επολέμουν εις το άλλο» (σ. 75-7).
Ο δεύτερος εμφύλιος προσλαμβάνει έτσι «σαφώς τοπικόν, γεωγραφικόν χαρακτήρα», μπροστά στον οποίο «η δράσις τού καθαρώς λαϊκού στοιχείου συγχίζεται και χάνεται» (σ. 170). «Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα εξεχύθησαν εις όλην την Πελοπόννησον, ην ήρχισαν να μεταχειρίζωνται ως κατακτημένην χώραν» (σ. 173). Η κυβέρνηση του Υδραίου Κουντουριώτη επικράτησε χάρη στα λεφτά του αγγλικού δανείου (σ. 171-3), κατέρρευσε όμως μετά την πτώση του Μεσολογγίου (σ. 92-3).
Στο μεσοδιάστημα, «τα υγιέστερα και στερεώτερα πνεύματα της εποχής ήρχισαν να αναζητούν ένα ξένον ηγεμόνα προ του οποίου όλαι αι φιλοδοξίαι να υποκύψωσι» (σ. 181). Ο προσανατολισμός αυτός εξέφραζε κατά τον Πιπινέλη και την αρχική βούληση των επαναστατών, που νοθεύτηκε στην πορεία από ολιγάρχες και ξενόφερτους διανοούμενους (σ. 181-91).
Η «βασιλική λύσις»
Το πιο ενδιαφέρον τμήμα του βιβλίου αφορά τη διαχείριση του αγροτικού ζητήματος από την επανάσταση: «Οι μεγάλοι κοτζαμπάσηδες από της πρώτης στιγμής ήρχισαν να ζητούν την άμεσον εκποίησιν των τουρκικών κτημάτων», καθώς ήταν οι μόνοι που διέθεταν το αναγκαίο χρήμα για να τα αγοράσουν «εις εξευτελιστικάς τιμάς. Η αντίδρασις όμως των λαϊκών στοιχείων, μεθ’ ων ως επί το πλείστον συνειργάζοντο οι στρατιωτικοί, εξεδηλώθη από της πρώτης στιγμής ζωηρά και πεισματώδης». Η εκποίηση αποτράπηκε, αλλά «μύριοι πλάγιοι τρόποι ετέθησαν εις εφαρμογήν υπό της κυβερνητικής αγροτικής ολιγαρχίας προς υπεξαίρεσιν και κάρπωσιν των εθνικών γαιών» (σ. 133-4).
Επιστέγασμα της ταξικής αυτής ανάλυσης αποτελεί ωστόσο ο τονισμός της ανάγκης ηγέτη: «Πού να στραφή ο κοχλάζων αυτός λαός των καταδυναστευομένων; Διά να κινηθή είχεν ανάγκην να συνταχθή η δύναμίς του εις έν πρόσωπον, να υπαχθή εις αυτό και δι’ αυτού να διεξαγάγη τον αγώνα του κατά της φεουδαρχίας» (σ. 136)
Πρόκειται για το κομβικότερο σημείο, στο οποίο ο Πιπινέλης αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο «Η βασιλική λύσις του κοινωνικού προβλήματος» (σ. 137-153). Η μοναρχία προβάλλεται εκεί σαν ιδεώδης υπερταξικός διαιτητής και προστάτης του λαού απέναντι στους κοινωνικά ισχυρούς, με τη διαβεβαίωση μάλιστα πως «απανταχού εκ της φύσεως των πραγμάτων η βασιλική εξουσία στηρίζεται κατ’ εξοχήν εις τα λαϊκά στοιχεία αμοιβαίως ενισχυομένη υπ’ αυτών» (σ. 141). Διευκρινίζει όμως ταυτόχρονα πως «η ύπαρξις μιας αριστοκρατίας, ουχί πανισχύρου ως άλλοτε, αλλά πάντοτε σεβαστής διά του κύρους της και των παραδόσεών της, είνε στοιχείον απαραίτητον της ισορροπίας των εξουσιών», προκειμένου να εμποδιστεί «η τυραννία αφ’ ενός και το κοινωνικόν και πολιτικόν συνονθύλευμα μιας επαναστάσεως αφ’ ετέρου» (σ. 142).
Πηδώντας έναν ολόκληρο αιώνα, ο συγγραφέας προσγειώνεται κατόπιν στο 1928: «σήμερον», εξηγεί, την ολιγαρχία ενσαρκώνει «μία δύναμις πολύ πλέον ισχυρά και απόλυτος εις την κυριαρχίαν την και πολύ πλέον σκληρά και ανεύθυνος εις την τυραννίαν της, διότι είνε αφανής, ανώνυμος, ασύλληπτος: η πλουτοκρατία. [...] Υπό τον νομικόν πέπλον μιας ψευδούς πολιτικής ισότητος διεπλάσθη μία μικρά τάξις ανθρώπων εναλλασσομένων ίσως ως προσώπων, αλλ’ αναλλοιώτων πάντοτε ως τάξις, κάτοχος του κεφαλαίου, κινούσα και διέπουσα δι’ αυτού την οικονομικήν ζωήν του τόπου, κυριαρχούσα ούτω αφανώς είναι ανομολογήτως των πολιτικών εξουσιών» (σ. 145). Ζητούμενο δεν αποτελεί όμως η ουσιαστικοποίηση αυτής της «τυπικής» δημοκρατίας, όπως θα σκεφτόταν κάποιος εξ αριστερών αμφισβητίας, αλλά η επιστροφή της εξουσίας στους φυσικούς κατόχους της: «η θεμελίωσις μιας εξουσίας με το κύρος της απολύτου από των άλλων εξουσιών ανεξαρτησίας», η οποία «θα στηρίζεται επί της κληρονομικότητος, μακράν πάσης εξαρτήσεως εκλογής» (σ. 149-50). Ως πειστήριο επιστρατεύονται παρεμπιπτόντως ακόμη και τα διαβόητα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» (σ. 151).
Ενας, δυο, τρεις μονάρχες...
Πρώτος υποψήφιος μονάρχης, κατά τον Πιπινέλη, «ήτο ο [Δημήτριος] Υψηλάντης, εκπρόσωπος της Ανωτάτης Αρχής, μη ανήκων εις τάξιν τινά της ελληνικής κοινωνίας [...] Δι’ αυτού εζωντάνευε μία εθνική ελληνική βασιλική εξουσία, ανωτέρα των κοινωνικών τάξεων, αντλούσα την δύναμίν της απ’ ευθείας από την εθνικήν συνείδησιν και διά αυτό επαρκώς ισχυρά να αντιταχθή κατά της οργανωμένης αστικής και αγροτικής ολιγαρχίας και να ελευθερώση τον πολύν δυστυχισμένον λαόν» (σ. 136).
Ο παράκλητος όμως αποδείχθηκε τελικά απρόθυμος να εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο και «να αναγορευθή δικτάτωρ υπό του λαού και του στρατού» (σ. 155). «Δεν είχε την υφήν ενός μεγάλου αρχηγού και δι’ αυτό ούτε κατώρθωσεν ούτε καν επεδίωξεν να δημιουργήση μίαν ελληνικήν δυναστείαν υπό το σκήπτρον του. [...] “Απεδοκίμασε τας βιαιότητας”, ήρχισε πάλιν ν’ αλληλογραφή μετά των προκρίτων και να ανταλλάσση μετ’ αυτών σχέδια νόμων και συνταγμάτων, έως ότου αυτοί, ανασυνταχθέντες, κατώρθωσαν εν τέλει να τον υποσκελίσουν» (σ. 157).
Ακαρπη αποδείχθηκε και «η δευτέρα βασιλική προσπάθεια της ελευθέρας Ελλάδος», με την πρόσκληση του Καποδίστρια από την Εθνοσυνέλευση. «Υπό την βίαν των πραγμάτων διατελών, ο Καποδίστριας δεν ηδύνατο ή να ακολουθήση πολιτικήν καθαρώς μοναρχικήν. Κληρονόμος μιας εξαετούς επαναστατικής αναρχίας, ης ήτο η αναγκαία ιστορική κατάληξις, δεν ηδύνατο να εκπληρώση την δημιουργικήν αποστολήν της περισυλλογής και της συνθέσεως του αποσυντεθειμένου κράτους, ειμή δημιουργών ανεξάρτητον πειθαρχικήν κυβερνητικήν εξουσίαν» (σ. 198).
Ο Πιπινέλης επικροτεί έτσι τα αυταρχικά μέτρα του κυβερνήτη (διάλυση της εθνοσυνέλευσης, αναστολή του συντάγματος, κατάργηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, δημιουργία «κυβερνητικής καθαρώς δικαιοσύνης», θεσμική δυνατότητα ακύρωσης της εκλογής κάθε ανεπιθύμητου βουλευτή), όπως ακριβώς και τα φιλολαϊκά σχέδιά του για διανομή της γης (σ. 199-209). Του καταλογίζει, ωστόσο, μύρια όσα ελαττώματα: «παταγωδώς εγωιστής», «ησθάνετο και επεδείκνυε την περιφρόνησίν του προς τον κόσμον, εν μέσω του οποίου εκέκλητο να ζήση και απεκάλει τους κοτσαμπάσηδες Τούρκους, τους οπλαρχηγούς ληστάς και τους Φαναριώτας “αγγεία του Σατανά”» (σ. 210)· ξέπεφτε «εις πράξεις προσωπικής εκδικήσεως, εις μικρότητας αναξίας ενός ψυχραίμου εγκεφάλου» (σ. 211)· γέμισε χαφιέδες τον τόπο, με «μίαν απέραντον υπηρεσίαν κατασκοπίας» που «προεκάλει την αηδίαν, την απελπισίαν των πολλών» (σ. 212)· διόρισε σε δημόσιες θέσεις μισητά κατάλοιπα του παλιού καθεστώτος, όπως «ο περίφημος δήμιος του Αλή» Πασά, Θανάσης Βάγιας (σ. 213) κ.ο.κ. «Το έγκλημα της 22ας Σεπτεμβρίου 1831», η δολοφονία του δηλαδή, «ήτο η μοιραία λύσις του δράματος» (σ. 213).
Παρόμοιες επιφυλάξεις δεν σκιάζουν πάντως το ευτυχές τέλος του δράματος: την έλευση του Οθωνα. «Ερχόμενος έξωθεν, μη ων όργανον ουδενός, εμπνέων εις όλους εμπιστοσύνην», ο τελευταίος «ηδύνατο να υποτάξη διά της αόπλου επιβολής της γενικής αναγνωρίσεως, όλους τους τριβόλους του χωρισμού, της αυθαιρεσίας και του τοπικισμού» (σ. 219).
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο ξενόφερτος μονάρχης δεν επιβλήθηκε «αόπλως». Στηρίχτηκε στις λόγχες και την γκιλοτίνα του βαυαρικού στρατού κατοχής, τη μισθοδοσία του οποίου θα ξεπλήρωναν (μέσω ακόμη ενός δανείου) για δεκαετίες οι υπήκοοί του. Χάπι έντ, κατά κάποιο τρόπο. Για ποιους όμως;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου