theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

ΜΗΤΡΩΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΟΧΩΡΙΟΥ 1953

    Τη χρονιά εκείνη, το 1953 τέσσερα  χρόνια μετά τη λήξη του φοβερού Εμφυλίου, που οι πληγές ακόμα δεν είχαν κλείσει, [1] στο μικρό τότε χωριό είχαμε τα περισσότερα γεννητούρια. Γεννηθήκαμε 7 αγόρια και 6 κορίτσια.
    Σήμερα  διαλεχτοί κύριοι, ένας   και ένας,  πάρτε το όπως θέλετε, είτε τυχαία, είτε με αλφαβητική σειρά. Πλάκα ξεπλάκα κάπως έτσι είναι η πραγματικότητα.

   Λοιπόν   είμαστε οι:
  • ·       Νίκος Αντωνόπουλος [Χαράκιας, Όψιμος]
  • ·       Θεόδωρος Βλάμης [Ρίκος,  Σιρχάν]
  • ·       Νιόνιος Βλάχος [Γκέκος, Μπρέζνιεφ]
  • ·       Μήτσος Γιακουμόπουλος [Σπίγγος,  Φρατζόλας]
  • ·       Θεόδωρος Κόλλιας [Τσιμιντάνας]
  • ·       Αντώνης Μιχελής [Λώρης]
  • ·       Μάρκος Τάγαρης  [Μαρινάκης,  Λας]
      Και τα 6 κορίτσια: Γιαννούλα Γεντίμη, Σωτήρω Κορκολή, Χρυσούλα Κατσαβού, Χρυσούλα Σερεμέτη, Γιαννούλα Τριγάζη & Τούλα Χατζή.

       Οι περισσότεροι από αυτούς συνέχισαν και στο Γυμνάσιο, άλλοι στη Ζαχάρω κι άλλοι στην Κυπαρισσία. Ακολουθήσαμε όλο τα αγόρια  και αρκετά κορίτσια, εκτός από δυο-τρία που τσουτσούρωσαν νωρίς και τα άρπαξαν οι γαμπροί!  
       Η όλη αναφορά στο μητρώο έγινε  χάριν της ενθύμησης και της αποστολής από τον Αντώνη Μιχελή, αγαπητό βαφτιστήρι της μάνας μου.
      Βεβαίως οποιαδήποτε αναφορά σε εκείνα τα χρόνια και σε εκείνα τα παιδιά γίνεται με μεγάλη αγάπη και συγκίνηση και είμαι σίγουρος ότι το ίδιο αισθάνονται και  όλοι οι εν λόγω κύριοι και κυρίες!

Αχ κείνα τα αλλοτινά χρόνια δεν βρίσκω λέξεις να πω, να τα χρωματίσω. Χρόνια αξέχαστα. Αθώα, τρυφερά  και ξέγνοιαστα.    Πρόσωπα συνυφασμένα  με την πιο ωραία μας ηλικία. Πρόσωπα πολυαγαπημένα και γραμμένα με μόνιμη στάμπα στην πρώτη σειρά της μνήμης μας. Τι και ποιον να πρωτοθυμηθώ και να μνημονεύσω; 
Θα παραθέσω με τα ίδια παραπάνω λόγια αισθήματα διάφορες ιστοριούλες  που θυμάμαι.
Όλοι  παίζαμε μπάλα και όλη μέρα στις αλάνες κυρίως στον σταθμό που τότε η ΣΠΑΠ είχε ρίξει καρβουνόσκονη και  γινόμαστε μαύροι σαν τον Ντεμέλο. Όμως ο Αντώνης ήταν πολλά επίπεδα πάνω από όλους μας και γι' αυτό 16 χρονών έφυγε για την Αθήνα, όπου είχε μεγάλη εξέλιξη στο ποδόσφαιρο. Ίσως επειδή ο πατέρας χασάπης τον τάιζε συνέχεια σπληνίτσες και συκωτάκια μια και ήταν μοναχογιός με τρεις αδελφές.
[2]

   Ο Νιόνιος ήταν λίγο τορνευτούλης και δεν έπαιζε μπάλα, αλλά στα άλλα παιχνίδια ήταν πρώτος, ειδικά στους βόλους. Στη Β΄ τάξη δεν μπορούσε να προφέρει τα ευζωνάκια, τα έλεγε εζωνάκια και ο Αρβανίτης με τη λούρα του γέμισε τα πόδια καρούλες.
   Ο  Ρίκος είχε άλλα χαρίσματα και δεξιότητες, ήταν πρώτος στο σημάδι με τη σφεντόνα. Μαζί με τα ξαδέρφια του τα Καζακάκια κάθε βράδυ εκστράτευαν μια με τον φακό στα πλατάνια της γέφυρας και της Μπούκας και μια στην ποταμιά της Νέδας με το πιρούνι για ψάρια. 

  Αλλά ο Μάρκος ήταν η περίπτωση. Στον νου τριβελίζουν ένα σωρό...ανδραγαθήματά του επειδή είμαστε αρκετά κοντά μια και τη μάνα του τη θρυλική Παγώνα την είχε φέρει νύφη ο  Σώτος από το Σορβατζί, κλεμμένη νομίζω, και στο χωριό είχε τη μόνη συγγένισσα τη γιαγιά μου τη Θοδώρα. Επειδή δε ήταν και αρκετά γαλακτοφόρα  κάθε απόγευμα με πήγαινε η μάνα μου και βύζαινα, οπότε με τον Μάρκο είμαστε και ομογάλακτοι.
 Μια φορά λοιπόν είχε πιαστεί    το φουστάνι της δασκάλας κι ο Μάρκος, πιτσιρίκος,  φωνάζει: "Κυρία, κυρία φαίνεται ο κώλος σου". Τον έκανε η Βαγγελιώ μαύρο. Μια άλλη φορά είχε βάλει μια ρέγγα στην τσέπη του και βρώμαγε όλο το σχολείο, ευτυχώς που ο δάσκαλος δεν το ανακάλυψε αν και έκανε σαν άγριο θηρίο. Το μεσημέρι όμως από την κυρά Παγώνα έφαγε μεγάλο ντεγνέκι, που ακόμα πρέπει να το θυμάται [3]. Μια άλλη φορά, γυμνασιόπαιδες πλέον παίζαμε όλο το παιδομάνι μπάλα κάτω στον βάλτο σε ένα χωράφι του θείου του Μάρκου, πιο κάτω από το γεφύρι του Μανώλη, που ήταν γιομάτο σβουνιές από τα βόδια, αλλά εμείς...παιχτάρες. Και εκεί που είχε ανάψει το παιχνίδι έρχεται ο Σώτος, ο πατέρας του. Μπουρ μπουρ με γέλια μαζευόμαστε όλα τα παιδιά γύρω του και ξαφνικά ρίχνει μια με το κουλό στον Μάρκο και τον ρίχνει μέσα στη γράνα που ήταν γεμάτη νεράγκαθα και σφερδούκλια. Όλοι μας κατατρομαγμένοι γίναμε μπουχός. Πώς βγήκε ο Μάρκος; Σίγουρα έβαλε το χέρι του ο Άη Νικόλας, που είχε πιο κάτω το ερημοκλήσι του.     Να γράψω και τούτο με τον Μάρκο. Κάποια χρονιά, νομίζω στην Τετάρτη τάξη, την έκανε πέρα στην Καλλονή της Λέσβου και όταν ήρθε το καλοκαίρι έκανε τον επικοντιστή. Τότε όλοι μιλάγαμε για τον Παπανικολάου, οπότε ο Μάρκος έφτιαξε ένα υποτυπώδες σκάμμα στην άκρη της αλάνας στον σταθμό, έκοψε ένα  μακρύ κλαρί από τα πλατάνια και έκανε τον Χρήστο Παπανικολάου. Απίθανες σκηνές και χάρες με τον Μάρκο και το κοντάρι. 
   Γεια σου ρε Μαρκούλη, αλησμόνητε!!!
 Μετά  κάθε μια και ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο στην ανηφόρα της ζωής. Τώρα όμως αναπολούμε αυτά τα αθώα χρόνια, τα ανέμελα και ...δακρύζουμε. 
   Μακάρι τώρα το καλοκαίρι να έρθουν τα πράγματα βολικά και να καλιάσουν έτσι που να βρεθούμε όλοι και να πιούμε ένα ποτήρι κρασί! 

[1] Πάλι το έχω σημειώσει ότι στο χωριό μας δεν είχαμε καθόλου ντράβαλα από τα πρώτα χρόνια της κατοχής και της Ενικής Αντίστασης με τους αντάρτες και τους ... εθνικόφρονες και ο λόγος ήταν ότι η προσωπικότητα του Πάνου Παπαβασιλείου , γραμματέα τότε στο ΕΑΜ του χωριού ήταν αν και ισχυρή μειλίχια και ψύχραιμα απέφευγε οποιαδήποτε άλογη προστριβή που θα είχε άμεσες ή έμμεσες συνέπειες. Κάποιο βράδυ και ενώ το αντάρτικο έβραζε κάλεσε τον Νώντα Ξουραφά επάνω στα Γαλανέικα και του λέει κοφτά με νόημα: "Κοίτα μέχρι αύριο το μεσημέρι από εδώ να έχεις φύγει, δεν σου εγγυώμαι τίποτα από εκεί και πέρα".  
[2] Απίθανο είναι και το πιστοποιητικό βάπτισης του Αντώνη με νουνά τη μάνα μου την Ελένη. Κι όμως, έχω κρυφό παράπονο που δεν μου επιδεικνύει τον πρέποντα σεβασμό ως φιλιότσος, όπως κάνει με τον αδελφό μου τον Ηλία, αν και είναι μικρότερος!
[3] Αν και τόσα ντεγνέκια έτρωγε ο Μάρκος  έλεγε μετά με γέλια: " και τι έγινε, ξυλαράκι ήταν και πέρασε". 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου