Θύμιος Χαραλαμπόπουλος
Μελβούρνη
Μελβούρνη
Ο φίλος μου ο Αβραάμ, είναι - καλή του ώρα, ένα δυο χρόνια πιο μεγαλύτερος από εμένα.
Τα σπίτια μας, ήταν τα πιο ξέμακρα, στην απάνου ρούγα του χωριού. Το σπίτι του φίλου μου, ήταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού, κι έτσι όπως στεκότανε ψηλό κι αγέρωχο, να αγναντεύει το Ιόνιο, έμοιαζε σαν επιστάτης και φρουρός - φύλακας του χωριού μας.
Με τον Αβράμη, στα χρόνια που ´μουνα στο χωριό-μέχρι τα οχτώ - εννιά χρόνια μου, κάναμε σχεδόν παρέα κάθε μέρα. Μετά, εγώ έφυγα για τον Πειραιά, και σμίγαμε όταν κατέβαινα τα καλοκαίρια στο χωριό…
Πόσες και πόσες φορές δε «φάγαμε» της χρονιάς μας από την Κυρία Τερψιχόρη, τη δασκάλα μας, όταν κάναμε τις σκανταλιές μας, που, ομολογουμένως ήταν χωρίς σταματημό.
Τι κάναμε;
Και τι δεν κάναμε! Πετροβολούσαμε τις κότες της γειτονιάς, βάζαμε το σκυλί του Αβράμη να κυνηγάει τα σχολιαρόπαιδα του χωριού « Τρουκάκι», σημερινό Πανόραμα, που κατηφόριζαν κάθε μέρα για το σχολείο του χωριού μας. Σπάζαμε με τις σφεντόνες τις φιάλες που κρέμαγαν κυβερνητικές υπηρεσίες στις ελιές για το δάκο. Δέναμε μπρίκια στις ουρές των σκυλιών και γατιών. Κλέβαμε πορτοκάλια απ´του μπαρμπαΑντρέα Μαλλιάγκου και κεράσια από την κερασιά της Γαλάναινας, πηγαίναμε με τα μεγάλα παιδιά, τα μεσημέρια-
ακόμα και πριν φτάσει το καλοκαίρι, στη μεγάλη λίμνη του Βόιβοντα στη νεράιδοφιλημένη Νέδα,
και την… «αφρίζαμε».
Εκείνο τον καιρό στα σχολεία - τέλος δεκαετίαςτου 1950, αρχές 1960, πηγαίναμε σχολείο πρωί κι απόγευμα…
Μια μέρα του Μάη, το σχολείο μας είχε προγραμματίσει να πάμε εκδρομή κάπου εκεί κοντα στις εκβολές της Νέδας. Εκεί, θα ερχόντουσαν και τα σχολεία από το Γιαννιτσοχώρι, «Μπούζι», Ελαία τώρα, και του Προφήτη Ηλία.
Ξεκινήσαμε πρωί - πρωί, όλα παιδιά και κορίτσια, με την Κυρία Τερψιχόρη να ´ναι καβάλα σε ένα γαϊδουράκι που αγκομαχούσε έχοντας στη ράχη του τη δασκάλα μας, που το πιο λίγο, θα ζύγιζε εκατό κιλά.
Κάποιο, απ´τα μεγάλα παιδιά που περπατούσανε τελευταία - προσέχανε εμάς τα μικρότερα τάχατες, έπιασε αλογόμυγες, από ένα άλογο που βρέθηκε στο δρόμο μας, και τις απόλυσε - χωρίς να το πάρει χαμπάρι κανένας, στο γαϊδαράκο.
Το ζωντανό, μόλις το επισκέφτηκαν οι ενοχλητικοί επισκέπτες, άρχισε ένα τρελό στριφογύρισμα και η
στρουμπουλή δασκάλα μας, βρέθηκε φαρδιά - πλατιά πάνω στο χαλικόδρομο με το δεξί της χέρι σπασμένο…Όλα τα παιδιά, χαρήκαμε και ψιθυρίζαμε το ένα στο άλλο πως θα γλιτώναμε το ξύλο…πού να γνωρίζαμε πως η Κυρία, τα κατάφερνε και με το αριστερό της…
Πάλι και τότε, εγώ και ο Αβράμης την πληρώσαμε.
Ήταν μία από τις λίγες φορές που γίναμε ένοχοι σε κάτι που δε φταίγαμε…
Άλλη μια φορά, ο φίλος μου, θα ήταν οχτώ, εννιά χρονών κι εγώ στα εφτά που «σκαρώσαμε τη δουλειά», που θα διαβάσετε στη συνέχεια.
…Γινόταν γάμος στο χωριό μας. Παντρευότανε θυμάμαι μια θεία μου. Τώρα έχει συγχωρεθεί πριν πολλά χρόνια…
Όταν ήρθαν οι συμπέθεροι- ο γαμπρός ήταν από ένα γειτονικό χωριό της Ολυμπίας -, να χαιρετίσουν τη νύφη στο σπίτι της- έθιμο του τόπου μας, να πιούνε ένα κρασί και να τους φιλέψουν ένα κουραμπιέ, προτού πάνε στην εκκλησιά…
Εγώ και ο Αβράμης, είχαμε εφοδιαστεί από ένα ξυραφάκι-κάτι τετράγωνα θυμάμαι πως ήταν- ο καθένας μας, και πήγαμε και κάτσαμε στο προτελευταίο σκαλοπάτι της μεγάλης πέτρινης σκάλας. Τότε, τα πιο πολλά σπίτια, ήτανε πέτρινα και Ανώγεια (δίπατα).
Οι συμπέθεροι ανέβαιναν σιγά - σιγά, χωρίς να κοιτάζουν κάτω έτσι στριμωγμένοι όπως ήσαντε.
Έτσι που ανέβαιναν τραγουδώντας και κεφάτοι
απ´το κρασί που ´χαν πιει στο σπίτι του γαμπρού, ούτε που έδιναν σημασία σ´εμάς τα δυο ξυπόλητα πιτσιρίκια…
Εμείς, είχανε βγάλει τα αιμοβόρα εργαλεία μας
κι αρχίσαμε τη « δουλειά.» Τραβούσαμε ξυραφιές στα παπούτσια - χωρίς διάκριση, και ανδρών και γυναικών. Ακόμα- αν και έχουν περάσει δεκάδες χρόνια, φέρνω τα παπούτσια μπροστά μου, να είναι τα πιο πολλά σε κόκκινο χρώμα, και τον Αβράμη να έχει κάτσει στα αριστερά γιατί ήταν ζερβοχέρης, κι εγώ στα δεξιά και να «σφάζουμε.»
Μας είχε πιάσει ένα γέλιο και τους δυο χωρίς σταματημό… όμως, τα χέρια μας δουλεύανε ασταμάτητα…
Θα κόντεύε να περάσει όλο σχεδόν το συμπεθεριό - κάπου 60-70 νοματαίοι, όταν ακούστηκε ένα «Ω!.., το πόδι μου!..»
Τίποτ´άλλο δεν προλάβαμε να ακούσουμε.
Πότε πηδήσαμε τη σκάλα, ούτε που το καταλάβαμε. Από το φόβο μας, τα πόδια μας χτυπάγανε στο κεφάλι μας. Και να ´θελε κάποιος
να μας κυνηγήσει, χαμένος κόπος γι ´αυτόν….
Αφού τρέξαμε περίπου ένα χιλιόμετρο και σιγουρευτήκαμε πως δεν μας ακολούθησε κανένας,
κρυφτήκαμε σε μια πατουλιά στο χωράφι της Αντρίνας του Γιαννόπουλου- της χήρας, κάτου στον κάμπο…
Αφού σταμάτησε το λαχάνιασμα και των δυο μας,
αρχίσαμε να ρίχνει την ευθύνη και την απροσεξιά, ο ένας στου τ´αλλουνού.
«Όχι…εγώ, εσύ τράβηξες βαθιά το ξυράφι…» και άκρη δε βρίσκαμε…
Στο τέλος, συμφωνήσαμε πως φταίγαμε και οι δυο και καταριόμαστε την τύχη μας που δε θα είμαστε στην εκκλησιά, να μαζέψουμε κουφέτα…
« Θα τα μαζέψει ο Σταύρος και ο Τσιάπος, είπε σε κάποια στιγμή ο Αβράμης.»
…Στο χωριό, έγινε σούσουρο μεγάλο γι ´αυτό το
« κατόρθωμα.» Είχαμε καταστρέψει γύρω στα πενήντα ζευγάρια παπούτσια. Ακόμα και του γαμπρού τα παπούτσια δε γλύτωσαν το
«χαρακίρι μας.» Αυτό το μάθαμε αργότερα.
Το συμπεθεριό, πίστευε πως μας έβαλαν κάποιοι μεγάλοι για να κάνουμε αυτή την παλιανθρωπιά…
Εμείς, το είχαμε αποφασίσει μόνοι μας. Το πώς και γιατί; Ακόμα ρωτώ τον εαυτό μου…
Όταν οι συγχωριανοί μας, δε μας είδαν στην εκκλησιά, κατάλαβαν πως τη «δουλειά», την κάναμε εμείς οι δυο…
Όταν τελείωσαν τα στέφανα και είδαμε το συμπεθεριό να φεύγει και να περνάει το ποτάμι της Νέδας, να πάει στο «Στροβίτσι.» Λέχαιο; Τώρα, ξετρυπώσαμε απ´την κρυψώνα μας και με κάποιο φόβο να μας σφίγγει το στήθος, γυρίσαμε στο χωριό…
Σαν μας είδαν στην αγορά, όλοι σχεδόν μας υποστήριζαν- το χωριό μας έκανε από παλιά τέτοια
«Χουνέρια» σε άλλα χωριά.
Μερικοί μας έλεγαν:
« Καλά τους κάνατε τους τσιφούτηδες τους
Στροβιτσιάνους…»
Κι άλλοι μας έλεγαν:
« Ρε σκαθάρια… τι κάνατε… καταστρέψατε τα παπούτσια ολόκληρου χωριού..!»
Ο χωρατατζής ο Στάθης, που είχε μπακάλικο - καφενείο και ήτανε και ο τσαγκάρης του χωριού, μας έλεγε:
«… Δεν κάνατε καλά… στους δικούς μας έπρεπε να το κάνετε αυτό… κι εγώ θα σας έδινα ένα λουκούμι κάθε μέρα για ένα χρόνο…»
Τι ήταν για το Στάθη ένα λουκούμι, αφού θα ´χε δουλειά για πολύ καιρό ως ότου έβανε φόλες σε όλα τα παπούτσια…
Όταν πήγα σπίτι, ο πατέρας μου, μου είπε:
«Έλα εδώ ρε αστροπελέκι - πάντα έτσι με έλεγε - έτσι σε έχω μάθει εγώ να κάνεις τη
φραγκοπαναγούλα σου…» Με έπιασε και με κρέμασε απ´τη μεγάλη μουριά κατουκέφαλα, πήρε μια αγκαλιά άχυρα και τα άναψε. Αν δεν ήταν ο παππούλης μου ο Ντίνης να με ξεκρεμάσει, θα μ´έπνιγε ο καπνός…
Όπως έμαθα μετά από το φίλο μου και «συνέταιρο», την « έβγαλε», με κάποιες
σφαλιάρες και κλοτσιές απ´τον πατέρα του το Νικολάκη…
Την άλλη μέρα, ήρθε η αστυνομία από την Κυπαρισσία, στο σκολειό και μας έψαχνε.
Η δασκάλα μας η Κυρία Τερψιχόρη, είπε στους αστυνομικούς ότι μετά από αυτό που κάναμε, μας χτύπησαν οι γονείς μας και λακίσαμε στους λόγγους… όλα αυτά, εμείς, τα ακούγαμε μέσα στο γραφείο που μας είχε κρύψει η δασκάλα μας…
* Αυτό το περιστατικό, το έγραψε και η εφημερίδα
«Θάρρος», της Καλαμάτας και γίναμε με το φίλο μου τον Αβράμη, « ήρωες» χωρίς προτομές και όνομα.
* Απ´το βιβλίο:
«Το ποτάμι της ζωής»
Εκδόσεις: Νέδα- 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου