theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

 Στον πρώτο χρόνο της δικτατορίας, το Δεκέμβρη του 
1967, ιδρύεται ο Ρήγας Φεραίος. Στην Αθήνα και την
 Θεσσαλονίκη κυκλοφορεί η ιδρυτική του διακήρυξη.



«…Οκτώ μήνες το μαύρο πέπλο του φασισμού σκεπάζει τον ουρανό της πατρίδας μας …Δολοφόνησαν και δολοφονούν …βασάνιζαν και βασανίζουν … Απαγορεύεται να μιλάμε ελεύθερα. Απαγορεύεται να σκεφτόμαστε ελευθέρα. Απαγορεύεται να τραγουδάμε ελεύθερα…Ο ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ σας καλεί να ακολουθήσετε τη φωνή του χρέους και της τιμής, τη φωνή της συνείδησης…».
       Τα πρώτα χρόνια δράσης του, πριν την ανάπτυξη μαζικού φοιτητικού κινήματος, ο Ρήγας με τον «Θούριο», την εφημερίδα που εκδίδετο ασταμάτητα, με προκηρύξεις, μαγνητόφωνα και αφίσες, με πανό που ξεδιπλώνονταν στις αίθουσες, με συνθήματα στους τοίχους, με συζητήσεις με τους φοιτητές και κυρίως με την επίδραση που είχαν στους νέους και τον λαό τα 1000 χρόνια καταδίκης σε φυλακή των μελών του, κράτησε με ηρωισμό και αυτοθυσία αναμμένη τη φλόγα της αντίστασης.
Η ΤΑΦΗ ΖΩΝΤΑΝΟΥ ΣΕ ΛΑΚΟ- Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
     Απολογία του Νίκου Κιάου στο στρατοδικείο (‘68):
«Είμαι μέλος του Ρήγα Φεραίου …Εβασανίσθην εις την Γενική Ασφάλεια Αθηνών και εις τον Διόνυσο. Από την συνεχή φάλαγγα και το ξύλο εις τα γεννητικά όργανα και εις παν μέρος του σώματος με βούρδουλα, μέχρι τα ηλεκτρικά καλώδια, το κάψιμο των χεριών με τσιγάρα, τας σταγόνας εις το μέτωπον, την εικονικήν εκτέλεσιν, την ταφήν εις τάφρον – λάκκον θεοσκότεινον … Δεν μετανοώ δια τας αντιδικτατορικάς μου πράξεις. Πιστεύω εις την πάλη του λαού. Ο λαός θα συντρίψει τους τύραννους του». -21 χρόνια φυλακή.
Σ’ αυτή τη δίκη του Ρήγα Φεραίου στην Αθήνα το Νοέμβριο του ’68, δικάστηκαν οι:
Θανάσης Αθανασίου – 21 χρόνια 
/Νίκος Κιάος – 21 χρόνια//Παύλος Κλαυδιανός – 21 χρόνια
Νίκος Γιανναδάκης – 21 χρόνια/Κώστας Καρυωτάκης – 16 χρόνια
Κωστής Γιούργος – 16 χρόνια//Ανδρέας Σαββάκης – 14 χρόνια
Αντώνης Μαργαρίτης – 14 χρόνια//Γιωργός Μποτζάκης – 10 χρόνια
Αριστείδης Θεοδωρίδης – 10 χρόνια //Νικηφόρος Σταματάκης – 5 χρόνια
Φρίντα Λιάππα – 6 χρόνια με αναστολή
Νίκος Μαργαρίτης – 5 χρόνια με αναστολή
Βασίλης Σβαννάς – 3 χρόνια με αναστολή
  Για τη δίκη αυτή κυκλοφόρησαν βιβλία στο εξωτερικό.
      Απολογία του Θανάση Αθανασίου στην ίδια δίκη (‘68): «Κατηγορούμαι για συμμετοχή στην οργάνωση Ρήγας Φεραίος. Δηλώνω ότι η αντίθεση μου στη δικτατορία υπήρξε η βάση των πράξεων μου… Δηλώνω μεγαλόφωνα ότι είμαι κομμουνιστής… Αυτό που εσείς αποκαλείτε ‘’επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967’’ ήταν ένα πραξικόπημα» – 21 χρόνια φυλακή.
      Του Νίκου Γιανναδάκη (‘68): «Μ’ έβαλαν να ξαπλώσω σ’ ένα κρεβάτι, όπου μ’ έδεσαν, μου έβαλαν ένα φίμωτρο στο στόμα. Μερικοί από τους συντρόφους μου είχαν φιμωθεί με ένα παπούτσι. Τότε άρχισαν να με χτυπούν. Υπέφερα το μαρτύριο της φάλαγγας». – 21 χρόνια φυλακή.
Την ίδια περίοδο, Οκτώβριος του ‘68, καταδικάζονται οι φοιτητές του ΠΑΜ-ΡΦ:
Άρης Αλεξάκης – 5 χρόνια
Πόλυ Σαβινίδου – 4 χρόνια
Σελήνη Σαβινίδου – 4 χρόνια
 ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ-ΝΕΑ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
    Απολογία της Πόπης Τζεμπελίκου (’69): «Κατάγομαι από μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω με πολλές δυσκολίες και στερήσεις… Από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας εναντιώθηκα στο στρατιωτικό καθεστώς και αγωνίστηκα για την ανατροπή του μέσα από τις γραμμές του Ρ.Φ. … Αγωνιζόμαστε σαν φοιτητές για την Ελευθερία και την Δημοκρατία, που την κατέλυσε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτόν τον τόσο δύσκολο αγώνα μας. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία κ.κ. στρατοδίκαι». – Πρόταση του εισαγγελέα για θάνατο. Καταδίκη 15 χρόνια φυλακή.
Σ΄ αυτή τη δίκη του Ρ.Φ. στην Αθήνα το Γενάρη του ‘69 δικάστηκαν οι:
Μίμης ΔαρειώτηςΠόπη ΤζεμπελίκουΤίτος Μυλωνόπουλος
Ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για το Μ. Δαρειώτη και Π. Τζεμπελίκου.
Καταδικάστηκαν με 15 περίπου χρόνια φυλακή ο καθένας.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΓΙΑ 4 ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ
-ΣΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
Μαρτυρία του Μίμη Δαρειώτη (‘69): «Συλλαμβάνομαι στις 16-4-68. Οδηγούμαι στη Γενική Ασφάλεια (Μπουμπουλίνας) όπου και παραμένω εν απομονώσει ως τις 21-8-68. Σ’ αυτό το διάστημα βασανίστηκα επανειλημμένα με φάλαγγα (χτυπήματα επί ώρες με σιδηροσωλήνα και χοντρά ξύλα στα γυμνά πέλματα ή φορώντας παπούτσια). Υπάρχουν ακόμα οι ουλές και τα σπασμένα δάχτυλα. Με έσερναν στο πάτωμα από τα μαλλιά. Μου ξερίζωναν τα μαλλιά, χτυπήματα με γκλόπς. Γροθιές και κλοτσιές από ομάδα 7-8. Μου χτυπούσαν το κεφάλι στον τοίχο και στην γωνία μιας μεταλλικής ντουλάπας. Μου εξάρθρωναν τα χέρια, μου έδεναν με χειροπέδες τα χέρια πίσω και με άφηναν στο κελί για ημέρες. Με απειλούσαν με πιστόλια». – Νέα πρόταση του εισαγγελέα για θάνατο, όπως και για άλλους 3 ακόμη. Καταδίκη 16 χρόνια φυλακή.
Σ’ αυτή τη δίκη του ΡΦ και ΠΑΜ στην Αθήνα -και αυτή το Γενάρη του ’69, τις επόμενες ημέρες από την προηγούμενη- ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για τους:
Μίμη Δαρειώτη (για 2η φορά)
Σωτήρη Αναστασιάδη
Χρίστο Ρεκλείτη
Γιάννη Πετρόπουλο
Καταδικάστηκαν με 16 χρόνια φυλακή ο καθένας.
Η Μαρία Καλλέργη καταδικάστηκε με 16 χρόνια φυλακή
Ο Νίκος Άρμάος με 5 χρόνια φυλακή.
Δικάστηκαν μαζί τους οι:
Κώστας Μανταίος,Μπούλη Θεοφυλακτοπούλου, Μάγδα Πίτακα,για τους οποίους ο εισαγγελέας είχε ζητήσει 15 χρόνια φυλακή.
    Μαρτυρία του Σωτήρη Αναστασιάδη (‘69) «Πιάστηκα το βράδυ της 16-4-68. Βασανίστηκα στην Μπουμπουλίνας. Χρησιμοποίησαν την φάλαγγα, γροθιές πίσω από τ’ αυτιά, βγάλσιμο μαλλιών, χτυπήματα στα γεννητικά όργανα, απομόνωση επί 128 ημέρες σε κελί διαστάσεων 1.90 x 1,10». – Πρόταση του εισαγγελέα για θάνατο. Καταδίκη 16 χρόνια φυλακή.
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ-ΝΕΑ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
Καταγγελία του παράνομου Κ.Σ. της ΕΦΕΕ με τίτλο «Σώστε τους μάρτυρες φοιτητές Λευτέρη Τσίλογλου, Πόπη Τζεμπελίκου, Μαργαρίτα Γιαραλή» (‘69):«Μετά τους 16 αγωνιστές φοιτητές μέλη του Ρήγα Φεραίου που πέρασαν απ΄ την κόλαση των βασανιστηρίων της Χούντας… ένα καινούργιο αποτρόπαιο έγκλημα… συντελείται αυτές τις μέρες… Τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται οι δύο φοιτήτριες στα υπόγεια της Ασφάλειας είναι ασύλληπτα. Ο Λευτέρης Τσίλογλου βασανίζεται βδομάδες τώρα στην κόλαση του Διονύσου, άλλοτε με ηλεκτρικό ρεύμα, άλλοτε με φάλαγγες, άλλοτε με κρέμασμα στα δέντρα…»
Η δίκη αυτή του Ρ.Φ. γίνεται στη Λάρισα το Μάιο του ’69 και καταδικάζονται οι
Λευτέρης Τσίλογλου -15 χρόνια
Μαργαρίτα Γιαράλη -10 χρόνια
Πόπη Τζεμπελίκου-10 χρόνια
Μαζί τους δικάζεται και ο Γιάννης Μπανιάς, που μετά πηγαίνει εξορία.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΣΕ ΙΣΟΒΙΑ
-Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 39 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
   Μαρτυρία του Μιχάλη Σπυριδάκη (‘69): «Δούλεψα για τη συγκρότηση του Ρήγα. Πιάστηκα στις 3-4-68. Οδηγήθηκα στο στρατόπεδο ΣΕΔΕΣ αμέσως, όπου υποβλήθηκα επί πολλές ώρες σε πολλά μαρτύρια επανειλημμένα. Όπως φάλαγγα, μαστίγωμα, κάψιμο με φωτιά, κάψιμο με τσιγάρο, γρονθοκόπημα, λακτίσματα, περίλουση με ψυχρό νερό.
Ύστερα από επανειλημμένες λιποθυμίες αφού εξαντλήθηκα περιέπεσα σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν με πετάξανε στο πόρτ-παγκάζ ενός αυτοκινήτου και με μεταφέρανε στην «Εθνική» Ασφάλεια… Συνέχισαν την επιχείρηση στην Ασφάλεια κρατώντας με συνεχώς άυπνο μερόνυχτα ερεθίζοντας με, γρονθοκοπώντας και λακτίζοντάς με περιοδικά. Κατόπιν με μεταφέρανε στο Γ’ σώμα στρατού, όπου με υποβάλλανε στο μαρτύριο του ηλεκτροσόκ, με ξαναμαστίγωσαν στο κεφάλι και στο πρόσωπο μέχρι αίματος, μου ξερίζωσαν τα μαλλιά με τινάγματα της κεφαλής, με κρατούσαν συνεχώς δεμένο πισθάγκωνα σε μια καρέκλα έχοντας μου μέρα-νύχτα στο πρόσωπο ένα προβολέα. Με κρατούσαν συνεχώς άυπνο, με υπόβαλλαν στο μαρτύριο της δίψας και επί 8 μέρες μου στέρησαν παντελώς την τροφή…». -16,5 χρόνια φυλακή.
Σ’ αυτή τη δίκη του ΡΦ και του ΠΑΜ στη Θεσσαλονίκη (Δίκη των 39) το Μάιο του ’69, ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για τον Αργύρη Μπάρα. Καταδικάστηκαν σε ισόβια οι:
Αργύρης Μπάρας
Αλέξης Παπαλεξίου
Σωκράτης Στεφανίδης
σε 20 χρόνια περίπου οι:
Μιχάλης ΣπυριδάκηςΘόδωρος ΚαζέληςΓιάννης ΓρηγοριάδηςΛεωνίδας Χατζηπροδρομίδης
σε 10 χρόνια περίπου οι:
Πολύδωρος ΒοϊτσίδηςΣωτήρης ΤσιακμάκηςΔημήτρης Παπαλεξίου
σε 8 χρόνια περίπου οι:
Κώστας ΤόμτσηςΙσμήνη ΤσούτσιαΓιάννης ΓκιρκούδηςΓιώργος ΑναστασίουΜπάμπης Ζιώγας
σε 5-6 χρόνια περίπου οι:
Γιάννης ΠίτυρηςΠερικλής ΤερζήςΛάκης ΠρογκίδηςΘωμάς ΒασιλειάδηςΒλαδιμηρος Γραμματικόπουλος
και με αναστολή οι:
Γιώργος ΜπιβολάρηςΓαρ. ΔελιγκάςΓιώργος Δρανδάκης
    Απολογία του Λάκη Προγκίδη (‘69): «Μετά το πραξηκόπημα της 21ης Απριλίου, διώξεις φοιτητών, συνδικαλιστών, αγωνιστών, ανθρώπων του δημοσίου βίου, καθηγητών κλπ. Φυλακίσεις, βασανιστήρια από μέρους της κυβέρνησης… Οργανώθηκα στο Ρήγα… Την μη ανάμιξη πια ή έστω και την εφησύχαση θεωρούσα προδοσία». – 6 χρόνια φυλακή
     Διάλογος της Ισμήνης Τσούτσια με τον πρόεδρο του Στρατοδικείου (‘69): «Ήταν δυνατόν να μείνουμε αδιάφοροι; Όλα αυτά και η αξιοπρέπεια μου σαν ελεύθερου ανθρώπου και η συναίσθηση της ευθύνης απέναντι σ’ αυτούς που αύριο θα κάτσουν στα ίδια θρανία με μας και θα μας ρωτήσουν -Τι κάνατε όταν καταλύθηκε η Δημοκρατία;».
Και ο διάλογος της με τον πρόεδρο του Στρατοδικείου:
Πρ. «Πόσους φοιτητές έχει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης;

"Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυρρανίας"

 ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ
 ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΡΑΝΙΑΣ,
 ΔΙΑΛΕΓΕΙ Η ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ"

 
"Είχαμε ειρήνη μα εκείνη τη μέρα, Έλληνες κτύπαγαν Έλληνες κι ελληνικό αίμα, έβαφε ελληνική γη..." Aίμα αθώων που χυνόταν υπό τις διαταγές πολιτικών και υπό τις ευλογίες ξένων παραγόντων που διαμένοντας στην πατρίδα μας, καθόριζαν και την πολιτική της.

 Επτά δεκαετίες μετά και η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται, με καμβά όλους εμάς, με τα τροϊκάνια στον ρόλο των... "συμμάχων" και με νεκρούς τους ζωντανούς-νεκρούς που δεν έχουν ούτε για θέρμανση, που πληθαίνουν στις ουρές των σισσυτίων (θυμίζοντας τον σκληρό χειμώνα του 1941), που ωθούνται στην ανεργία και στον εξευτελισμό κατά κύματα...
Τον Δεκέμβρη του 1944υπήρχαν δύο ΜΕΓΑΛΟΙ λόγοι πίσω από τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το αιματοβαμένο διήμερο. Δύο από τις βασικότερες αιτίες της διαδήλωσης αυτής που εξέφραζε το σύνολο των συμμετεχόντων ανεξαρτήτου χρώματος ή πολιτικής τοποθέτησης, ήταν η επιθυμία ενός λαού για την απαλλαγή του από τους ξένους δυνάστες (αν και οι αριστεροί διαδηλωτές των γεγονότων αλλοιθώριζαν προς Ρωσία πλευρά κι αυτοί με τη σειρά τους). Ήταν ο πόθος για μια κυρίαχη Ελλάδα. Για μιά Ελλάδα ανεξάρτητη που δεν ήθελε να παραμείνει έρμαιο των αποφάσεων των "μεγάλων", ούτε εταίρα στις ορέξεις ξένων νταβαντζήδων. Για μια χώρα δίχως εξαρτήσεις, που δεν θα είχε πια τον ρόλο του... υποζύγιου στο άρμα των μεγάλων (και που θα κατέληγε μοιραία στη μπανανία που αποτελεί σήμερα...).
Ο άλλος κινητήριος μοχλός

ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

 ΠΡΩΙΝΗ ΣΗΜΕΡΑ

ΠΡΩΙΝΗ ΧΤΕΣ                                                

ΑΜ ΕΤΟΥΤΟ ΕΙΝΑΙ  ΑΝΗΚΟΥΣΤΟ.....

& ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ!!! 

ΟΥΤΕ ΦΩΝΗ ΟΥΤΕ ΟΥΤΕ ΑΚΡΟΑΣΗ 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΖΑΧΑΡΩΣ

                                      ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ Κ. ΔΗΜΑΡΧΕ;

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΜΑΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Σκίτσο  του αείμνηστου ΚΑΒΟΥΡΑ , πριν 10 χρόνια..


Πολύ πετυχημένο και ...κλασσικό
Ταιριάζει και για φέτος πολύ.

ΑΓΑΛΜΑΤΑ


 Αρκετοί φίλοι με ρώτησαν τι εννοείτε με τα αγάλματα στην ανάρτηση ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ προχτές, στις 9-12-24.




Λοιπόν:  
Είναι αυτοί που δεν αλλάζουν τις απόψεις τους ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα.
- Είναι αυτοί που πιστεύουν ακράδαντα ότι μόνον αυτοί εκφράζουν την αλήθεια.
 Κάθε άλλη άποψη την θεωρούν  αίρεση και την καταπολεμούν με κάθε τρόπο.
- Πιστεύουν στα σύμβολα και στα θέσφατα, και είναι εικονολάτρες αν και πολλάκις αυτές τις διαστρεβλώνουν π-αρά την θυμηδία των άλλων.  
   Είναι ακλόνητοι και σταθεροί οπότε περιχαρακώνονται στη δογματική τους ακαμψία τους

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗΣ

Γνωρίζετε ότι υπάρχει ένα καταπληκτικό θεατρικό έργο του
 Γιώργου Σκούρτη που δεν έχει παιχτεί  ούτε πρόκειται να 
γίνει κάτι τέτοιο. Ο λόγος είναι γιατί αντιδρούν οι ... 
παλιοημερολογήτες  Είναι το έργο "Υπόθεση Κ.Κ." 
α
 Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ

᾿Αλέξανδρος Γυφτοδήμος, που σε ἡλικία 16 ἐτῶν, 
ἂν καὶ ἄριστος σὲ ἦθος καὶ σ' ἐπιδόσεις μαθητής, 
αποβάλλεται ἀπ' ὅλα τὰ Γυμνάσια τῆς ᾿Αθήνας, 
γιατί αρνήθηκε να γράψει μιὰ ἀντικομμουνιστική έκθεση). 

    Δὲν σας λείπει τίποτα: το καλό σπίτι τὸ αὐτοκίνητο ἡ θαλαμηγός τὰ κυνηγετικά σκυλιά το πλούσιο φαγητό καὶ τὰ οἱ ἀκριβές γυναίκες ή εξοχή το ταξίδι ὁ κόσμος τὰ ὅπλα οι στρατοί οι Τράπεζες ἡ ἀστυνομία ἡ ἐκκλησία ὁ τύπος (κρασιά "Όλα, όλα δικά σας. Αφήστε τότε σ' ένα παιδί που πάτησε τα δεκάξη την κρυφή χαρά τὴν ἀπαγορευμένη να σκέπτεται τον πεθαμένο (πατέρα Δεν ήταν ληστής δεν ήταν κακούργος δεν ήταν τοκογλύφος λιποτάχτης καταχραστής διεφθαρμένος, Μια ιδέα τὸν φλόνισε και ρίχτηκε στη φωτιά της. "Αφήστε ήσυχο τὸν ὀρφανό (᾿Αλέξανδρο σεβαστείτε τη σιωπή του ὅταν κρατά στις παλάμες του τη στάχτη ἐκείνου ποὺ τὸν κα (φερε στον κόσμο μὴν τὸν ἀγγίζετε με άπλυτα (χέρια! Αφήστε τον σχυμένο στους σωρούς τὰ βιβλία που (τ' άφησε νὰ προσπαθεί νὰ τὸν γνωρίσει γιατὶ δὲν τὸν εἶδε ποτέ, Αφήστε τον νὰ τὸν συναντά (τα βράδυα σεμνὰ καὶ ἀθόρυβα σε μια γωνιά τοῦ σπιτιοῦ του πλάι στη χήρα μητέρα του τα βράδυαー ὅταν ἐσεῖς ἀσωτεύετε τις δια (κές σας χαρές καὶ λεηλατείτε τις ξένες όταν κυνηγάτε την ευτυχία με Ιλιγγιώδη ταχύτητα στην (άσφαλτο όταν κυλιέστε σὲ ἀκόλαστες (ἠδονές ἔξω ἀπὸ τῆς λογικής τὰ σύν Μη βάζετε τα σκυλιά σας κα (κυνηγούν ένα κύκνα μη βάζετε δασκάλους νὰ τὸν ἰδιώχνουν ἀπ' τὰ σχολεία ἐπειδή άρχιζε να φεγγοβολά (το μέτωπό του, επειδή άρχισε να παρατηρεί να σκέπτεται καὶ νὰ κρίνει. Δεν εἶναι αλήτης, τέντ (μπου, μορφινομανής, είν' έφηβος, περήφανος σὰν κείνους, που σκάλισε στο (μάρμαρα σ' αὐτὴ τὴν ἴδια πόλη ο Πραξιτέλης. 21 Μαρτίου 1961                           

                                                                        ΡΙΤΑΣ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΑ

------------------------------
Ψέματα και αλήθειες για τον Κ. Καραγιώργη

«Το ΒΗΜΑ», ναυαρχίδα του

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Σάββατο 30 Απρίλη 2011

Το αμαρτωλό «ΒΗΜΑ», μια εφημερίδα που θα βρεις κάτω από όποια πέτρα αντιλαϊκής πρακτικής κι αν σηκώσεις, μια εφημερίδα της πλουτοκρατίας που παριστάνει τη φιλολαϊκή κι ας έχει ξοδέψει τόνους αντικομμουνιστικής μελάνης σε όλη την ιστορία της, το «ΒΗΜΑ» λοιπόν, που έχει πάρει εργολαβικά την υπόθεση της αντιΚΚΕ συκοφαντικής επίθεσης, επανήλθε γράφοντας τα ίδια για χιλιοστή και παραπάνω φορά σχετικά με τη λεγόμενη «υπόθεση Καραγιώργη». Βοηθός του αυτή τη φορά η Μ. Καραγιώργη, της οποίας το

ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

 ΠΡΩΙΝΗ ΣΗΜΕΡΑ
΄


ΠΡΩΙΝΗ ΧΤΕΣ
ΤΑ ΘΕΡΜΑ ΜΑΣ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ


Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Τέτοιο εξιτήριο να λείπει...

 ΤΟ   Μ Ε Γ Α   Λ  Ε Ι Ο   ΤΟΥ 
ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ Κ Α Β Ο Υ Ρ Α

2014

Η ΡΑΦΗΝΑ ΚΛΑΙΕΙ

 Πολλά έχω γράψει για τη Ραφήνα και με τόσα την έχω στολίσει. Περί τις 12 σχετικές αναρτήσεις. Κι αυτό γιατί  "ελλιμενιζόμαστε" αρκετά συχνά από το μακρινό 2000, λόγω κάποιας μικρής ιδιοκτησίας της Λενάκως.

Ένα από τα καλύτερα κείμενα - αφιερώματα θεωρώ ότι είναι αυτό για το παραδοσιακό καφενείο, "ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ" που είναι και το μοναδικό στη Ραφήνα.   Μάλιστα το είχα χαρακτηρίσει ως καρδιά της Ραφηνούλας και τόνιζα ότι αυτό  κρατά από όλους και όλα την πιο σθεναρή και ηρωική αντίσταση στον αδυσώπητο  "μοντερνισμό" και στον χρόνο. Και  όλα τα λεφτά βέβαια είναι η Κρυσταλλένια, η καφετζού. [κλικ ΕΔΩ] Εκτός από το βίντεο που έχω κάνει τότε, για το μαγαζί και τους πελάτες του, το συγκεκριμένο καφενείο έγινε γνωστό πριν από μερικούς μήνες σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς το διάλεξε η Μαρίνα Σάττι για να πραγματοποιηθεί εκεί μέρος των γυρισμάτων του βίντεο κλιπ από το “Zari”, με το οποίο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Eurovision.

Και να προχτές   ρε γαμώτο μου ήρθε μια ειδοποίηση από ένα τοπικό site (iRAFINA.GR] ότι η Κρυσταλλένια σήκωσε τα χέρια και στο ηρωικό καφενείο μπαίνει λουκέτο.  

"Μάχαιραν έδωσες μάχαιραν θα λάβεις"

Για περισσότερα κλικ ΕΔΩ
    Και που ΄σαστε ακόμη.....Τώρα μέχρι τις Ινδίες ψάχνουν για εργάτες.
  Ξέρετε πόσους εργάτες χρειάζονται τα κράτη της Δύσης και πρωτίστως η Γερμανία;
   Για τις ελιές, τους ψάχνουν με το φανάρι! Ευτυχώς για την περιοχή μας, που  πολλοί μετανάστες από εκείνα τα πρώτα χρόνια έχουν γίνει μόνιμοι κάτοικοι και έχουν μακροημερεύσει με τα όλα σέα και τα μέα τους. Εκείνα τα χρόνια που ήρθαν αμούστακα παιδιά και έμεναν στις γράνες, κρυμμένοι τρέμοντας η καρδούλα τους και τρώγοντας βιτάμ και ψωμί για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Πριν αρκετά χρόνια μαζεύτηκαν καμιά 10ριά από το χωριό και τους έκανα τραπέζι στην ταβέρνα. Θυμάμαι τα πικρόχολα σχόλια των συγχωριανών. Και κοιτάτε πως τα έφερε η ζωή. Το χωριό ζει και αναπτύσσεται [σχολείο, μαγαζιά, σπίτια...] από αυτούς τους κατατρεγμένους. Δεν λογίζονται ότι ΟΛΟΙ είμαστε περαστικοί και ΟΛΟΙ μετανάστες.
Πολλές αναρτήσεις είναι αφιερωμένες στους μετανάστες  κλικ ΕΔΩ.
     Κλείνω με μια επίκληση: 
 Άμποτε ο δήμος να κάνει για αυτούς μια εκδήλωση,
 μια γιορτή. Θα είναι μια κραυγή ψυχής, μια γροθιά 
στη γιομάτη σκουριές κοινωνία μας. 

Εξαιρετικές Εξαιρέσεις

«΄Εχω ανέβει βουνά. Από την Αρετή Τούντα -Φεργάδη
΄Εχω ταξιδέψει χιλιόμετρα.
Πήγα πολύ μακριά.
Αλλά η πιο μακρυνή απόσταση,
ήταν ο εαυτός μου..»
Τσ. Τζανάτος

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΘΥΜΙΟΣ VENI, VIDI, VICI

    Ένας είναι ο Θύμιος, φίλος πρώτος και πολλά καλά  τα έργα του, ποιήματα , πεζογραφήματα αλλά και ζωγραφιές με τη δική του πινελιά Σε όλα αποτυπώνεται η πλουμιστή ευαισθησία του.  Είναι  παντοτινός εραστής και ποιητής και ραψωδός, τροβαδούρος της πιο εξευγενισμένης Αγάπης που είναι ο Έρωτας, ο "πάρεδρος των θεών"  κατά τους αρχαίους ημών προγόνους και η απαρχή του Σύμπαντος. 
  Αυτός είναι ο Θύμιος, και μετανάστης στην Αυστραλία, 50 ολόκληρα χρόνια, από την διπλανή μας "ευερέθιστη" Κοπάνιτσα μετονομαζόμενη Καρυές [1]  
   Την αναφέρουμε "ευερέθιστη", καθότι παλιότερα οι Κοπανιτσάνοι ήταν πολύ ευέξαπτοι. Δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους και μάλωναν με το παραμικρό. Του Αγιωργιού, που είναι το ετήσιο πανηγύρι τους, πλακώνονταν μεταξύ τους και το κράταγαν αμανάτι, που ακόμα και τώρα ισχύει. Πρώτα ξαδέρφια έχουν να μιλήσουν 49 χρόνια και.
     Λοιπόν την προηγούμενοι Πέμπτη ήρθε ο Θύμιος στην Αθήνα αυθημερόν, από τη μαγευτική Κυπαρισσία, όπου τώρα κατοικοδιαμένει. Συναντηθήκαμε στο Σύνταγμα και μαζί με ένα φίλο του, μόλις αφιχθέντα  από την Αυστραλία, τον Παύλο. Πολυπράγμων [μουσικός, λογοτέχνης] αλλά πω-πω, χαρακτηριστικός Κύπριος, ξερόλας. [2]  
 


    Αφού παρακολουθήσαμε το δρώμενο από τους μαθητές, που ανέφερα πομπωδώς προχτές, πεζοπορώντας και χαζεύοντας βρεθήκαμε στα χρωματιστά Εξάρχεια. Το αξιοσημείωτο ήταν ο Γεράσιμος [3]που ενώ γευματίζαμε μας κόλλησε παίζοντας ωραίο κλαρίνο. Μάλιστα έπαιξε έξοχα τα Πέτρινα χρόνια. Κλείσαμε αργά το απόγευμα με ένα ξεχωριστό γαλακτομπούρικο  στη Θρυλική "Στάνη" δίπλα στην Ομόνοια.

                                        ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΣΤΟ FB
 
    [1] Υπάρχει και ένα άλλο ορεινό χωριό, η Πάνω Κοπάνιτσα, στις βόρειες παρυφές της Βουνούκας (Μίνθης) μεταξύ Μπάρτζελη(Μυρώνια) και Τριάντα, πιο πάνω από τη Ζούρτσα. Η Ανω Κοπάνιτσα είναι η μητρόπολη της Κοπάνιτσας. 
   [2] Δεν ξέρω, φοιτητής τότε στα αλλοτινά χρόνια είχα γνωρίσει αρκετούς Κύπριους. Ήταν των άκρων και φανατικοί στα δικά τους. Άλλοι με τον Μακάριο και άλλοι με τον Γρίβα.  Πάντως ακούστε ένα ωραίο τραγούδι του που με όλα του τα δίκια το καυχιόταν.
  [3] Κάπως εκτεθειμένο είχα αφήσει το κινητό μου, επί τούτου. οπότε ο Γεράσιμος το λιμπίστηκε και έκανε κίνηση αλλοτροίωσης. Εει του λέω κερατούκλη θα σε φάω .Θυμήθηκα  μια ανάλογη περίπτωση του κουμπαράκου με τον Μπάμπη με το ραδιάκι. Μεγαλείο!!! 

Τα παραμύθια της γιαγιάς μου….

Πόσα παραμύθια μου είπες… Με γέλασες γιαγιά μου ,είπες ότι υπάρχουνε πρίγκιπες που ψάχνουνε όμορφες ψυχές, καλοσυνάτες. Σιγά μην κοιτάνε ψυχές.. πόδια, στήθος , περιφέρεια κοιτούσαν.. με ψάξανε και στις τσέπες, μετρήσανε τα λιγοστά μου κέρματα και μου είπανε, “λίγη είσαι ”.
«Πάντα στο τέλος νικάνε οι καλοί, να το θυμάσαι» μου έλεγες.. Μα εγώ γιαγιά, δεν είδα ούτε έναν καλό να ΄χει νικήσει. Και μόνο ήττες μετρώ τελικά, κάνοντας καλοσύνες.
Μου είπες να μην κυκλοφορώ μόνη μου στο δάσος γιατί κινδυνεύω , κι ότι μόνο μέσα στον κόσμο θα είμαι ασφαλής. Όμως οι κίνδυνοι με παραμονεύουν πάντα μέσα στους πολυσύχναστους δρόμους, κι όχι μέσα στο ήσυχο δάσος.


Με γέλασες μωρέ γιαγιά, μου είπες να φυλάγομαι από τους λύκους τους κακούς, όμως έμενα, οι λύκοι με σεβάστηκαν γιαγιά γιατί είχανε μπέσα . Οι τάχα “καλοί” κυνηγοί μου ξεσκίσανε την καρδιά μου.
Μου είπες ακόμη, πως οι νάνοι είναι πάντα καλοί , γεμάτοι γλύκα, μα όσους νάνους συνάντησα, ήτανε “νάνοι” μονάχα στην ψυχή, κι όχι στο μπόι τους γιαγιά.
Μου έλεγες πως οι Χιονάτες κοιμούνται καιρό, μετά το μήλο που έφαγαν και περιμένουν να έρθει ο πρίγκιπας να τις φιλήσει για να ξυπνήσουν..Μα που ζούσες βρε γιαγιά μου! Τώρα, αν ο πρίγκιπας βρει την Χιονάτη κοιμισμένη ...ούτε το κοκαλάκι της δεν θα μείνει..
Μα τι παραμύθια μου έλεγες βρε γιαγιά μου.. Η πριγκίπισσα φίλησε τον βάτραχο και έγινε πρίγκιπας.. και τι γίνεται όταν τον φιλάς τον πρίγκιπα και σου βγαίνει βάτραχος; Κουβέντα γι’ αυτό…
Μεγάλωσα γιαγιά μου..το βλέπεις από τον ουρανό που είσαι.., και δεν πιστεύω πια στα παραμύθια.. δε με νοιάζει αν έζησαν αυτοί καλά κι αν εμείς θα ζήσουμε καλύτερα. Γιατί τώρα ξέρω πως δε χρειάζομαι κανένα παραμύθι για να είμαι ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη είμαι γιατί με αγαπάνε αυτοί που αγαπώ…
Αυτό δεν είναι ευτυχία;;;
Αναστασία Κ

ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΡΩΙΝΗ ΣΗΜΕΡΑ


ΠΡΩΙΝΗ ΧΤΕΣ 



                                                                   Β΄ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ



Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

ΣΤΑΘΗΣ ΠΑΝΟΥ [ Ζωγραφίζοντας το ταξίδι στον άχρονο χρόνο] [1]

       Η ζωγραφική του Στάθη Πάνου συνιστά αδιάλειπτο διάλογο με την λευκή επιφάνεια, μία συνεχή διαδρομή αναζήτησης μορφών και αισθητικών ποιοτήτων. Η φόρμα, ο εικαστικός χώρος, η σύνθεση και, κυρίως, η δυναμική του χρώματος, είναι τα βασικά ζητήματα που καθορίζουν την καλλιτεχνική του δημιουργία, «ποιείνω. 
     Η κρυφή γεωμετρία των έργων του αποκαλύπτει δίπολα, όπως η καμπυλότητα και η ευθυγράμμιση, η στατικότητα και η κίνηση, ο δισδιάστατος ή τρισδιάστατος χώρος. Οι τολμηροί συνδυασμοί των ψυχρών και των θερμών χρωμάτων, ο χρυσός βυζαντινός κάμπος και οι επιφάνειες με όψη οξειδωμένου χρυσού, αλλά και η χρωματική αφαίρεση, στην σχέση της με την φωτοσκίαση και την ροϊκότητα, κατέχουν έναν λειτουργικό ρόλο στην διαμόρφωση των συνθέσεών του.


     Στους πίνακές του η ανθρώπινη μορφή απεικονίζεται σε πρώτο πλάνο, στατική, σε δράση, σε περιδίνηση ή σε πτώση. Εγγράφεται σε διαφορετικό, κάθε φορά, χώρο. Αυτός είναι πότε το φυσικό ή μεταφυσικό και απόκοσμο τοπίο, πότε η αρχιτεκτονική ή η τεχνολογική κατασκευή, πότε το χρωματικό βάθος. Οι αφηγηματικές σκηνές μας μεταφέρουν σε περιβάλλοντα ρεαλιστικά και οικεία και συγχρόνως ανοίκεια και μη ερμηνεύσιμα, Παράλληλα, μαρτυρούν μία βαθιά γνώση της ιστορίας της τέχνης και την διαλεκτική σχέση του καλλιτέχνη με έργα-σταθμούς του παρελθόντος Επαναφέρουν στην μνήμη μας τελετουργικές σκηνές τοιχογραφιών της Πομπηίας. αναγεννησιακές μυθολογικές απεικονίσεις, στη φαντάσματα του Γκόγια, στις μελαγχολικές γυναίκες των Προραφαηλιτών, στον επέκεινα κόσμο του Μπλέικ, στα πορτρέτα τοπία του Ανρί Ρουσώ, στα σώματα-σάρκες του Μπέικον, 
     Ωστόσο, τα έργα του Στάθη Πάνου,[2] με μέτρο πάντα το ανθρώπινο δράμα, προβάλλουν μία μετα-ζωγραφική σκηνοθεσία: οι χρωματικές του προσλαμβάνουσες, από την λεγόμενη μεγάλη ζωγραφική του παρελθόντος, μετουσιώνονται σε πρωτότυπες χρωματικές συνθέσεις, το ανθρώπινο σώμα μεταλλάσσεται σε μία μετα-ανθρώπινη φιγούρα και ο εικαστικός του χώρος συναντά τις μετα-μηχανές της σύγχρονης τεχνολογίας. Μέσω αυτής της ζωγραφικής «συμπύκνωσης» - σύμφωνα με τον φροϋδικό όρο, και με τίτλους ρεαλιστικά παραπλανητικούς, ο Πάνου δημιουργεί ένα ζωγραφικό κολλάζ και μας ταξιδεύει στην αχρονία του χρόνου.
Ευαγγελία Διαμαντοπούλου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Τμήμα Επικοινωνίας και 
ΜΜΕ. ΕΚΠΑ

[1] Είναι αφιερωμενο στους Αγαπητούς Φίλους
 &  Αδελφούς, Αρετή και Δμητράκη Πάνου, που είναι οι γονείς του Στάθη 
[2] κλικ ΕΔΩ

ΤΟ ΛΑΔΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

 

ΤΟ ΜΑΖΕΜΑ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ
"Το λιομάζωμα" του λαικού ζωγράφου ΘΕΟΦΙΛΟΥ


ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΡΩΙΝΗ ΣΗΜΕΡΑ 






ΠΡΩΙΝΗ ΧΤΕΣ


Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

ΕΝΑ "ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟ" ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ

      Την παραμονή της θυσίας, δολοφονίας του Γρηγορόπουλου,6 Δεκέμβρη,  βρέθηκα στο Σύνταγμα, όπου όλως τυχαίως παρακολούθησα ένα δρώμενο από μαθητές. Ήταν ένα παράδειγμα της συλλογικότητας και της συνεργασίας, που μου αναπτέρωσε το ηθικό  και αναβάθμισε το μεγάλο μου πιστεύω ότι: 

ΟΙ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΑΝΑΤΕΣ  

Το αδιάλειπτο πάντρεμα του χορού και της μουσικής ήταν ένας καταληπτός θρήνος, ένα μεγαλυνάριο στη θυσία των αθάνατων, χαμένων αγωνιστών.
Των αδούλωτων!
Η όλη δυναμική της σύνθεσης των απλών κινήσεων με την ασάλευτη όψη των προσώπων απέπνεε ένας μεγάλο δέος στους θεατές και αποκάλυπτε πολλά δίπολα.
Δίπολα όπως η θυσία και ο θάνατος, η ευτυχία και η δυστυχία, η νεανικότητα και ο καναπές, η ελπίδα και η απογοήτευση, ο έρωτας και η μοναξιά, η διαφορετικότητα και ο ρατσισμός, η ελευθερία και η δουλεία, η δημοκρατία και ο ..φασισμός.
Κυρίως όμως το δίπολο ο συνδυασμός της κυκλικής περιδίνησης των πάντων από τη μια πλευρά και από την άλλη η πολύχρονη απουσία της όποιας διαμαρτυρίας να μην πούμε της νάρκωσης ή του πεθαμού της Ε π α ν ά σ τ α σ η ς.
Ναι και μεγάλο δίπολο του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού.
Η αποδοχή κυρίως από τον μαθητόκοσμο ήταν αυθόρμητη και ενθουσιώδης και συνάμα περίσσευε η νεανική αντικοινωνικότητα παρά την επιβολή της νεοφιλελεύθερης κανονικότητας.  
    Σας το παρουσιάζω με χαρά  και είμαι ευτυχής που το αποτύπωσα πρώτα στην ψυχή μου.


Γιάννης Σταματίου: ο… «Σπόρος» που έμαθε στον Έλβις το μπουζούκι

 

Μαθητής του Χιώτη.
Τον διεκδικούσαν μεγάλες πίστες στις Η.Π.Α. αλλά η μαφία, δεν τον άφηνε να φύγει.
Ο «Χρυσοδάκτυλος» του μπουζουκιού.
Ο Έλβις, είχε μαγευτεί από το παίξιμό του και του είχε ζητήσει να τον μάθει το όργανο!
Ήταν ένας αρχοντικός χαρακτήρας, αεράτος, βαθύς…
Με ένα λεπτό χιούμορ που με μια ατάκα του, μπορούσε να σε βγάλει νοκ-άουτ από τα γέλια, αλλά παράλληλα… βράχος σοβαρότητας. Άνθρωπος ήρεμος, με τεράστια αποθέματα ευγένειας και λάτρης της ποιότητας.
Όταν έπιανε το μπουζούκι, αυτό ήταν! Ο άνθρωπος, πήγαινε το όργανο, σε άλλη διάσταση…
Αν ισχύει αυτό που έχουνε κατά καιρούς πει για πολλούς, το γνωστό κλισέ ότι το μπουζούκι ήταν η προέκταση του εαυτού τους, τότε ο Γιάννης Σταματίου, θα πρέπει να γεννήθηκε με δαύτο στο χέρι.
Τον είδα μία και μοναδική φορά…

ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

 ΣΉΜΕΡΑ ΣΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΆΖΟΥΜΕ, Η ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΔΩΡΟ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΠΡΩΙΝΗΣ, ΠΟΥ ΤΟΝΙΖΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ 
ΠΟΥ  ΕΙΝΑΙ ....ΑΡΙΣΤΕΡΗ. ΒΕΒΑΙΩΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ  ΑΡΠΑΚΤΙΚΩΝ,  ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΤΆ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ! 


ΚΛΙΚ πλέον έληξε

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΩΣ ΣΤΕΦΑΝΟ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣ [Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος]



Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου πέρασε και τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Μετά τον θάνατο του δικηγόρου πατέρα του το 1943, η οικογένειά του πέρασε δύσκολες ημέρες. Όπως έγραψε ο ίδιος αργότερα, από ανάγκη σπούδασε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 1949 έως το 1955.

Από το 1959 έως 1968, υπηρέτησε στην Καβάλα. Εκεί έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα με το διήγημα «Ο φρακασάνες», το οποίο δημοσίευσε με ψευδώνυμο στο καβαλιώτικο περιοδικό Αργώ το 1962.[2] Συνεργάσθηκε επίσης με τα περιοδικά Σκαπτή Ύλη (Καβάλα), Ταχυδρόμος (Καβάλα), Διάλογος (Θεσσαλονίκη), Διάλογος (Λεχαινά), ΑντίΧάρτηςΧρονικό και Το Τέταρτο. Επίσης διετέλεσε για πολλά χρόνια διευθυντής σύνταξης στο περιοδικό Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων. Από τον Στρατό παραιτήθηκε το 1983 με τον βαθμό του ανωτέρου γενικού αρχίατρου.

Το έργο του, που κατατάσσεται στην μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία, διακρίνεται από λιτότητα του λόγου,[3] λεπτή ειρωνεία και τρυφερή νοσταλγία για τα δύσκολα χρόνια της νεότητας. Η αναγνώριση ήρθε το 1995 με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω.

Αρθρογραφούσε περιστασιακά στις εφημερίδες Καθημερινή[4] και Ελευθεροτυπία, ενώ επιμελήθηκε και την έκδοση βιβλίων λιγότερο γνωστών λογοτεχνών, όπως ο Όμηρος Πέλλας (1921–1962).[5] Σ' αυτόν οφείλεται και η πρώτη κριτική παρουσίαση στην Ελλάδα του έργου του Νίκου Καχτίτση με μια ιδιωτική έκδοση το 1974. Τα πιο πρόσφατα έργα του είναι η συλλογή διηγημάτων Ο θησαυρός των Αηδονιών (2009) και το αφήγημα Συγκοπή πλατάνου (2010).

Το 2007 γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ «Σπίτι δίπλα στη θάλασσα» με θέμα τον ίδιο και σκηνοθέτη τον Λευτέρη Ξανθόπουλο.[6]

Διηγήματά του έχουν μεταφρασθεί και στα γαλλικά.

Απεβίωσε στις 29 Νοεμβρίου 2024, σε ηλικία 94 ετών.[7]

  • Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη. Θεσσαλονίκη, Τραμ, 1973. Αναφορές στο έργο του πεζογράφου Νίκου Καχτίτση. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1974.
  • Θερμά θαλάσσια λουτρά. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1980.
  • Επιστολαί προς μνηστήν (με τον Ηλία Πετρόπουλο). Αθήνα, Γράμματα, 1980.
  • Παρακείμενα (δοκίμια). Αθήνα, Κέδρος, 1983.
  • Βουστροφηδόν (δοκίμια). Αθήνα, Ύψιλον, 1987.
  • Ο γενικός αρχειοθέτης. Αθήνα, Κείμενα, 1989.
  • Επί πτίλων αύρας νυχτερινής (πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη). Αθήνα, Νεφέλη, 1992.
  • Α/Π Ελένη. Πάτρα, Δήμος Πατρέων, 1994.
  • Ροζαμούνδη. Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
  • Τόποι τέσσερεις. Αθήνα, Στιγμή, 1996.
  • Αποκείμενα (δοκίμια). Αθήνα, Νεφέλη, 2000.
  • Τόποι τέσσερεις συν τρεις. Αθήνα, Στιγμή, 2001.
  • Ο οβολός και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Νεφέλη, 2004.
  • Ο θησαυρός των Αηδονιών. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2009.
  • Συγκοπή πλατάνου. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2010.
Διαβάστε και αυτά 
ΚΑΙ ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ/ ΤΟ ΒΗΜΑ //ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ //ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

 ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΙ
 Ο Οβολός
http://navarino-s.blogspot.com
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
-- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
-- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
-- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.
-- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.
-- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.
Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.
Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.
Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.
Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
-- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:
-- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ

Θερμὰ θαλάσσια λουτρὰ

1980
ΣΤΟ ΧΤΗΜΑ ΜΑΣ, ὅταν οἱ ζέστες ἔπιαναν γιὰ τὰ καλά, ἄρχιζαν οἱ προετοιμασίες γιὰ τὴ θάλασσα. Πρώτη ἡ θειά μου πού, ἀφ’ ὅτου χήρεψε, ὑπέφερε ὁλόκληρο τὸν χειμώνα ἀπὸ ρευματισμούς, κατέβαζε ἀπὸ τὴν ἀποθήκη ἕνα μεγάλο στρογγυλὸ κουτί, ἀπὸ ὅπου ἔβγαζε τὸ μαῦρο καλοκαιρινό της καπέλο, ἀγορασμένο πρὶν χρόνια καὶ χρόνια ἀπὸ τὸν μακαρίτη, σὲ ἕνα του ταξίδι ἀστραπὴ στὴν Τεργέστη. Τὸ ταξίδι ἐκεῖνο, ποὺ ἀναφερόταν σπάνια, πάντοτε δὲ μὲ κάποιο δέος, φαίνεται ὅτι πραγματοποιήθηκε ὑπὸ συνθῆκες ποὺ χαρακτηρίστηκαν ὡς ἔκτακτες, ἂν μὴ καὶ μυστηριώδεις. Ἡ θειά μου βούρτσιζε προσεχτι­κὰ τὸ καπέλο καὶ ὕστερα τὸ καθάριζε μὲ ἕνα ἐκχύλισμα φύλλων κισσοῦ. Μὲ τὸ ἴδιο ὑγρό, βρασμένο ἐλαφρά, σχεδὸν ἀφέψημα, καθάριζε καὶ τὴ μαύρη της μαντήλα, τὴν ἐσάρπα της, κα­θὼς καὶ ἕνα ψάθινο καλαθάκι μὲ καπάκι, ποὺ προοριζόταν γιὰ τὰ τρόφιμα τοῦ ταξιδιοῦ. Ἡ πιὸ μεγάλη φασαρία ἦταν ὥσπου νὰ συμφωνήσει μὲ τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δυὸ ταξιτζῆδες τῆς πόλης (τοὺς σωφέρ, καθὼς τοὺς ἔλεγαν) τὶς μέ­ρες καὶ τὶς ὧρες ποὺ θὰ μᾶς παραλάμβανε μὲ τὸ φορτάκι του ἀπὸ τὸν σταθμό. Τὸ τραῖνο ἀνα­χωροῦσε κάθε πρωὶ στὶς δέκα καὶ δέκα.
Ὁ σταθμὸς βρισκόταν στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλης, σὲ ἕνα πέτρινο διώροφο σπίτι, μὲ ὡραῖα μπαλκόνια, πολλὲς πόρτες, γκισέδες καὶ κιγκλι­δώματα. Διέθετε τρεῖς αἴθουσες ἀναμονῆς, ἀνά­λογες μὲ τὴ θέση ποὺ ταξίδευε ὁ κάθε ἐπιβάτης.
Ἡ θειά μου ἔβγαζε ἕνα εἰσιτήριο διαρκείας, πρώτης θέσεως, μὲ τὴν πρόσθετη ἔνδειξη «θερ­μὰ θαλάσσια λουτρά», γραμμένη μὲ καφὲ λο­ξὰ γράμματα. Ἕνα εἰδικὸ βαγόνι, μὲ τὴν ἴδια ἔνδειξη στοὺς ὑαλοπίνακες, ἐξυπηρετοῦσε ἀπο­κλειστικὰ αὐτὴ τὴν κατηγορία τῶν λουομένων. Ἦταν ἕνα ἀληθινὸ ἄδυτο, ὅπου κανεὶς τρίτος δὲν διενοεῖτο οὔτε νὰ διέλθει κάν, ὄχι νὰ καθίσει, ἢ νὰ τολμήσει νὰ ἀνοίξει τὸ παράθυρο.
Δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ πιὸ τρυφερὴ ἀναχώρηση τραίνου. Στὶς δέκα παρὰ τέταρτο χτυ­ποῦσε τὸ πρῶτο καμπανάκι τοῦ σταθμοῦ, μὲ ἕναν γλυκύ, μαλακό, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὰ ἰσχυρὸ ἦχο. Οἱ πιὸ ἡλικιωμένοι ἔσπευδαν ἤδη στὸ βαγόνι τους. Στὶς δέκα παρὰ πέντε χτυποῦσε τὸ δεύτερο, ὁπότε ἡ κίνηση, τὰ τρεχάματα καὶ ὁ ἀναβρασμὸς ἐπιτείνονταν, καὶ στὶς δέκα καὶ δέκα ἀκριβῶς χτυποῦσε τὸ τρίτο καμπανάκι, μὲ τὸ ὁποῖο ὅλοι πιὰ καταλάμβαναν, μέσα σὲ μιὰ πραγματικὴ ἀναταραχή, τὶς θέσεις τους. Τότε ἐμφανιζόταν ὁ Θύμιος. Φοροῦσε μιὰ πο­λὺ σκούρα μπλὲ στολὴ καὶ πηλήκιο μὲ πολλὰ χρυσὰ σειρήτια, ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἀριστερό του ὦμο κρεμόταν μιὰ καφὲ δερμάτινη τσάντα, μὲ τὰ εἰσιτήρια καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ὄργανα τοῦ ἐλέγχου. Ἀπὸ τὴ ζώνη τοῦ πανταλονιοῦ του, μὲ μιὰ χοντρὴ ἁλυσίδα, εἶχε ἀναρτήσει μιὰ μικρὴ σάλπιγγα, ἄψογα γυαλισμένη καὶ ἰδιαίτερα κυρτή, σὰν κέρας. Ὁ Θύμιος ἔριχνε μιὰ βλοσυρὴ ματιὰ κατὰ μῆκος τοῦ συρμοῦ, καὶ ἐπέπληττε ὅσους κωλυσιεργοῦσαν νὰ ἀνέβουν. Στυλωμένος περὶ τὸ μέσον τοῦ τραίνου, ἀνέκραζε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: Ἔς, κύριοι! Κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτὲ τὸ ἀκριβὲς νόημα τῆς φράσης, ἀλλὰ ἀμέσως, πατεῖς με πατῶ σε οἱ βραδυποροῦντες, σκαρφάλωναν στὰ βαγόνια. Οἱ ἐπιβάτες τῆς πρώτης θέσεως, καθισμένοι σὲ περίτεχνα καθίσματα ἀπὸ ψάθα προελεύσεως ἐξωτερικοῦ, δυσφοροῦσαν. Ὅλα τὴν τελευταία στιγμή, ἔλεγαν.
Ὁ Θύμιος στρεφόταν ἀκολούθως στὸν μηχανοδηγό. Ἐκεῖνος τὸν προσέβλεπε πειθήνια στὰ μάτια, ἐνῶ μὲ τὸ δεξί του χέρι ἔψαυε τὴ σειρήνα τοῦ τραίνου. Ἕτοιμος; τοῦ φώναζε. Ὁ μηχανοδηγὸς ἔγνεφε καταφατικά, χωρὶς νὰ ἀποσύρει τὸ παράπαν τὸ βλέμμα του. Τότε ὁ Θύμιος ἀνασποῦσε τὴ σάλπιγγα καὶ σάλπιζε ἕναν ὀξύ, μακρότατον καί, μπορῶ νὰ πῶ, μουσικὸν ἦχο, ποὺ ἔσβηνε σιγὰ σιγά, σὰν σιωπητήριο. Ἕνα εὐχάριστο ρίγος διέτρεχε τοὺς ἐπι­βάτες. ῞Ολα ἕτοιμα πλέον, πρὸς ἀναχώρησιν. Τὸ τραῖνο σφύριζε καὶ ξεκινοῦσε ἀργὰ ἀργά, μέσα σὲ θορύβους καὶ γδούπους. Ὁ Θύμιος πλησίαζε καὶ αὐτὸς καὶ σαλτάριζε στὸ τελευταῖο βαγόνι. Τὸ ταξίδι ἄρχιζε.
Ἡ θάλασσα ἀπεῖχε περὶ τὰ δεκατρία χιλιόμετρα καὶ μέχρι τὴν Ἀλκυώνα, ὅπου κατέβαιναν οἱ κανονικοὶ λουόμενοι, μεσολαβοῦσαν τρεῖς σταθμοὶ καὶ μιὰ προαιρετικὴ στάση. Σὲ κάθε ἀναχώρηση ἀπὸ τοὺς ἐνδιάμεσους σταθμούς, ἡ διαδικασία μὲ τὸν Θύμιο ἐπαναλαμβανόταν μὲ τὴν ἴδια ἀκρίβεια – μόνο στὴν προαιρετικὴ στά­ση παρέλειπε τὶς ἐκφωνήσεις. Τὸ τραῖνο περνοῦ­σε μέσα ἀπὸ σταφιδαμπέλους, ἀγρεπαύλεις, μετόχια μοναστηριῶν καὶ ἀμμόλοφους. Στοὺς σταθμοὺς οἱ νέοι κατέβαιναν καὶ ἅρπαζαν ἀπὸ τὰ παρακείμενα κλήματα τσαμπιὰ μαύρης στα­φίδας, ἢ καὶ χοῦφτες ὁλόκληρες ἀπὸ τὰ ἁλώνια, ὅπου ἅπλωναν τὸν καρπὸ γιὰ νὰ ξεραθεῖ.
Ὁ μεγάλος ὅμως σαματὰς γινόταν στὴν Ἀλ­κυώνα. Πρὶν ἀκόμη σταματήσει τὸ τραῖνο, πηδοῦσαν ἀρκετοὶ ἀπὸ τὰ βαγόνια καὶ ἄρχιζαν νὰ τρέχουν δαιμονιωδῶς πρὸς τὴ θάλασσα. Εἶ­χαν νὰ διανύσουν περίπου δύο χιλιόμετρα, ὥσπου νὰ φθάσουν στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὶς μπα­νιέρες. Πολλοὶ προτιμοῦσαν νὰ κατέβουν στὴν ἑπόμενη στάση, μπροστὰ στὰ θερμὰ λουτρά, ἀπὸ ὅπου ἡ ἀπόσταση ὣς τὶς μπανιέρες ἦταν πολὺ μικρότερη, σχεδὸν μηδαμινή. Τὶς ἔβρισκαν ὅμως κατειλημμένες ἀπὸ τοὺς πρώτους, ποὺ εἶχαν σαλτάρει ἀπὸ τὸ τραῖνο καὶ διατρέξει τὴ διαδρομὴ μὲ τὰ πόδια.
Τὸ κτήριο τῶν θερμῶν λουτρῶν, βαμμένο κίτρινο, περιβαλλόταν ἀπὸ ἕνα ἄλσος μὲ εὐκάλυπτους. Ἡ θειά μου δὲν μὲ ἄφηνε νὰ μπῶ μέσα στοὺς λουτῆρες. Ἄνοιγε τὸ καλαθάκι, μοῦ ἔδινε ψωμί, τυρί, ἕνα αὐγὸ βραστὸ καὶ σταφύλια, καὶ μὲ παρότρυνε νὰ περπατήσω στὴν ἀμ­μουδιά, ἀφοῦ φοροῦσα προηγουμένως μιὰ κατάλληλη κάσκα γιὰ τὸν ἥλιο.
Πήγαινα στὴν ἀμμουδιὰ καὶ χάζευα. Μάζευα κοχύλια, ἀστερίες, ζωντανὲς ἄσπρες ἀχη­βάδες. Ἀνέβαινα ὕστερα στὶς μπανιέρες. Ἦταν ξύλινες, κατασκευασμένες ἀπὸ χοντροὺς σιδερένιους πασσάλους, ποὺ τοὺς εἶχαν μπήξει μέσα στὴ θάλασσα, χωριστὰ μιὰ σειρὰ μπανιέρες γιὰ τοὺς ἄντρες, χωριστὰ γιὰ τὶς γυναῖκες. Μιὰ γέφυρα, ἐπίσης ξύλινη, ἕνωνε τὸ κάθε συγ­κρότημα μὲ τὴν ξηρά.
Οἱ καμπίνες ἦταν στενές, ὑγρὲς καὶ μύριζαν μούχλα καὶ κάτουρο. Ἡ ἑταιρεία τοῦ τραίνου τὶς εἶχε χτίσει πρὶν χρόνια, ἀλλὰ σιγὰ σι­γὰ τὶς ἐγκατέλειψε καὶ ρήμαζαν. Ἔλειπαν ἀρ­κετὰ σανίδια καὶ ἔτσι φαινόταν ὁ ἀμμουδερὸς πυθμένας τῆς θάλασσας, καθὼς καὶ οἱ σπασμένοι πάσσαλοι, γεμάτοι φύκια καὶ ὄστρακα. Μιὰ σκαλίτσα ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τῆς κάθε καμπίνας κατέβαζε στὰ βαθιά, ὅπου τὸ βάθος τοῦ νεροῦ ξεπερνοῦσε τὸ μέτρο. Παιδιὰ δὲν ἄφηναν νὰ κολυμπήσουν ἐκεῖ. Οἱ ἄντρες φοροῦσαν μακριὰ μπανιερά, ἂν καὶ μερικοὶ νοικοκυραῖοι κατέβαιναν τὴ σκαλίτσα τελείως γυμνοί. Μὲ πολλὴ σοβαρότητα τοποθετοῦσαν τὸ ἀριστερό τους χέρι ἀνοιχτό, μπροστὰ ἀπὸ τὰ ἀπόκρυφα μέλη τους, ἐνῶ μὲ τὸ δεξί, μόλις τὸ πόδι τους ἄγγιζε τὸ νερό, ἔκαναν ἀργὰ ἀρ­γὰ τὸν σταυρό τους. Κατόπιν βουτοῦσαν.
Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο, οἱ μπανιέρες εἶ­χαν ἀρχίσει νὰ ξεχαρβαλώνονται τελείως. Τότε ἦταν ποὺ ἔφθασαν στὸν τόπο μας μερικοὶ πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Ρωσία, δικοί μας, ἢ καὶ Λευκορῶσοι. Θυμᾶμαι ἕνα ξανθὸ παλληκαράκι ψηλό, μὲ γαλανὰ μάτια. Κολυμποῦσε περίφημα. Ἔφερνε γύρα ὅλη τὴν ἀκτή. Μὲ ὡραῖες ἁπλωτὲς πήγαινε στὰ βαθιά, παρέκαμπτε τὸ εἰδικὸ σύρμα ποὺ χώριζε τὰ χωρικὰ ὕδατα τῶν γυναικῶν καὶ κολυμποῦσε στὰ νερά τους. Τσι­ρίδες καὶ φωνές, ἐκεῖνες. Οἱ δικοί μας τὸν κύτ­ταζαν ζηλόφθονα, διαμαρτύρονταν, ἀλλὰ ποῦ νὰ τολμήσουν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν, σὲ κεῖνες τὶς ἀκτὲς μὲ τὰ ρηχὰ νερά, κανεὶς δὲν κατάφερ­νε νὰ μάθει κολύμπι τῆς προκοπῆς.
Μιὰ Κυριακὴ ὁ νεαρὸς Ρῶσος, ἀφοῦ ἔκανε κάμποσους γύρους, ἐπέστρεψε κολυμπώντας πρὸς τὶς ἀνδρικὲς μπανιέρες. Ἀνέβηκε τὴ σκαλίτσα καὶ σκαρφάλωσε ἐπάνω στὴ στέγη, ἀπὸ ὅπου μποροῦσε νὰ γίνει ὁρατὸς ἀπὸ τὴν πλευ­ρὰ τῶν γυναικῶν. Ὁ καιρὸς εἶχε λίγο ψυχράνει, ἡ θάλασσα ἦταν ἀρκετὰ φουρτουνιασμένη καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐρημώνει κάπως. Πάνω στὴ στέγη ὁ Ρῶσος ἔμεινε ἀρκετὴ ὥρα, κυττάζοντας πότε δεξιὰ καὶ πότε ἀριστερά του. Ὕστερα ζυγίστηκε ἀργά, ἄνοιξε τὰ χέρια καί, πηδώντας μὲ φόρα στὴ θάλασσα, ἔκανε μιὰ θεαματικὴ βουτιά. Ἔμεινε ἐκεῖ, καρφωμένος σὲ κάποιον σπασμένο πάσσαλο. Ἔτρεξε κόσμος καὶ κοσμάκης, ἀλαλάζοντας. Τελικὰ ἦρ­θαν δυὸ ψαράδες καὶ τὸν τράβηξαν.
Πέθανε μόλις τὸν ἀκούμπησαν στὴν ἀμ­μουδιά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τὸ πρόσωπό του, κα­θὼς καὶ τὰ γαλανά του μάτια, ποὺ μᾶς κύτταζαν ὀρθάνοιχτα. Ἔμοιαζε νὰ μὴν καταλαβαίνει τίποτα ἀπολύτως.
ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΔΩΣ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ
Ιδού η κηδεία του [3-12-24], στη γενέτειρά
τον Πύργο που με τόση λατρεία τον αγάπησε
και και τον τίμησε με το έργο του!!
Η ΠΑΤΡΙΣ μιλάει για π λ ή θ ο ς
 και ήταν καμιά εικοσαριά άτομα, 
και οι μισοί ξένοι όπως καταγγέλλει 
με οργή ο Θανάσης.
Ούτε ο δήμαρχος δεν αξιώθηκε
Θανάση να αγιάσει το στόμα σου.
                              Α Ι Δ Ω Σ   Π Υ Ρ Γ Α Ι Ο Ι