theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

ΒΑΛΑΝΤΗΣ: ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ [2025] ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΤΑΝΕΙ

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΘΑΝΑΤΑ ΣΚΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΒΟΥΡΑ [ΒΑΓΓ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ]

 


ΠΡΩΤΟΜΗΝΙΑ - ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, ΠΡΩΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ!!!! ΑΛΛΑ-ΑΛΛΑ-ΑΛΛΑ........

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΆ ΤΟΥ 2014,
ΠΡΙΝ 10 ΧΡΟΝΙΑ. ΔΥΣΤΥΧΩΣ  ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΙ Ο
 ΚΟΣΜΟΣ ΤΡΑΓΙΚΑ ΕΠΙΔΕΙΝΩΘΗΚΑΝ ...

 Σαν ευχές για τον Νέο Χρόνο, γράφω αυτά τα λόγια
σήμαντρο ψυχής που διατυμπανίζει την αγάπη και τη
 συμπόνια  για  όλους  τους  συνανθρώπους μας που 
κοπιάζουν  και  πονάνε  όπου  γης !!!  Μαζί   και   τους
ξεριζωμένους από την πατρίδα τους, τους απόκληρους 
της κοινωνίας, τους μετανάστες. Αυτούς που παλεύουν 
κόντρα σε όλα τα δεινά του κόσμου, με χίλια βάσανα και 
κατατρεγμούς για ένα ξεροκόμματο κι από πάνω δέχονται 
τα λακτίσματα του κάθε ελληνάρα.
Τα αδέσποτα σκυλιά είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα.

Ο ΓΙΑΣΑΝ

Έχουν περάσει αρκετές ημέρες από εκείνο το πρωινό. Όποτε περνώ από τη διασταύρωση Πατησίων και Κοδριγκτώνος κι αυτό γίνεται πολύ τακτικά μια και είναι δίπλα στο σπίτι μου, θυμάμαι εκείνον τον ξερακιανό μελαμψό άνθρωπο.
Πρέπει να ήταν Κυριακή γιατί θυμάμαι όλα τα μαγαζιά ήσαν κλειστά και μόνο ο Κωτσόβολος που δεσπόζει στη γωνία ήταν ολάνυχτος. Βάδιζα γρήγορα στο δεξί πεζοδρόμιο προς την Ομόνοια. Η ώρα θα ΄ταν δε θα 'ταν 11 π.μ. και είχε μια σχετική κινησούλα στον δρόμο. Ο κόσμος ως συνήθως τα τελευταία χρόνια, καθένας κλεισμένος στα δικά του. Αγέλαστες πέτρες. Όλοι χάρτινα καράβια, φορτωμένα καημούς και ντέρτια. Άλλοι περπατούν σκυθρωποί με το βλέμμα σκοτεινό στο άγνωστο, βιαστικοί λες και κάτι να τους τραβάει, αλαφιασμένοι κι άλλοι μονολογώντας με το κινητό στο αφτί. Κάπως έτσι κι εγώ κάπου έτρεχα να προλάβω. Τι; Να πω την αλήθεια γρι δεν θυμάμαι. Διασχίζοντας λοιπόν τη διασταύρωση που λέγαμε, ξαφνικά ακούγεται ένα μπαμ και αμέσως μπροστά μου, κατάφατσα, σέρνεται ένα μηχανάκι με έναν άνδρα περί τα σαράντα κι από πίσω τον 15χρονο γιο του.
Ιδού μετά τη.... φυγή του Γιασάν
Το μηχανάκι ερχόταν αγκομαχώντας, ακριβώς στην άκρη του δρόμου και στη μεσαία λωρίδα πήγαινε ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Και τα δυο εννοείται πήγαιναν στην ίδια κατεύθυνση, όπως σαφώς νομίζω ότι σας περιγράφω. Έτσι στο ξαφνικό και στο εντελώς αναπάντεχο το αυτοκίνητο στρίβει δεξιά για να μπει στην Κοδρικτώνος χωρίς ο οδηγός να ελέγξει ότι πίσω και στην άκρη ερχόταν ένα μηχανάκι. Οπότε καταλαβαίνετε τι έγινε και ποιος έχει ολόκληρη την ευθύνη χωρίς κανένα δικαιολογητικό. Ευτυχώς που πατέρας και γιος φορούσαν κράνος και έτσι αν και σύρθηκαν δέκα ολόκληρα μέτρα δεν έπαθαν τίποτα εκτός από τα φτωχικά ρούχα τους που τρίφτηκαν στα μανίκια και το μηχανάκι που έπαθε κάτι μικροζημιές. Αμέσως ανασηκώνεται ο άνδρας και τρέχει οργισμένος στο σταματημένο αυτοκίνητο, χτυπά με τις παλάμες του το καπό και φωνάζει:

"Μαλάκα, είσαι μαλάκα, φτου μαλάκα"
Ο άλλος πετάγεται έξω και αρχίζουν το σπρωξίδι. Συνάμα από την πίσω πόρτα πετάγεται ένα κοριτσάκι 8 με 10 ετών κλαμένο και σε αλλόφρονα κατάσταση. Εγώ τι να κάνω; Έτρεξα να μαζέψω το κοριτσάκι που έτρεμε από την τρομάρα του. Καταλαβαίνετε τι γινόταν. Τα πρόσωπα είχαν ανάψει και τα πνεύματα είχαν οξυνθεί στο έπακρο. Σίγουρα θα πιάνονταν στα χέρια, η δε δική μου παρέμβαση αντί να κατευνάσει τα πράγματα, αντίθετα τα όξυνε κι αυτό γιατί ο ελληνάρας την εξέλαβε σαν ..πατριωτική αλληλεγγύη . Με πήρε σαν τα μούτρα του. Φώναζε και ωρυόταν:
"Θα σε γαμήσω ρε κωλόγυφτα, θα με πεις και μαλάκα κιόλας, και άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες που μάζεψαν όλους τους πειναλέους..." Ο άλλος, ο ανθρωπάκος τώρα δεν μιλούσε καθόλου και είχε το κεφάλι κάτω. Ξάφνου σηκώνει τα χέρια και φωνάζει:
"Εντάτσει..εντάτσει .. εσύ δίκιο".
Ο άλλος εκεί, πού να ηρεμήσει. Η παράβαση ήταν καταφανής αλλά με το ρατσιστικό του παραλήρημα είχε φθάσει σε ντελίριο.
"Μα καλά δε βλέπεις πως από δική σου ευθύνη και μόνο παραλίγο να σκοτωθούν δυο αθώοι άνθρωποι" του λέει οργισμένη μια κυρία.
"Καλά να πάρω το 100" λέω και κάνω να σχηματίσω τον αριθμό στο κινητό.
"Οσι..όσι εγώ τίποτα, δίκιο έχει κύριο" φωνάζει ο κακομοίρης ο ξένος. Ωχ σκέφτομαι δεν έχει χαρτιά ο δύστυχος και τον πλησιάζω ενώ προσπαθούσε να βάλει το μηχανάκι του εμπρός.
"Να" μου λέει, "Είμαι εντάτσι" και βγάζει από την εσωτερική τσέπη του μια ζελατίνα με ένα μάτσο χαρτιά.
"Ε..τότε κάτσε, όλοι θα πάρουμε το μέρος σου".
"Εγώ μαύρο ψυχή βλέπω κοριτσάκι έτσι κλαίει" και χτυπούσε δυνατά το στήθος του με την παλάμη του.
Καταλάβατε; Είδε το τρομαγμένο παιδί και μπροστά σε αυτό πήρε την ευθύνη πάνω του. Παραλίγο να γίνουν θύματα στον Μολώχ της ασφάλτου αυτός κι ο γιος του από καθαρή βλακεία του άλλου κι από πάνω ζητούσε και συγνώμη!!!
   Αυτός ο μελαμψός ανθρωπάκος, ο Γιασάν, ο μεγάλος ήρωας αυτού του πραγματικού γεγονότος που μας έδειξε τι πάει να πει Άνθρωπος με κεφαλαία, ήταν ένας Αιγύπτιος βιοπαλαιστής με νύχια και με δόντια! Πήγαινε το αγόρι του φροντιστήριο κι όλη τη βδομάδα δούλευε στις ελιές κάτω στη Σπάρτη. Η οικογένεια με τέσσερα παιδάκια σε ένα μικρό υπόγειο στην Κυψέλη.
    Σε λίγο το μηχανάκι χάθηκε και το μόνο που ακουγόταν ήταν το συνηθισμένο στρίγκλισμα των αυτοκινήτων.
Ευτυχισμένος ο Καινούργιος Χρόνος!!!
Πόσο μακριά είναι η Αίγυπτος, το Πακιστάν....!
Και στην Κυψέλη, στα Πατήσια... δεν περιμένουν τίποτα!
Κάθε χρόνο και χειρότερα... 
Όλη η μέση Ανατολή κλαίει και οδύρεται
Κανείς δεν κοιτά προς τα εκεί, ούτε ο Θεός, ούτε ο διάβολος!

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

ΑΚΥΡΑ ΦΕΤΟΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!

 

ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΔΟΥ

ΑΚΟΜΗ
α) Δεν περιέχει ζώα για αποφυγή κατηγοριών για κακομεταχείριση. 
β) Δεν περιέχει τη Μαρία, γιατί προτείνει την εικόνα μιας γυναίκας επιρρεπούς στην πατριαρχία. 
γ) Το πορτραίτο του ξυλουργού Ιωσήφ δεν υπάρχει, γιατί το σωματείο του δεν επιτρέπει τη χρήση του. 
δ) Ο Ιησούς βρέφος αφαιρέθηκε, επειδή δεν έχει επιλέξει ακόμα το φύλο του, που θα είναι είτε αρσενικό είτε θηλυκό ή κάτι άλλο. 
ε) Δεν περιέχει πλέον τους Μάγους, γιατί είναι λαθρομετανάστες και ένας από αυτούς είναι Μαύρος (φυλετικές διακρίσεις, ξενοφοβικοί).
στ) Δεν περιέχει κομήτη, για τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της φωτορρύπανσης.
 ζ) Επιπλέον, δεν περιέχει άγγελο, για να μην προσβάλει άθεους, μουσουλμάνους και άλλες θρησκευτικές πεποιθήσεις. 
η) Τέλος, έχουμε εξαλείψει το άχυρο, λόγω κινδύνου πυρκαγιάς, γιατί δεν συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό πρότυπο 69/2023/CZ. 
Έμεινε μόνο η καλύβα, κατασκευασμένη από ανακυκλωμένο ξύλο των καμένων δασών, σύμφωνα με τα περιβαλλοντικά πρότυπα ISO, ύψους ακριβώς 2,70 μ., δηλ. το ελάχιστο που απαιτείται για να είναι κατοικήσιμη.

Εορταστικός ορυμαγδός

.Δημ. Ζεβόλης

Πάνε κι έρχονται οι αναρτήσεις με στολισμούς, εδέσματα, εορταστικές (πανηγυριώτικες) εξόδους και εκδηλώσεις.
Όλα αυτά, βέβαια, κανέναν δεν απασχολούν, ικανοποιούν όμως την ματαιοδοξία αυτών που τις αναρτούν και υποχρεώνουν τους "φίλους" να στέλνουν likes και καρδούλες σε ένδειξη αβροφροσύνης, με την ιδιοτελή, βέβαια, αναμονή της αντίστοιχης ανταπόδοσης.
Έχουμε καταντήσει να μην κάνουμε κάτι επειδή μας ικανοποιεί, αλλά γιατί πρέπει να το αναρτήσουμε στο F/b και δώστου οι selfies πάνε κι έρχονται.
Πέρα όμως από την γενικότερη ανοησία , θεωρώ ότι, αυτές τις ημέρες, πρέπει να είμαστε διπλά προσεκτικοί.
Τουλάχιστο να μην προκαλούμε.

Υπάρχουν πολλά άτομα, εδώ γύρω μας, που για μία σειρά λόγων (οικονομικοί, υγείας, μοναχικότητας πένθους κ.ο.κ.) δεν βιώνουν με τον καλύτερο τρόπο αυτήν την "εορταστική" περίοδο.
Όσο μπορούμε ας μην επιδεινώνουμε την δυσάρεστη κατάστασή τους.
Ας είμαστε περισσότερο σεμνοί, διακριτικοί και συγκρατημένοι, να μην επιδεικνύουμε τις ευχάριστες στιγμές μας (άλλωστε κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά γιαυτές)
Πρέπει κάποια στιγμή και το f/b να δημιουργήσει το δικό του savoir vivre.
Τέτοιες ημέρες μου έρχεται, πάντα, στο νου το σπαρακτικό ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου (το έχω αναρτήσει και παλαιότερα, δεν θα το αποφύγω και τώρα μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι).
Όλα αυτά, με τις ειλικρινείς ευχές μου, να περάσετε όμορφα (όπως ο καθένας αντιλαμβάνεται το όμορφα.)

 


Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

ΟΜΗΡΟΣ ΠΕΛΛΑΣ[Πέθανε σαν σήμερα 23-12-1961, 41 χρονών]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ  
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Κέδρος 1978 

 "Όταν, στα 1962, κυκλοφορεῖ τὸ ἡμερολόγιο τῆς ὁμηρίας STALAG VI C τοῦ Ὅμηρου Πέλλα, τὸ ἐλληνικό κοινό αν πληστα διαβάζει καὶ συμμερίζεται ἐνθουσιασμένο – τί ἀντίφαση ἀλήθεια! – τὰ πάθη τοῦ βιβλίου, ἡ ἐπίσημη κριτική ἐκπλήσσεται γιὰ τὸ ἀπροσδόκητο γεγονός και τελικά τα Γράμματά μας ἔχουν ἀκόμη ἕναν συγγραφέα – όχι τυχαῖον.
Η προσφορά τῆς ῾Ελλάδας στὴν ἀντιπολεμική λογοτεχνία τοῦ β΄ παγκόσμιου καὶ εἰδικά στον τομέα ἐκεῖνο τῶν γερμανικῶν στρατοπέδων, εἶχε στο ἀκέραιο ἐκπληρωθεί... ᾿Αλλά ὁ "Ομηρος Πέλλας δὲν εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ συγγραφέα μὲ τὸ ἕνα βιβλίο – παρ' ὅτι λίγα τα χρόνια που έζησε καὶ ἐκεῖνα πῶς. Πλήν ἀρκετῶν μελετών, δοκιμίων και σημειωμάτων, πλήν τοῦ θεατρικοῦ ἔργου «Ακριβή», πλήν δρισμένων γραμμάτων τῆς ἀλληλογραφίας με τη γυναίκα του, σήμερα, περασμένα ἤδη 15 χρόνια [41 ΣΗΜΕΡΑ] ἀπὸ τὸν ξαφνικό θάνατό του, βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας τα διηγήματά του. "Όλα-ὅλα εἶναι ἐφτά (στην τελική τους, νομίζω, μορφή). ΟΙ ΚΑΡΦΙΤΣΕΣ, ή ΑΝΝΑ, ὁ ΑΝΔΡΕΑΣ, & ΣΤΑΥΡΗΣ (σταλμένο με το ψευδώνυμο Ο. Γλάρης στην «'Επιθεώρηση Τέχνης» για το διαγωνισμό ἀντιστασιακού διηγήματος «Κορυσχάδες»), ἡ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ, ή ΘΟΔΩΡΑ καί ὁ ΓΕΡΟ- ΔΙΑΣ. «Συμφωνία λυγμῶν» τὰ ὀνόμαζε ὁ ἴδιος, στάλες βροχῆς ποὺ τὴν ψυχή καὶ τὸ κορμί μουσκεύουν, θλίψη καί κρύο μαζί. Πλαίσιο το χωριό καὶ ἤρωές του τὸ μνημολόγιο τῆς σχηματισμένης-ἀσχημάτιστης παιδικῆς ἡλικίας, οἱ κοντινοί του ἀπτοῖ ἄνθρωποι που ἡ κατάληξή τους δὲν εἶναι τὰ βαθιά γηρατειά καὶ τά καλά πλούτη. Ο χαμός πρίν τῆς ὥρας τους καὶ ἀπὸ συγκεκριμένες αἰτίες. Τα στερνά ὀρθώνονται ἀπό τά τριάντα πέντε καὶ ὕστερα, μέσα στήν ἀρρώστια καί τή στέ ρηση. Τα γυναικεῖα χέρια γρήγορα χάνουν την τρυφεράδα, γίνονται ἀρσενικά, ροζιάζουν. Ο δείχτης τῶν προβληματισμῶν του πάντοτε σημαδεύει τὰ βάσανα. «Ποῦ νὰ πατήσεις για να στηρίξεις τὸν ἄλλο; "Όπου ἀκουμπήσεις πληγή, ὅπου βάλεις το δάχτυλο πύο». Το τραγούδι καὶ ἡ χαρά πνίγονται στο γενικό, μοιραίο κλί μα, ὁ Γερο-Λιάς κάποια στιγμή μόνον ἀναρωτιέται μά ἀπο- μακρύνεται γρήγορα ντροπιασμένος, αἰτία τὰ ἐρωτήματα που θέτει ὁ ἴδιος ἐπιθυμώντας να κρατηθεῖ στή ζωή. Οἱ με- γάλοι δρόμοι για τους ἐλάχιστους, δυό-τρεῖς ξεφεύγουν τους νόμους τοῦ χωριοῦ, χάνονται κι αὐτοί σε λίγο μὲ τὸν α' ἤ β΄ τρόπο κακήν κακῶς «κι ὅμως ἡ ζωή πρέπει, μπορεῖ νά 'ναι όμορφη». Διδακτικός καί συμπάσχων στούς πίνακες τῆς κοινωνικῆς κριτικῆς του, δέν γίνεται διαφορετικά, ἡ αἰσθητική του πιέζεται ἀφόρητα ἀπό τούς ἐξωτερικούς κανόνες τῆς ζωῆς ἐκείνης, που στο κάτω-κάτω δέν ἔπαιζε καὶ δὲν γελοῦσε. Παρ' ὅλα αὐτά, τεχνίτης τῶν πολλαπλών καταστάσεων ὅταν ἡ μια ἱστορία εἰσχωρεῖ στὴν ἄλλη, ὅταν τὸ ἕνα πρόσωπο ταυ- τίζεται μὲ τὸ ἄλλο καὶ ἐκεῖ πάνω γεννιέται ἕνα τρίτο, φωνές τελικά πολλές μαζί, πολύβουη ζωή – καταραμένος ὁ θάνα- τος. Τότε μόνον οἱ ἄνθρωποί του παίρνουν τὰ ὀνόματά τους, γίνονται ἐπώνυμοι, "Αννα, Σταυρούλα, ᾿Ανδρέας, Θοδώρα, ὅπως οἱ σταυροί στούς τάφους, μπαίνουν πόδια-χέρια στην ὀριστική τους θέση, το κεφάλι τα μαλλιά ἡ φωνή. Τότε ή μνήμη τῶν προσώπων αὐτόματα λειτουργεῖ, τα όμορφα δι νειρα καὶ ἐκεῖνα πού μοιάζουν μάταια, πληγή που αἱμορρα γεῖ σ' ὅλο τὸ μάκρος τοῦ βίου του καὶ ὁ συγγραφέας. Συμφιλιωμένος με τη ζωή, τυπικά δὲν ἀνατρέπει τὸν κόσμο που βλέπει ἀλλὰ τὸν δέχεται στη φυσική, ἐλεύθερη καὶ ἀξιοπρεπή συμβίωσή του. Παπαδιαμαντικός, χωρίς ἄλλο, ἂν ἀπαραίτητο εἶναι νὰ ἐντάξουμε τόν "Ομηρο Πέλλα σε κάποιο γενικότερο συγγραφικό καὶ ἀνθρώπινο κλίμα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς γραμματολογίας, πιστεύω, μὲ ἀσφάλεια θα τρύπωνε, κακότυχο ζουδάκι, κάπου ανάμεσα στον Στρατή Δούκα, τον Κο σμᾶ Πολίτη, τον Βασίλη Λούλη, τον Κώστα Χατζηαρ- γύρη, τή Μέλπω ᾿Αξιώτη, το Νίκο Καχτίτση ἀκόμα. Γεννήθηκε στο χωριό Καημένη Γυναίκα Κυπαρισσίας το 1921, ἀρχές χρονιάς. Πέθανε στη Σκόδρα τῆς Έδεσσας το 1962, λίγο πρίν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα.

                                    ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
                                           Μάρτιος 1978
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΙΣΤΟ ΠΕΛΛΑ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
                 ΕΔΩ                                                   

Ο ΣΤΑΥΡΗΣ

Γιορτή, καθημερινή, ὅ,τι καιρό και να 'κανε, στις παγωνιές τοῦ χειμώνα καί στις χλιές αὐγηνάδες τοῦ καλοκαιριοῦ, τὴν ἴδια πάντα ὥρα, ἡ φωνὴ τοῦ Σταυρή γιόμιζε το χωριό: Οοοοχαα - δοοχαα. Βγάλτε τα γελάδια... 
   Οἱ νοικοκυράδες μια μια βγάναν τὰ ζῶα ἀπὸ το στάβλο καὶ τὰ ᾿φερναν στο μικρό πλάτωμα ἀπ᾿ ὅπου τὰ ξεκίνας γιά τή βοσκή. Ἐκεῖνος μετά τη φωνή, ἔπαιρνε ἀργὰ τὸ ἀνηφοράκι κι ἔβγαινε στο σύρραχο στο δένδρο. Ήταν ἕνα καραγάτσι καψαλισμένο, δυό τρία κλωνάρια μόνο χλωρά. ᾿Ακούμπας σε δαῦτο – δὲν ξεχώριζες δένδρο κι ἄνθρωπο - κι ἄναβε τσιγάρο, ἔστριβε κάτι τσιγάρα πελώρια, κον τὰ ποῦρα. Ἴσαμε που να μαζευτοῦν τὰ ζῶα. Ηθελε νὰ τὰ βλέπει ἕνα ἕνα ὅπως τὰ ᾿φερναν. Δέν ἤξερε νὰ τὰ μετρήσει – σχολειό δὲν πῆγε ποτέ. Εἶχε γεννηθεῖ σ' ένα χωριό βαθιά στην ᾿Ανατολή, στην καταστροφή χάθηκε ὁ πατέρας του, τὸν ἔφερε ἡ μάνα του ἐδῶ, ἐκείνη ξαναπαντρεύτηκε ἕναν ἀπὸ τὰ ίδια τα μέρη, χῆρο, εἶχε κι αὐτὸς ἕνα παιδί, λίγο μεγαλύτερο, έκαναν καὶ μαζί ἄλλα τέσσερα, τοῦ τον τὸν εἶχαν σαν παραρηγμένο στο σπίτι, πῆρε τὰ γελάδια τοῦ χωριοῦ καὶ δὲν ἦταν βάρος – ἔφερνε καί κάθε βράδυ τσάκανα γιά προσανάματα. Δὲν ἤξερε, λοιπόν, νὰ τὰ μετρήσει τὰ γελάδια, μποροῦσε ὅμως κάθε στιγμή νὰ σοῦ πεῖ ποιό λεί πει, ποιά εἶναι νά γεννήσει, ποιό δὲ βόσκησε σή μερα, πότε γεννήθηκε το καθένα, εἶχαν περάσει λα ἀπὸ τὰ χέρια του – ἦταν ὁ μεγάλος του ρόλος. Ὅταν εἶχε γέννα, ἔτρωγε βιαστικά το βράδυ, γιό μιζε τή σακούλα του καπνό κι ἔβγαινε. Έχω δου λειά, ἀπαντοῦσε ἐπίσημα – στὴν ἀρχή ρωτούσαν, ὕστερα μάθαν, δὲν τὸν ρωτοῦσαν πιά. Δὲν ἄφηνε και νέναν κοντά στο ἑτοιμόγεννο ζῶο. Καθόταν μονά χος, το χάιδευε, τοῦ ᾿δινε κουράγιο τρυφερά, λέγαν πώς βογγοῦσε κι αὐτός μαζί του. Τὴν ἄλλη μέρα οἱ χωρικοί καταλάβαιναν – ἡ φωνή του ήταν σα θριαμβική. Το ἴδιο καταλάβαιναν ἄν εἶχε πάθει ζημιά το κοπάδι, ἦταν σπασμένη, σά βραχνή. Μιά φορά τοῦ ᾿χε φάει ὁ λύκος ἕνα μουσχάρι, μέρες το πρωί δὲν μποροῦσε νὰ φωνάξει. 

    Ὅταν τέλειωνε το τσιγάρο του ἔβανε ξανά μιά φωνή καί κατηφόριζε. Τα μάζευε ἀπό γύρω γύρω καί τά 'βανε μπροστά, πότε κατά την Τσούκα, πότε κατά τήν Κρεμενίτσα, ἄρχιζε ἡ δική του μέρα. Ἕνας διηγόταν πώς τὸν ἔπιασε να κουβεντιάζει μια φορά μέ μιά δαμαλίτσα. Τῆς ἔλεγε πώς θα μεγαλώσει, πώς θα κάνει μουσκαράκια πολλά, νὰ μὴ φοβᾶται, αὐτός θά 'ναι πάντα κοντά της, τέτοια. 
   – Με ποιόν κουβεντιάζεις, Σταυρή; τον ρώτησε. 
Ἐκεῖνος ξαφνιάστηκε, τόν κοίταξε μια θυμωμένος, ὕστερα ντράπηκε, κατέβασε τό κεφάλι καί κρύφτηκε ἀμίλητος μέσα στα δένδρα. Μπορεῖ νὰ μὴν ήταν ἀλήθεια, ὁπωσδήποτε στά βοσκοτόπια ὅλες οἱ πλάκες και ήταν χαραγμένες, κεφάλια βοδίσια με μεγάλα ματια. 
      Τά γελάδια κι η αδελφή του, ἡ Παρθενόπη. Ένα κοριτσάκι με μεγάλα ανατολίτικα μάτια - γι' αυτό που την αγαπούσε; Τα βράδια όταν γυρνούσε, άφηνε στην αυλή τα ξύλα που κουβαλούσε κι έμπαινε στό σπίτι. Η Παρθενόπη ήξερε, ερχόταν κοντά. Εκείνος άδειαζε τις τσέπες του, πράνα, φουντούκια, κούμαρα, γκόρτσα, ἀνάλογα με την εποχή. Η μεγάλη σπιτική του χαρά ήταν να βλέπει τα μάτια της χαρούμενα όπως έτρωγε ό,τι της έφερνε - τότε λάρωνε το μούτρο τοῦ Σταυρή. τὸν άλλο καιρό ήταν πάντα σκοτεινό. Ήταν ἕνας μελαχρινός άντρας, αξούριστος πάντα, μόνο με το ψαλίδι έκοβε κάθε τόσο τα γένια του, τα μαλλιά του αχτένιστα, φουσκωμένα – σα σκαντζόχοιρος, ἔλε γε ἡ Παρθενόπη καὶ γέλαγε, γέλαγε κι ὁ Σταυρής, μὲ τὰ μάτια μόνο. Δεν μπορούσες να μαναντέψεις την ηλικία του. Ήταν ἀπό κείνους τους χωριάτες πο που τοῦ φαίνεται πρόωρο νὰ τοὺς πεῖς γέρους, ὅμως πρέπει να βιάσεις πολύ τη φαντασία σου γιὰ νὰ τοὺς δεῖς παιδιά. Ο αδιάκοπος μόχθος κι ἡ στέρέρηση έχουν πετρώσει στο πρόσωπό τους μια άχρωμη, η έκφραση – εγκαρτέρηση ἢ ἀπελπισμένη ὑποταγή – καὶ μόνο κάποιες στιγμές διακρίνεις στη ματιά το τους μιαν ἀνθρώπινη μνήμη, ἕνα μακρινό παράπονο, μιά θαμμένη πίκρα, ένα κόμπο δάκρυ ξεχασμένο τόσον καιρό που στέγνωσε πιά.
    Τὰ βράδια, ὅταν λείπαν οἱ ἄλλοι, ἡ Παρθενόπη τοῦ 'λεγε ἱστορίες που 'μαθε στο σχολειό, ἐκεῖνος άκουε - ήταν ή μακάρια ώρα του. Οἱ δικοί του, όταν τους έβρισκαν έτσι, μάλωναν.
   – Τι κάθεσ᾿ ἐδῶ κι ἀκοῦς ἐρημιές, γράμματα θά μάθεις τώρα; Σήκω, κακομοίρη, νὰ βγεῖς κατά το χωριό νὰ δεῖς κανέναν ἄνθρωπο, νὰ ἰδεῖς κανένα κορίτσι. Κατέβαζε τότε πιο βαρύ το κεφάλι καί τράβαγε ἀπανωτές ρουφηξιές. Δὲν ἤθελε νὰ τοῦ μιλᾶν για γυναῖκες. Ἡ μάνα του το 'χε καημό νὰ τὸν παντρέψει. Κάποτε βρέθηκε ἕνα ὀρφανό κορίτσι, κουτσό, ἀπ᾿ ἕνα πλαϊνό χωριό καί τούς πάντρεψαν. Λίγο καιρό ἀργότερα ἔφυγε. Εἶπαν πώς τὸν παράτησε, ἔφυγε κορίτσι ὅπως ἦρθε. "Αλλοι λέγαν πώς μια φορά θάρρεψε λίγο ὁ Σταυρής τη νύχτα κι άπλωσε τὸ χέρι νὰ τῆς κάμει χάδια, βρῆκε ὅμως τα πόδια της μπερδεμένα μέ τά πόδια τα τοῦ μεγάλου του  ἀδερφού – κοιμοῦνταν όλοι μαζί στρωματσάδα στό ένα ὅλο κι ὅλο δωμάτιο πο που 'χε το σπίτι – προσωρινή στέγαση προσφύγων ἀγροτῶν που κράτησε ὁλόκληρη ζωή – ποῦ νὰ βρεῖς ἄκρη; Οπωσδήποτε ἡ γυναίκα ἔφυγε κι ὁ Σταυρής, θυμωμένος, τῆς κράτησε ἀπὸ τὴν προίκα της ἕνα καλό πάπλωμα. Ὅταν βρίσκονταν ὅλοι στο σπίτι, προπαντός το χειμώνα που ἄναβε ἡ σόμπα, πέρναγε τή βραδιά καπνίζοντας συνέχεια. Κάποτε τον πείραζαν.
      –Ἐσὺ δὲ λές τίποτα Σταυρή; 
       -Ο Σταυρής δέν ξέρει να μιλάει, κάθεται σα χαϊβάνι, ἔλεγε ἡ μάνα του. Μόνο τσάκανα ξέρει να μαζεύει, να καπνίζει και να φτύνει πλίτς-πλίτς σαν τῆς κότας τὸν κ... το στόμα του φαρμακωνόταν ἀπὸ τὰ τσιγάρα κι ἔφτυνε ἀδιάκοπα. Ἐκεῖνος τὴν κοίταε μια φορά σκοτεινά καί ξανάρχιζε το κάπνισμα. 
     Ὕστερα ἦρθε ὁ πόλεμος. "Ακουε τα βράδια που μίλαγαν για μάχες στην Αλβανία, για Ιταλούς, χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, τα παιδιά εἶχαν φύγει κι έστελναν γράμματα ἀπό τὸ μέτωπο – φανταζόταν ἕναν τόπο μακρινό κάτασπρο ἀπό χιόνια κι ἀνθρώπους που σαλεύουν σαν άν κατσαρίδες κι ὅποιος μπο ρέσει σκοτώνει τὸν ἄλλο. Ἔτσι πέρασε ὁ χειμώνας. Μια μέρα, τὸν ᾿Απρίλη, τον φώναξαν στην ᾿Αστυνομία, τοῦ ᾿δωσαν «κατάσταση» κι ἔφυγε γιά τή Φλώρινα, παρουσιάστηκε καί τὸν ντύσαν στρατιωτικά – ἄκουσε που μίλαγαν για πόλεμο μὲ τοὺς Γερμανούς. Ἔμεινε 2-3 μέρες, ὕστερα τον φώναξαν σ' ἕνα γραφεῖο καί τοῦ ᾿παν νὰ φύγει, δὲν τὸν χρειάζονταν πιά, ὁ πόλεμος τέλειωσε. Σπρωχνόταν μιά ὁλόκληρη μέρα νὰ μπεῖ σε κανένα τρένο, δέν τά κατάφερε, ξεκίνησε με τα πόδια – σε δυό μέρες ἦταν στο χωριό. Ἐκεῖ ὅλα ἦταν ἄνω-κάτω. Ἡ ᾿Αστυνομία εἶχε φύγει, ἀεροπλάνα περνοῦσαν ἀράδα κατά το Νοτιά, οἱ Γερμανοί, λέγαν, προχωροῦσαν γιὰ τὴν ᾿Αθήνα, ὅλοι ἦταν τρομαγμένοι, ὅλοι περίμεναν κάτι φοβερό να 'ρθει. Στό τέλος οἱ Γερμανοί δὲν ἦρθαν στο χωριό, τοὺς εἶδαν, λέγαν, στην πόλη – τα παιδιά ποὺ εἶχαν πάει στον πόλεμο ξα- ναγύριζαν ἕνα ἕνα, οἱ δικοί τους ἦταν χαρούμενοι. Μόνο ὁ Θανάσης τοῦ Σωφρόνη γύρισε λίγο αργότερα κουτσός κι ὁ ξάδελφός του ὁ Νικόλας δὲ θὰ γύριζε ποτέ, σκοτώθηκε στην ᾿Αλβανία κι ἡ μάνα του έκλαιγε. Σιγά σιγά ὁ κόσμος συνήθισε, ξανά πιασε τίς δουλειές του κι ὁ Σταυρής τά γελάδια του – πέρασε το καλοκαίρι. 
   Το χειμώνα, ἀραιά στήν ἀρχή, πιό πυκνά ΰστερα, φτάναν στο χωριό ἄνθρωποι ἀπό τίς πόλεις, ἀδύνατοι καί φοβισμένοι, φορτωμένοι πράγματα τοῦ νοικοκυριοῦ τους ποὺ τὰ πουλοῦσαν για ψωμί. Διηγοῦνταν φοβερά πράγματα για τις πολιτεῖες. Λέγαν γιὰ τὴν πείνα – οἱ ἄνθρωποι γυρνοῦσαν ὅλη τὴ μέρα γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί, παιδάκια καὶ γέροντες πεθαίναν στους δρόμους δρόμους ἀπὸ ἐξάντληση, γιὰ τὸν τρόμο λέγαν, πού πλάκωνε τις γειτονιές ὅταν ἄρχιζε να βραδιάζει, καὶ τὰ μάτια τους ἦταν πάντα σκιαγμένα. 
    Ὅλα αὐτὰ ὁ κόσμος τ' ἄκουε σα μακρινά και ξένα. Ἴσαμε πού ὁ φόβος ἦρθε πιο κοντά. Οἱ Γερμανοί μπήκαν σ' ἕνα κοντινό χωριό, ἄρπαξαν πράγματα ἀπὸ τὰ σπίτια, τουφεκοῦσαν στον αέρα, σκότωσαν κι έναν πού πήγαινε να φύγει κρυφά. Οἱ ἄνθρωποι δὲ βγαίναν πιὰ τὴν νύχτα, στο παζάρι πήγαιναν φοβισμένοι κι ὅλο περίμεναν πάλι κάτι να 'ρθει κακό μέρα με τη μέρα, ὥρα μὲ τὴν ὥρα. Ένα πράγμα σκοτεινό και πελώριο, κρεμασμένο στὸν ἀέρα, βάραινε, προπαντός τη νύχτα, την ψυχή τοῦ Σταυρῆ. Δὲν ἤξερε καλά νὰ πεῖ τί ἦταν, ἦταν σίγουρος ὅμως πώς πλανιόταν πάντα ἐκεῖ φοβερό, ἕτοιμο νὰ τὸν πλακώσει. 
     Καί μια μέρα γέμισε ὁ τόπος βουητό, μοτοσικλέτες, αὐτοκίνητα, οἱ Γερμανοί πιάσαν το χωριό γύρω γύρω, ὁ Σταυρής ἦταν στο δέντρο καί περίμενε νὰ μαζευτοῦν τὰ γελάδια, τοὺς εἶδε. Μάζεψαν ὅλα τὰ ζῶα στην πλατεία, τὰ περνοῦσαν ἕνα ἕνα μπροστά ἀπό ἕναν κοκκινομάλλη Γερμανό κι ἐκεῖνος διάλεγε τα νέα και τὰ χώριζε στὴν ἄκρη. Κατέβηκε και ζύγωσε, τὸ μάτι του έτρεξε ἀμέσως. Ἡ ταν μιά δαμαλίτσα κοντά δυό χρονῶν, παρδαλή με κανελιά μπαλώματα καί τριανταφυλλιά μάτια ομορφότερο πράμα δὲν εἶχε περάσει ἀπό τα χέρια του. Τοῦ χρόνου θα γεννοῦσε, την περίμενε νὰ τοῦ ἄλλη,άλλη μια δαμαλίτσα όμορφη σαν και εκείνη κι άλλη ,κι άλλη- ἕνα ὄνειρο: το λιβάδι μπροστά του σάν και κείνη κι γεμάτο γελάδια μέ κανελιά μπαλώματα καί τριανταφυλλιά μάτια. Τώρα ὅμως πάει, θὰ τὴν παῖρναν, ἦταν σίγουρος. Πήγε κοντά, τὴν ἔσπρωχνε, τή χάιδευε. Ο Γερμανός την τράβηξε στὴν ἄκρη μὲ τὰ νέα ζώα.
   – Αὐτή μή... πῆγε νὰ πεῖ, ὁ

ΣΤΑΛΑΓΚ VLC

 Όμηρος Πέλλας
ΣΤΑΛΑΓΚ VLC
Ημερολόγιο τῆς ὁμήρίας 
Το Στάλαγκ VIC μὲ τὸν ὑπότιτλο Ἡμερολόγιο τῆς ὁμηρίας, ἀφηγεῖται την καθημερινή ζωή τῶν αἰχμαλώτων στα στρατόπεδα συ γκέντρωσης τῆς Γερμανίας. Πέρα από την ἱστορική του ἀξία, αὐτό το μυθιστόρημα διαθέτει ἀρετές μοναδικές: ἀμεσότητα, δύναμη, ζωντάνια στην περιγραφή τῶν εἰκό- νων καί ὅλ᾽ αὐτά δοσμένα με μια λιτότητα ἀφοπλιστική. Ὁ Ὅμηρος Πέλλας δίκαια κατέχει περίοπτη θέση στὸ χῶρο τῆς σύγχρονης έλληνικῆς λογοτεχνίας, γιατί κατόρθωσε να δώσει μὲ ἀνθρωπιά κι ευαισθησία αὐτό το θέμα, που πολύ εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἀποπνέει ἁπλοϊκούς αἰσθηματισμούς και μελο δραματικό ύφος. Και για να κατανοήσουμε το μέγεθος τῆς ἀξίας αὐτοῦ τοῦ ἔργου καὶ τοῦ λογοτέχνη Όμηρου Πέλλα, θα πρέπει να λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ ἱστορία που τόσο ὑπόκωφα καὶ ὑποβλητικά μᾶς ἀφηγεῖται εἶναι κομμάτι τῆς δικαίας του ζωῆς. 
Ίσως γι' αὐτό εἶναι συγκλονιστικό.
 ................................................................................................................
[Μικρό απόσπασμα]
......῎Ἄλλο πράγμα κι ἐκεῖ στα κρατητήρια της Γκέσταπό δέκα ἄνθρωποι μέσα σ' ἕνα πλυσταριό, στην αὐλή ἑνός σπιτιοῦ. Εὐτυχῶς ἦταν μέσα κι ἕνας γιατρός, εἶναι δῶ τώρα μαζί μας, και μᾶς «κούραρε». Μαζί μας κι ἕνας που κατέδωσε το γιατρό στούς Γερμανούς – μυστήρια που γίνονται! Γέροι, νέοι ἀλήθεια τί νὰ γινε κεῖνο τὸ κίτρινο παιδί πού δέ μιλοῦσε καθόλου; Το κατέβασαν ἕνα πρωί ἀπό πάνω τὰ γραφεῖα τῆς Γκεσταπό ὅπου βρί σκονται τ' ἀπομονωτήρια. Εἶχε ἔκδηλο ψυχικό κλονισμό ἰσχυρότατο, ὁ γιατρός διαπίστωσε καρδιακές ἀνωμαλίες. Ἔμεινε δίπλα μου, τρώγαμε μαζί το ·φαγητό πού μοῦ ᾿φερναν τὰ παιδιὰ τοῦ οἰκοτροφείου. Ὅλο τον καιρό που μείναμε ἐκεῖ καί στο Doulag, στη Θεσσαλονίκη, δέν ἔβγαλε λέξη.
     Μόνον ὅταν ἔγινε γνωστό πώς θά ·φύγουμε γιὰ ἐδῶ μᾶς διηγήθηκε τί εἶχε πάθει. 
    Στο χωριό του εἶχαν σκοτωθεῖ δύο Γερμανοί καί τόν πιάσανε μαζί μ' ἕναν παπά που τυχαία βρέθηκε κεῖ, ἦταν ἀπό τήν πόλη. Τον κρατοῦσαν ἀπομονωμένο. Κείνη τη νύχτα, πρίν τον φέρουν κάτω, μετά τα μεσάνυχτα τόν φώναξαν καὶ τὸν πῆγαν μέσα σ' ἕνα δωμάτιο τῆς Γκεσταπό –κεῖνο τὸ χτῆνος ὁ Μάξ, ἕνα ἀνθρωπόμορφο τέρας με μούρη σα σκύλος μπουλτόγκ εἰδικός βασανιστής. Ὅταν μπῆκαν στο δωμάτιο τοῦ ᾿παν να το · σφουγγαρίσει καί νὰ μὴν πεῖ τίποτα – ήταν οἱ τοίχοι γιομάτοι αἵματα, καὶ τὸ πάτωμα · τὸ ἴδιο. Στή γωνία - σταμάτησε το καημένο το παιδί κι ἔβαλε τα κλάματα. Ξέσπασε – μέχρι τότε δὲν ἔκλαψε ποτέ. Ἔκλαιγε τώρα. Ο γιατρός εἶπε πώς ἦταν καλό που έκλαψε. Ὅταν σταμάτησε συνέχισε: Στή
ΣΤΑΛΑΓΚ VI C γωνία, λοιπόν, βρισκόταν ένα σκοτεινά πράμα – όταν πλησίασε εἶδε πώς ήταν ἄνθρωπος. Ένας πραγματικός σωρός κρέας και κόκαλα. Μόνο δυό μάτια κινούνταν, κι ή γλώσσα του – Εγώ είμαι, ὁ παπάς, του 'πε. Μόλις ακουγόταν ή φωνή του. Πάρε τοῦτον τὸ σταυρό – ὅταν τὸν ἀκούμπησε να βγάλει το σταυρό εἶδε πῶς τοῦ χανε λιώσει τα κόκαλα. Κι ήταν ένας περήφανος παπάς θεόρατος, τὸν θυμάμαι καλά. Παράτησε καὶ σταυρό καὶ παπά, σφουγγάρισε άρον άρον το πάτωμα καὶ τοὺς τοίχους καὶ ξαναγύρισε στο θάλαμό του. Την άλλη μέρα τὸν κατέβασαν σ' ἐμᾶς. Ήταν κατακίτρινος σὰ νὰ χε ίκτερο. Έκαμε καιρό να κοι- μηθεί.
 Τότε κι ἐμεῖς καταλάβαμε. Είχαμε ἀκούσει κείνη τη νύχτα ἀργά, μια γοερή, ἀπερίγραπτα ἀνατριχιαστική κραυγή - Πουχί Χριστέ μου! Κι ύστερα συνέχεια – Πάρε με με Παναγία μου! Κι ὕστερα τίποτα... Μαζευόμαστε ὁ ἕνας κοντά στον ἄλλο, ἡ ψυχή κουβάρι, σαν τα σκυλιά το χειμώνα. Κάποιος εἶδε ἀπό μια τρύπα τῆς πόρτας το πρωί που κατέβαζαν κάτι με κόπο, τυλιγμένο σ' ένα τσουβάλι μεγάλο. Την ίδια μέρα ἀπόλυσαν τὸ γιό τοῦ παπά που ήταν μαζί μας – δὲν ἤξερε τίποτα για τον πατέρα του, οὔτε καν πώς τον πιάσαν.
  Όταν ξαναφέρνω στο νοῦ μου κείνη τη γοερή κραυγή μέσα στην τρομαγμένη νύχτα, μοῦ ἔρχεται ἀνατριχίλα. ᾿Αλλά τι τα σκέφτομαι τώρα ἐκεῖνα; Πέρασαν όπως πέρασαν. Όμως τί να κάμεις, Έρχονται μόνα τους. Βρυκόλακες, εφιάλτες – θα μπορέσουμε τάχα ν' ἀπαλλαγοῦμε ἀπό δαύτους, όταν κάποτε γλιτώσουμε και ζοῦμε ἀνθρωπινά; Η θα τους κουβαλάμε να ρίχνουν τὸν ίσκιο τους κι όταν κάποτε ή χαρά θα φωτίζει το μέτωπο καὶ τὴν καρδιά μας; Ας εἶναι. Αὐτὰ εἶναι θέματα ποὺ δὲ λύνονται τώρα κι εδώ. Τώρα βρισκόμαστε στο Essen-steele.    Βολευτήκαμε στους θαλάμους καλά. Μόνο κάτι παράθυρα λεί πουν. Βάλαμε χαρτόνια. Έχουμε κρεβάτια, μόνο που πεινάμε πολύ, φαγητό αύριο. Έκανα μια βόλτα στους θαλάμους νὰ δῶ, εἶπα, πῶς εἶναι, ἀνακάλυψα όμως πώς ζητοῦσα κάτι ὀρισμένο κι ἐκεῖνο τὸ ὁρισμένο ἦταν ὁ δικηγόρος – εἶχε και ψωμί καὶ μαργα ρίνη και ζάχαρη. Τον βρήκα ήσυχα ήσυχα ξαπλωμένον. Έκατσα, έκατσα, πιάσαμε κουβέντες, το 'φερα πλάγια πώς πεινάω, έκανε το κορόιδο. Μέχρι τέλους δὲν τοῦ ζήτησα. Ξανά κεῖνος ὁ κόμπος στο λαιμό, ἔφυγα ἀπελπισμένος. Αργότερα στο θάλαμό μας ήρθε ένας Ιταλός – .........
..
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΙΑ ΤΟ ΣΤΑΛΑΓΚ VLC ΚΛΙΚ ΕΔΩ


Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

 Στον πρώτο χρόνο της δικτατορίας, το Δεκέμβρη του 
1967, ιδρύεται ο Ρήγας Φεραίος. Στην Αθήνα και την
 Θεσσαλονίκη κυκλοφορεί η ιδρυτική του διακήρυξη.



«…Οκτώ μήνες το μαύρο πέπλο του φασισμού σκεπάζει τον ουρανό της πατρίδας μας …Δολοφόνησαν και δολοφονούν …βασάνιζαν και βασανίζουν … Απαγορεύεται να μιλάμε ελεύθερα. Απαγορεύεται να σκεφτόμαστε ελευθέρα. Απαγορεύεται να τραγουδάμε ελεύθερα…Ο ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ σας καλεί να ακολουθήσετε τη φωνή του χρέους και της τιμής, τη φωνή της συνείδησης…».
       Τα πρώτα χρόνια δράσης του, πριν την ανάπτυξη μαζικού φοιτητικού κινήματος, ο Ρήγας με τον «Θούριο», την εφημερίδα που εκδίδετο ασταμάτητα, με προκηρύξεις, μαγνητόφωνα και αφίσες, με πανό που ξεδιπλώνονταν στις αίθουσες, με συνθήματα στους τοίχους, με συζητήσεις με τους φοιτητές και κυρίως με την επίδραση που είχαν στους νέους και τον λαό τα 1000 χρόνια καταδίκης σε φυλακή των μελών του, κράτησε με ηρωισμό και αυτοθυσία αναμμένη τη φλόγα της αντίστασης.
Η ΤΑΦΗ ΖΩΝΤΑΝΟΥ ΣΕ ΛΑΚΟ- Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
     Απολογία του Νίκου Κιάου στο στρατοδικείο (‘68):
«Είμαι μέλος του Ρήγα Φεραίου …Εβασανίσθην εις την Γενική Ασφάλεια Αθηνών και εις τον Διόνυσο. Από την συνεχή φάλαγγα και το ξύλο εις τα γεννητικά όργανα και εις παν μέρος του σώματος με βούρδουλα, μέχρι τα ηλεκτρικά καλώδια, το κάψιμο των χεριών με τσιγάρα, τας σταγόνας εις το μέτωπον, την εικονικήν εκτέλεσιν, την ταφήν εις τάφρον – λάκκον θεοσκότεινον … Δεν μετανοώ δια τας αντιδικτατορικάς μου πράξεις. Πιστεύω εις την πάλη του λαού. Ο λαός θα συντρίψει τους τύραννους του». -21 χρόνια φυλακή.
Σ’ αυτή τη δίκη του Ρήγα Φεραίου στην Αθήνα το Νοέμβριο του ’68, δικάστηκαν οι:
Θανάσης Αθανασίου – 21 χρόνια 
/Νίκος Κιάος – 21 χρόνια//Παύλος Κλαυδιανός – 21 χρόνια
Νίκος Γιανναδάκης – 21 χρόνια/Κώστας Καρυωτάκης – 16 χρόνια
Κωστής Γιούργος – 16 χρόνια//Ανδρέας Σαββάκης – 14 χρόνια
Αντώνης Μαργαρίτης – 14 χρόνια//Γιωργός Μποτζάκης – 10 χρόνια
Αριστείδης Θεοδωρίδης – 10 χρόνια //Νικηφόρος Σταματάκης – 5 χρόνια
Φρίντα Λιάππα – 6 χρόνια με αναστολή
Νίκος Μαργαρίτης – 5 χρόνια με αναστολή
Βασίλης Σβαννάς – 3 χρόνια με αναστολή
  Για τη δίκη αυτή κυκλοφόρησαν βιβλία στο εξωτερικό.
      Απολογία του Θανάση Αθανασίου στην ίδια δίκη (‘68): «Κατηγορούμαι για συμμετοχή στην οργάνωση Ρήγας Φεραίος. Δηλώνω ότι η αντίθεση μου στη δικτατορία υπήρξε η βάση των πράξεων μου… Δηλώνω μεγαλόφωνα ότι είμαι κομμουνιστής… Αυτό που εσείς αποκαλείτε ‘’επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967’’ ήταν ένα πραξικόπημα» – 21 χρόνια φυλακή.
      Του Νίκου Γιανναδάκη (‘68): «Μ’ έβαλαν να ξαπλώσω σ’ ένα κρεβάτι, όπου μ’ έδεσαν, μου έβαλαν ένα φίμωτρο στο στόμα. Μερικοί από τους συντρόφους μου είχαν φιμωθεί με ένα παπούτσι. Τότε άρχισαν να με χτυπούν. Υπέφερα το μαρτύριο της φάλαγγας». – 21 χρόνια φυλακή.
Την ίδια περίοδο, Οκτώβριος του ‘68, καταδικάζονται οι φοιτητές του ΠΑΜ-ΡΦ:
Άρης Αλεξάκης – 5 χρόνια
Πόλυ Σαβινίδου – 4 χρόνια
Σελήνη Σαβινίδου – 4 χρόνια
 ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ-ΝΕΑ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
    Απολογία της Πόπης Τζεμπελίκου (’69): «Κατάγομαι από μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω με πολλές δυσκολίες και στερήσεις… Από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας εναντιώθηκα στο στρατιωτικό καθεστώς και αγωνίστηκα για την ανατροπή του μέσα από τις γραμμές του Ρ.Φ. … Αγωνιζόμαστε σαν φοιτητές για την Ελευθερία και την Δημοκρατία, που την κατέλυσε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτόν τον τόσο δύσκολο αγώνα μας. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία κ.κ. στρατοδίκαι». – Πρόταση του εισαγγελέα για θάνατο. Καταδίκη 15 χρόνια φυλακή.
Σ΄ αυτή τη δίκη του Ρ.Φ. στην Αθήνα το Γενάρη του ‘69 δικάστηκαν οι:
Μίμης ΔαρειώτηςΠόπη ΤζεμπελίκουΤίτος Μυλωνόπουλος
Ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για το Μ. Δαρειώτη και Π. Τζεμπελίκου.
Καταδικάστηκαν με 15 περίπου χρόνια φυλακή ο καθένας.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΓΙΑ 4 ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ
-ΣΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
Μαρτυρία του Μίμη Δαρειώτη (‘69): «Συλλαμβάνομαι στις 16-4-68. Οδηγούμαι στη Γενική Ασφάλεια (Μπουμπουλίνας) όπου και παραμένω εν απομονώσει ως τις 21-8-68. Σ’ αυτό το διάστημα βασανίστηκα επανειλημμένα με φάλαγγα (χτυπήματα επί ώρες με σιδηροσωλήνα και χοντρά ξύλα στα γυμνά πέλματα ή φορώντας παπούτσια). Υπάρχουν ακόμα οι ουλές και τα σπασμένα δάχτυλα. Με έσερναν στο πάτωμα από τα μαλλιά. Μου ξερίζωναν τα μαλλιά, χτυπήματα με γκλόπς. Γροθιές και κλοτσιές από ομάδα 7-8. Μου χτυπούσαν το κεφάλι στον τοίχο και στην γωνία μιας μεταλλικής ντουλάπας. Μου εξάρθρωναν τα χέρια, μου έδεναν με χειροπέδες τα χέρια πίσω και με άφηναν στο κελί για ημέρες. Με απειλούσαν με πιστόλια». – Νέα πρόταση του εισαγγελέα για θάνατο, όπως και για άλλους 3 ακόμη. Καταδίκη 16 χρόνια φυλακή.
Σ’ αυτή τη δίκη του ΡΦ και ΠΑΜ στην Αθήνα -και αυτή το Γενάρη του ’69, τις επόμενες ημέρες από την προηγούμενη- ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για τους:
Μίμη Δαρειώτη (για 2η φορά)
Σωτήρη Αναστασιάδη
Χρίστο Ρεκλείτη
Γιάννη Πετρόπουλο
Καταδικάστηκαν με 16 χρόνια φυλακή ο καθένας.
Η Μαρία Καλλέργη καταδικάστηκε με 16 χρόνια φυλακή
Ο Νίκος Άρμάος με 5 χρόνια φυλακή.
Δικάστηκαν μαζί τους οι:
Κώστας Μανταίος,Μπούλη Θεοφυλακτοπούλου, Μάγδα Πίτακα,για τους οποίους ο εισαγγελέας είχε ζητήσει 15 χρόνια φυλακή.
    Μαρτυρία του Σωτήρη Αναστασιάδη (‘69) «Πιάστηκα το βράδυ της 16-4-68. Βασανίστηκα στην Μπουμπουλίνας. Χρησιμοποίησαν την φάλαγγα, γροθιές πίσω από τ’ αυτιά, βγάλσιμο μαλλιών, χτυπήματα στα γεννητικά όργανα, απομόνωση επί 128 ημέρες σε κελί διαστάσεων 1.90 x 1,10». – Πρόταση του εισαγγελέα για θάνατο. Καταδίκη 16 χρόνια φυλακή.
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ-ΝΕΑ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ
Καταγγελία του παράνομου Κ.Σ. της ΕΦΕΕ με τίτλο «Σώστε τους μάρτυρες φοιτητές Λευτέρη Τσίλογλου, Πόπη Τζεμπελίκου, Μαργαρίτα Γιαραλή» (‘69):«Μετά τους 16 αγωνιστές φοιτητές μέλη του Ρήγα Φεραίου που πέρασαν απ΄ την κόλαση των βασανιστηρίων της Χούντας… ένα καινούργιο αποτρόπαιο έγκλημα… συντελείται αυτές τις μέρες… Τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται οι δύο φοιτήτριες στα υπόγεια της Ασφάλειας είναι ασύλληπτα. Ο Λευτέρης Τσίλογλου βασανίζεται βδομάδες τώρα στην κόλαση του Διονύσου, άλλοτε με ηλεκτρικό ρεύμα, άλλοτε με φάλαγγες, άλλοτε με κρέμασμα στα δέντρα…»
Η δίκη αυτή του Ρ.Φ. γίνεται στη Λάρισα το Μάιο του ’69 και καταδικάζονται οι
Λευτέρης Τσίλογλου -15 χρόνια
Μαργαρίτα Γιαράλη -10 χρόνια
Πόπη Τζεμπελίκου-10 χρόνια
Μαζί τους δικάζεται και ο Γιάννης Μπανιάς, που μετά πηγαίνει εξορία.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΣΕ ΙΣΟΒΙΑ
-Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 39 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
   Μαρτυρία του Μιχάλη Σπυριδάκη (‘69): «Δούλεψα για τη συγκρότηση του Ρήγα. Πιάστηκα στις 3-4-68. Οδηγήθηκα στο στρατόπεδο ΣΕΔΕΣ αμέσως, όπου υποβλήθηκα επί πολλές ώρες σε πολλά μαρτύρια επανειλημμένα. Όπως φάλαγγα, μαστίγωμα, κάψιμο με φωτιά, κάψιμο με τσιγάρο, γρονθοκόπημα, λακτίσματα, περίλουση με ψυχρό νερό.
Ύστερα από επανειλημμένες λιποθυμίες αφού εξαντλήθηκα περιέπεσα σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν με πετάξανε στο πόρτ-παγκάζ ενός αυτοκινήτου και με μεταφέρανε στην «Εθνική» Ασφάλεια… Συνέχισαν την επιχείρηση στην Ασφάλεια κρατώντας με συνεχώς άυπνο μερόνυχτα ερεθίζοντας με, γρονθοκοπώντας και λακτίζοντάς με περιοδικά. Κατόπιν με μεταφέρανε στο Γ’ σώμα στρατού, όπου με υποβάλλανε στο μαρτύριο του ηλεκτροσόκ, με ξαναμαστίγωσαν στο κεφάλι και στο πρόσωπο μέχρι αίματος, μου ξερίζωσαν τα μαλλιά με τινάγματα της κεφαλής, με κρατούσαν συνεχώς δεμένο πισθάγκωνα σε μια καρέκλα έχοντας μου μέρα-νύχτα στο πρόσωπο ένα προβολέα. Με κρατούσαν συνεχώς άυπνο, με υπόβαλλαν στο μαρτύριο της δίψας και επί 8 μέρες μου στέρησαν παντελώς την τροφή…». -16,5 χρόνια φυλακή.
Σ’ αυτή τη δίκη του ΡΦ και του ΠΑΜ στη Θεσσαλονίκη (Δίκη των 39) το Μάιο του ’69, ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για τον Αργύρη Μπάρα. Καταδικάστηκαν σε ισόβια οι:
Αργύρης Μπάρας
Αλέξης Παπαλεξίου
Σωκράτης Στεφανίδης
σε 20 χρόνια περίπου οι:
Μιχάλης ΣπυριδάκηςΘόδωρος ΚαζέληςΓιάννης ΓρηγοριάδηςΛεωνίδας Χατζηπροδρομίδης
σε 10 χρόνια περίπου οι:
Πολύδωρος ΒοϊτσίδηςΣωτήρης ΤσιακμάκηςΔημήτρης Παπαλεξίου
σε 8 χρόνια περίπου οι:
Κώστας ΤόμτσηςΙσμήνη ΤσούτσιαΓιάννης ΓκιρκούδηςΓιώργος ΑναστασίουΜπάμπης Ζιώγας
σε 5-6 χρόνια περίπου οι:
Γιάννης ΠίτυρηςΠερικλής ΤερζήςΛάκης ΠρογκίδηςΘωμάς ΒασιλειάδηςΒλαδιμηρος Γραμματικόπουλος
και με αναστολή οι:
Γιώργος ΜπιβολάρηςΓαρ. ΔελιγκάςΓιώργος Δρανδάκης
    Απολογία του Λάκη Προγκίδη (‘69): «Μετά το πραξηκόπημα της 21ης Απριλίου, διώξεις φοιτητών, συνδικαλιστών, αγωνιστών, ανθρώπων του δημοσίου βίου, καθηγητών κλπ. Φυλακίσεις, βασανιστήρια από μέρους της κυβέρνησης… Οργανώθηκα στο Ρήγα… Την μη ανάμιξη πια ή έστω και την εφησύχαση θεωρούσα προδοσία». – 6 χρόνια φυλακή
     Διάλογος της Ισμήνης Τσούτσια με τον πρόεδρο του Στρατοδικείου (‘69): «Ήταν δυνατόν να μείνουμε αδιάφοροι; Όλα αυτά και η αξιοπρέπεια μου σαν ελεύθερου ανθρώπου και η συναίσθηση της ευθύνης απέναντι σ’ αυτούς που αύριο θα κάτσουν στα ίδια θρανία με μας και θα μας ρωτήσουν -Τι κάνατε όταν καταλύθηκε η Δημοκρατία;».
Και ο διάλογος της με τον πρόεδρο του Στρατοδικείου:
Πρ. «Πόσους φοιτητές έχει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης;

"Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυρρανίας"

 ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ
 ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΡΑΝΙΑΣ,
 ΔΙΑΛΕΓΕΙ Η ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ"

 
"Είχαμε ειρήνη μα εκείνη τη μέρα, Έλληνες κτύπαγαν Έλληνες κι ελληνικό αίμα, έβαφε ελληνική γη..." Aίμα αθώων που χυνόταν υπό τις διαταγές πολιτικών και υπό τις ευλογίες ξένων παραγόντων που διαμένοντας στην πατρίδα μας, καθόριζαν και την πολιτική της.

 Επτά δεκαετίες μετά και η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται, με καμβά όλους εμάς, με τα τροϊκάνια στον ρόλο των... "συμμάχων" και με νεκρούς τους ζωντανούς-νεκρούς που δεν έχουν ούτε για θέρμανση, που πληθαίνουν στις ουρές των σισσυτίων (θυμίζοντας τον σκληρό χειμώνα του 1941), που ωθούνται στην ανεργία και στον εξευτελισμό κατά κύματα...
Τον Δεκέμβρη του 1944υπήρχαν δύο ΜΕΓΑΛΟΙ λόγοι πίσω από τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το αιματοβαμένο διήμερο. Δύο από τις βασικότερες αιτίες της διαδήλωσης αυτής που εξέφραζε το σύνολο των συμμετεχόντων ανεξαρτήτου χρώματος ή πολιτικής τοποθέτησης, ήταν η επιθυμία ενός λαού για την απαλλαγή του από τους ξένους δυνάστες (αν και οι αριστεροί διαδηλωτές των γεγονότων αλλοιθώριζαν προς Ρωσία πλευρά κι αυτοί με τη σειρά τους). Ήταν ο πόθος για μια κυρίαχη Ελλάδα. Για μιά Ελλάδα ανεξάρτητη που δεν ήθελε να παραμείνει έρμαιο των αποφάσεων των "μεγάλων", ούτε εταίρα στις ορέξεις ξένων νταβαντζήδων. Για μια χώρα δίχως εξαρτήσεις, που δεν θα είχε πια τον ρόλο του... υποζύγιου στο άρμα των μεγάλων (και που θα κατέληγε μοιραία στη μπανανία που αποτελεί σήμερα...).
Ο άλλος κινητήριος μοχλός

ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

 ΠΡΩΙΝΗ ΣΗΜΕΡΑ

ΠΡΩΙΝΗ ΧΤΕΣ                                                

ΑΜ ΕΤΟΥΤΟ ΕΙΝΑΙ  ΑΝΗΚΟΥΣΤΟ.....

& ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ!!! 

ΟΥΤΕ ΦΩΝΗ ΟΥΤΕ ΟΥΤΕ ΑΚΡΟΑΣΗ 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΖΑΧΑΡΩΣ

                                      ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ Κ. ΔΗΜΑΡΧΕ;

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΜΑΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Σκίτσο  του αείμνηστου ΚΑΒΟΥΡΑ , πριν 10 χρόνια..


Πολύ πετυχημένο και ...κλασσικό
Ταιριάζει και για φέτος πολύ.

ΑΓΑΛΜΑΤΑ


 Αρκετοί φίλοι με ρώτησαν τι εννοείτε με τα αγάλματα στην ανάρτηση ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ προχτές, στις 9-12-24.




Λοιπόν:  
Είναι αυτοί που δεν αλλάζουν τις απόψεις τους ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα.
- Είναι αυτοί που πιστεύουν ακράδαντα ότι μόνον αυτοί εκφράζουν την αλήθεια.
 Κάθε άλλη άποψη την θεωρούν  αίρεση και την καταπολεμούν με κάθε τρόπο.
- Πιστεύουν στα σύμβολα και στα θέσφατα, και είναι εικονολάτρες αν και πολλάκις αυτές τις διαστρεβλώνουν π-αρά την θυμηδία των άλλων.  
   Είναι ακλόνητοι και σταθεροί οπότε περιχαρακώνονται στη δογματική τους ακαμψία τους

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗΣ

Γνωρίζετε ότι υπάρχει ένα καταπληκτικό θεατρικό έργο του
 Γιώργου Σκούρτη που δεν έχει παιχτεί  ούτε πρόκειται να 
γίνει κάτι τέτοιο. Ο λόγος είναι γιατί αντιδρούν οι ... 
παλιοημερολογήτες  Είναι το έργο "Υπόθεση Κ.Κ." 
α
 Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ

᾿Αλέξανδρος Γυφτοδήμος, που σε ἡλικία 16 ἐτῶν, 
ἂν καὶ ἄριστος σὲ ἦθος καὶ σ' ἐπιδόσεις μαθητής, 
αποβάλλεται ἀπ' ὅλα τὰ Γυμνάσια τῆς ᾿Αθήνας, 
γιατί αρνήθηκε να γράψει μιὰ ἀντικομμουνιστική έκθεση). 

    Δὲν σας λείπει τίποτα: το καλό σπίτι τὸ αὐτοκίνητο ἡ θαλαμηγός τὰ κυνηγετικά σκυλιά το πλούσιο φαγητό καὶ τὰ οἱ ἀκριβές γυναίκες ή εξοχή το ταξίδι ὁ κόσμος τὰ ὅπλα οι στρατοί οι Τράπεζες ἡ ἀστυνομία ἡ ἐκκλησία ὁ τύπος (κρασιά "Όλα, όλα δικά σας. Αφήστε τότε σ' ένα παιδί που πάτησε τα δεκάξη την κρυφή χαρά τὴν ἀπαγορευμένη να σκέπτεται τον πεθαμένο (πατέρα Δεν ήταν ληστής δεν ήταν κακούργος δεν ήταν τοκογλύφος λιποτάχτης καταχραστής διεφθαρμένος, Μια ιδέα τὸν φλόνισε και ρίχτηκε στη φωτιά της. "Αφήστε ήσυχο τὸν ὀρφανό (᾿Αλέξανδρο σεβαστείτε τη σιωπή του ὅταν κρατά στις παλάμες του τη στάχτη ἐκείνου ποὺ τὸν κα (φερε στον κόσμο μὴν τὸν ἀγγίζετε με άπλυτα (χέρια! Αφήστε τον σχυμένο στους σωρούς τὰ βιβλία που (τ' άφησε νὰ προσπαθεί νὰ τὸν γνωρίσει γιατὶ δὲν τὸν εἶδε ποτέ, Αφήστε τον νὰ τὸν συναντά (τα βράδυα σεμνὰ καὶ ἀθόρυβα σε μια γωνιά τοῦ σπιτιοῦ του πλάι στη χήρα μητέρα του τα βράδυαー ὅταν ἐσεῖς ἀσωτεύετε τις δια (κές σας χαρές καὶ λεηλατείτε τις ξένες όταν κυνηγάτε την ευτυχία με Ιλιγγιώδη ταχύτητα στην (άσφαλτο όταν κυλιέστε σὲ ἀκόλαστες (ἠδονές ἔξω ἀπὸ τῆς λογικής τὰ σύν Μη βάζετε τα σκυλιά σας κα (κυνηγούν ένα κύκνα μη βάζετε δασκάλους νὰ τὸν ἰδιώχνουν ἀπ' τὰ σχολεία ἐπειδή άρχιζε να φεγγοβολά (το μέτωπό του, επειδή άρχισε να παρατηρεί να σκέπτεται καὶ νὰ κρίνει. Δεν εἶναι αλήτης, τέντ (μπου, μορφινομανής, είν' έφηβος, περήφανος σὰν κείνους, που σκάλισε στο (μάρμαρα σ' αὐτὴ τὴν ἴδια πόλη ο Πραξιτέλης. 21 Μαρτίου 1961                           

                                                                        ΡΙΤΑΣ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΑ

------------------------------
Ψέματα και αλήθειες για τον Κ. Καραγιώργη

«Το ΒΗΜΑ», ναυαρχίδα του

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Σάββατο 30 Απρίλη 2011

Το αμαρτωλό «ΒΗΜΑ», μια εφημερίδα που θα βρεις κάτω από όποια πέτρα αντιλαϊκής πρακτικής κι αν σηκώσεις, μια εφημερίδα της πλουτοκρατίας που παριστάνει τη φιλολαϊκή κι ας έχει ξοδέψει τόνους αντικομμουνιστικής μελάνης σε όλη την ιστορία της, το «ΒΗΜΑ» λοιπόν, που έχει πάρει εργολαβικά την υπόθεση της αντιΚΚΕ συκοφαντικής επίθεσης, επανήλθε γράφοντας τα ίδια για χιλιοστή και παραπάνω φορά σχετικά με τη λεγόμενη «υπόθεση Καραγιώργη». Βοηθός του αυτή τη φορά η Μ. Καραγιώργη, της οποίας το

ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

 ΠΡΩΙΝΗ ΣΗΜΕΡΑ
΄


ΠΡΩΙΝΗ ΧΤΕΣ
ΤΑ ΘΕΡΜΑ ΜΑΣ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ


Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Τέτοιο εξιτήριο να λείπει...

 ΤΟ   Μ Ε Γ Α   Λ  Ε Ι Ο   ΤΟΥ 
ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ Κ Α Β Ο Υ Ρ Α

2014

Η ΡΑΦΗΝΑ ΚΛΑΙΕΙ

 Πολλά έχω γράψει για τη Ραφήνα και με τόσα την έχω στολίσει. Περί τις 12 σχετικές αναρτήσεις. Κι αυτό γιατί  "ελλιμενιζόμαστε" αρκετά συχνά από το μακρινό 2000, λόγω κάποιας μικρής ιδιοκτησίας της Λενάκως.

Ένα από τα καλύτερα κείμενα - αφιερώματα θεωρώ ότι είναι αυτό για το παραδοσιακό καφενείο, "ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ" που είναι και το μοναδικό στη Ραφήνα.   Μάλιστα το είχα χαρακτηρίσει ως καρδιά της Ραφηνούλας και τόνιζα ότι αυτό  κρατά από όλους και όλα την πιο σθεναρή και ηρωική αντίσταση στον αδυσώπητο  "μοντερνισμό" και στον χρόνο. Και  όλα τα λεφτά βέβαια είναι η Κρυσταλλένια, η καφετζού. [κλικ ΕΔΩ] Εκτός από το βίντεο που έχω κάνει τότε, για το μαγαζί και τους πελάτες του, το συγκεκριμένο καφενείο έγινε γνωστό πριν από μερικούς μήνες σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς το διάλεξε η Μαρίνα Σάττι για να πραγματοποιηθεί εκεί μέρος των γυρισμάτων του βίντεο κλιπ από το “Zari”, με το οποίο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Eurovision.

Και να προχτές   ρε γαμώτο μου ήρθε μια ειδοποίηση από ένα τοπικό site (iRAFINA.GR] ότι η Κρυσταλλένια σήκωσε τα χέρια και στο ηρωικό καφενείο μπαίνει λουκέτο.  

"Μάχαιραν έδωσες μάχαιραν θα λάβεις"

Για περισσότερα κλικ ΕΔΩ
    Και που ΄σαστε ακόμη.....Τώρα μέχρι τις Ινδίες ψάχνουν για εργάτες.
  Ξέρετε πόσους εργάτες χρειάζονται τα κράτη της Δύσης και πρωτίστως η Γερμανία;
   Για τις ελιές, τους ψάχνουν με το φανάρι! Ευτυχώς για την περιοχή μας, που  πολλοί μετανάστες από εκείνα τα πρώτα χρόνια έχουν γίνει μόνιμοι κάτοικοι και έχουν μακροημερεύσει με τα όλα σέα και τα μέα τους. Εκείνα τα χρόνια που ήρθαν αμούστακα παιδιά και έμεναν στις γράνες, κρυμμένοι τρέμοντας η καρδούλα τους και τρώγοντας βιτάμ και ψωμί για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Πριν αρκετά χρόνια μαζεύτηκαν καμιά 10ριά από το χωριό και τους έκανα τραπέζι στην ταβέρνα. Θυμάμαι τα πικρόχολα σχόλια των συγχωριανών. Και κοιτάτε πως τα έφερε η ζωή. Το χωριό ζει και αναπτύσσεται [σχολείο, μαγαζιά, σπίτια...] από αυτούς τους κατατρεγμένους. Δεν λογίζονται ότι ΟΛΟΙ είμαστε περαστικοί και ΟΛΟΙ μετανάστες.
Πολλές αναρτήσεις είναι αφιερωμένες στους μετανάστες  κλικ ΕΔΩ.
     Κλείνω με μια επίκληση: 
 Άμποτε ο δήμος να κάνει για αυτούς μια εκδήλωση,
 μια γιορτή. Θα είναι μια κραυγή ψυχής, μια γροθιά 
στη γιομάτη σκουριές κοινωνία μας. 

Εξαιρετικές Εξαιρέσεις

«΄Εχω ανέβει βουνά. Από την Αρετή Τούντα -Φεργάδη
΄Εχω ταξιδέψει χιλιόμετρα.
Πήγα πολύ μακριά.
Αλλά η πιο μακρυνή απόσταση,
ήταν ο εαυτός μου..»
Τσ. Τζανάτος