TVXS
Λέγεται πως το να συναντήσεις έναν πραγματικά καλόν άνθρωπο είναι το σπανιότερο δώρο που μπορεί να σου κάνει η ζωή. Ακόμη σπανιότερο όμως είναι να συναντήσεις έναν άνθρωπο που στηρίζει την καλοσύνη της όχι πάνω στην άγνοια, δηλαδή στην ευδαιμονία, αλλά πάνω στην σα λεπίδι κριτική γνώση της ιστορίας, πάνω στο σαν αφοβιά βλέμμα επί της κοινωνίας, πάνω στην σαν πληγή μνήμη της ίδιας του της ζωής. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι η Αλίκη Παπαδομιχελάκη.
Πρωτοσυνάντησα την Αλίκη στην Κουμουνδούρου, στα γραφεία του μικρού κι όμως γενναίου Συνασπισμού εκείνου του καιρού.
Άνθρωποι που έφερναν ένα τρέμισμα από εμπειρίες όχι μόνο του παρελθόντος τους, ένα παρελθόν που συναντιόνταν συχνά με την ιστορία του τόπου, αλλά και ενός μέλλοντος συλλογικού. Με έλεγε Καρασαββιδάκι (αμάν αυτοί οι ετεροκαθορισμοί από επίθετα που δεν τα επιλέξαμε) την έλεγα κυρία «Αλίκη». Αλίκη μας.
Κι ύστερα, σιγά σιγά, όταν η δουλειά στα Τμήματα μας τελείωνε, παρασυρμένη, μαγεμένη θα έπρεπε να πω, από την μελίρρυτη γλώσσα της και την βαθιά σαν ορίζοντα σκέψη, εγώ παιδί προλετάριων που δεν είχα στα παιδικάτα μου ούτε λεφτά για βιβλία, καθόμουν και την άκουγα, παρατηρώντας μπρος στα έκθαμβα μάτια μου να γίνεται η κουβέντα εκμυστήρευση, δηλαδή σχέση.
Και η Αλίκη, παιδί μύθων και πρόσωπο μυθικό, (ψάξτε ποια ήταν η Διονυσία Παπαδομιχελάκη, και γιατί μότο ενός ποιήματος που αποπειράθηκα να γράψω κάποτε ήταν η δική της φράση προς τους υποκριτές, τι να τον κάνω τον σταυρό; Μια ζωή τον κουβαλούσα στην πλάτη) έπαιρνε πινέλο και ζωγράφιζε σαν θάλασσα την ιστορία. Και, πράγμα παράξενο, γέμιζε ο πίνακας γλαρόνια και κινούμενα κύματα. Τίποτα δεν ήταν ακίνητο. Τίποτα δεν ήταν δογματικό. Και όμως τίποτα αξιακό δεν ήταν και διαπραγματεύσιμο.
Ιστορίες από το πώς πήγαινε χέρι χέρι το γυναικείο κίνημα με τα ανοίγματα ή τα κλεισίματα της κοινωνίας, πώς γέμισαν γυναικεία κεφάλια οι διαδηλώσεις στα Ιουλιανά, πως άδειασαν όταν συντηρητικοποιήθηκε η κοινωνία μετά την ήττα της τελευταίας άνοιξης, ιστορίες για τον πόνο του πολιτικού χωρισμού και την αγριάδα των ανθρώπων, κι όμως την επανακάμπτουσα καλοσύνη, ιστορίες για το Αλγέρι και την αποικιοκρατία που γέννησε τέρατα μα και σμίλεψε ανθρώπους μέσα στον καμβά της αλληλεγγύης, εμείς να τα λέμε κι η Σούλα Παναρέτου, η Καίτη Βούλγαρη, η Έφη Εμμανουηλίδου, ο Τάσος ο Τρίκκας, ο Πάνος ο Τριγάζης (κι άλλοι σύντροφοι/ισσες εκείνων των «άλλων καιρών») ν΄ ακούνε λιγάκι πιο εκεί.
Κι ανάμεσα στις λέξεις ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Γιατί η Αλίκη, η Αλίκη μας, ήταν ένα από τα εξόριστα παιδάκια στο Μακρονήσι, (Να καταλάβαιναν άραγε όσα έπρεπε τα παιδάκια; «Πικρή νύχτα, πικρή όσο κι η αδικία/…/ας το ομολογήσει όποιος σωθεί, απόψε ο κόσμος ήτανε λάσπη/…/Δος μου το χέρι σου», έγραψε ο εξόριστος ποιητής, κι η Αλίκη, και τώρα ακόμη, στο Παρίσι, έχει τη λέξη «Νόστος» στο εμεηλ της, από αγάπη για την γη της.) Ενήλικη πια ξόρκιζε με πίστη και χιούμορ τις σκληρές πέτρες, τον τρομερό ήλιο, το αλύπητο κρύο, την ματαιόδοξη θάλασσα, όλα ξάφνου μικρότερα από την πίστη του (και της) ανθρώπου. Κι ήξερα, ξάφνου, πως αν κάτι αξίζει να μείνει μέσα στην μποτίλια των καιρών ως μήνυμα σε όσους κι όσες θα ανταμώσουν σαν θα έρθει η ώρα με τις δικές τους δυσκολίες σε μια μοίρα όμως που, ανίκητη και νικημένη, διαρκώς επαναλαμβάνεται, είναι η πίστη αυτή…
Κι έτσι μια μέρα καθίσαμε και της πήρα συνέντευξη:
Κα Παπαδομιχελάκη είστε ένα από τα δώδεκα παιδάκια που γεννήθηκαν ή/και έζησαν στην Μακρόνησο. Πώς θα ορίζατε αυτό το φορτίο;
Πέρασα μακροχρόνιες διακοπές, δεν γεννήθηκα στη Μακρόνησο. Κρητικιά από πατέρα και ζακυνθινή από μάνα, γεννήθηκα στα Τρίκαλα. Όχι τυχαία. Οι γονείς μου συναντήθηκαν στους Κορυσχάδες στο Εθνικό Συμβούλιο την άνοιξη του 1944. Είμαι λοιπόν νησιώτισσα την καταγωγή αλλά και παιδί του βουνού, της εθνικής απελευθέρωσης και του εμφύλιου αργότερα, όπως άλλωστε και χιλιάδες παιδιά της γενιάς μου.
Πολιτικές εξόριστες ήταν η μάνα μου Διονυσία και θεία μου Αμαλία Κωσταδούλου, ο πατέρας μου Στέλιος Παπαδομιχελάκις ήταν καταδικασμένος σε θάνατο και ο αδελφός του Γιώργος εξόριστος στον Αη Στράτη. Έτσι η μάνα μου επέλεξε να με κρατήσει κοντά της. Αλλιώς ίσως και νάμουνα ένα από τα παιδάκια που δώρισε «αφιλοκερδώς» η Φρειδερίκη σε αμερικανικές οικογένειες. Λέω λοιπόν πως η αναγκαστική επιλογή της μάνας μου αποδείχτηκε σοφή.
Θυμάμαι το μεταγωγών του Πειραιά στο Πασά Λιμάνι το 1949 (σημερινή Ζέα). Πριν μια δεκαετία αναπαλαιώθηκε. Εκεί μας παρκάρισαν τότε για τρεις τέσσερις μέρες αφού μας έφεραν από την πρώτη μας εξορία στην Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου Κρήτης με προορισμό τη Μακρόνησο. Το πρώτο βράδυ πεινούσα, κρύωνα και έκλαιγα γοερά καθισμένη κατάχαμα στο τσιμέντο. Με λυπήθηκε ο φύλακας και μου πρόσφερε ένα κουλούρι. Μασουλώντας το, συνέχιζα το κλάμα μου και ρουφώντας τις μύξες μου επέμενα να ζητάω φαΐ από…..τσουκάλι.
Περιέργως μ’ αρέσουν μέχρι σήμερα τα κουλούρια και πιο πολύ αν είναι θεσσαλονικιότικα.
Νησιώτισσα-βουνίσια την καταγωγή και Μακρονησιώτισσα εξ’αιτίας βέβαια των γονιών μου – είμαι άρα παιδί της αλμύρας και της αντάρας.
Κάπως έτσι θα μπορούσα να νοματίσω το «φορτίο» για το οποίο με ρωτάτε. Για να είμαι όμως ειλικρινής, μου είναι δύσκολο να γίνω νονός των θυμικών παιδικών μου φορτίων. Όλοι οι άνθρωποι κουβαλάνε μέχρι το τέλος της ζωής τους κάποιο μπογαλάκι παιδικής χαράς και λύπης, έντονες αναμνήσεις και καταχωνιασμένες αράχνες.
Εκεί στο νησί μπορούσε νά' ναι κανείς παιδί ή εσείς οι δώδεκα γεννηθήκατε ενήλικες;
Δεν μπορώ να απαντήσω και για τα άλλα παιδιά. Σε ότι με αφορά, νομίζω πως γεννήθηκα και μεγάλωσα σαν παιδί. Πώς ν’ αρνηθώ τη φύση, την ηλικία; Ήμουνα παιδί ζωηρό και ζαβολιάρικο. Πιθανά βέβαια και με κάποια πρόωρα ερωτηματικά και ανασφάλειες για τη ζωή που μας περίμενε. Π.χ «πού είν’ ο μπαμπάς;», «γιατί σε δείρανε μανούλα;», «πού πήγαν την συντρόφισσα Ελένη;», «τι είναι απέναντι, γιατί δεν μπορούμε να πάμε;». Πότε-πότε έτρεμε το φυλλοκάρδι μου σαν έδερναν μπροστά μας τις μανάδες μας. Κείνες τις στιγμές βούλιαζε το σωσιβιάκι της ζωής μου μέσα στο ίδιο του το λιμανάκι. Από τον φόβο και το άχτι μου τσίριζα κι αν ήταν βολικό έριχνα και καμιά κλωτσιά στον αλφαμίτη που χτυπούσε τη μάνα ή τη θεία μου.
Άλλοτε πάλι, αγνάντια στη θάλασσα, οι εξόριστες δασκάλες μας μάς μάθαιναν τα πρώτα γράμματα, τραγούδια, χορούς, ζωγραφική. Πανέμορφο σχολειό στο ανεμοδαρμένο νησί. Τρελαινόμουνα για τα παιδικά μας ομαδικά παιχνίδια, όπως το γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Λαοκράτης. Άπλετος ορίζοντας, πότε γαλανός και πότε κατάμαυρος. Αλμύρα, χαλίκι, μισαλλοδοξία, αγάπη και χάδια από εκατοντάδες μανάδες.
Ιδιόμορφος πυλός. Ακόμα βρίσκω κάποιους ξεχασμένους βόλους του στα κατάβαθα του νου μου.
Βλέπεστε ποτέ με κάποιους από τους δώδεκα;
Αν και έλειψα χρόνια στο εξωτερικό κράτησα επαφή με κάποια από αυτά τα παιδιά και μια φιλία αδελφική με τον Λευτέρη τον Τσακίρη. Άλλωστε η γυναίκα του, η Γιάννα Θηφρονίτου, ήταν και παραμένει μια από τις καλύτερες παιδικές μου φίλες. Τέτοιες φιλίες δεν σβήνουν όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τις ζύμωσε η ίδια μαγιά, αλμύρα κι ανθρώπινη ζεστασιά.
Στιγμάτισε τη σχέση με τη μητέρα σας αυτή η εμπειρία κι αν ναι με τι τρόπο; (Αν θέλετε απαντάτε)
Δεν βλέπω το λόγο να μην απαντήσω. Και βέβαια την στιγμάτισε η όλη πορεία της κοινής μας ζωής. Οι εξορίες, οι κακουχίες αλλά και εκείνο της το πείσμα κι η λαχτάρα για ζωή, γνώση και κοινωνική συμμετοχή.
Η μάνα ήταν μια γυναίκα με ατίθασο νου και βαθιά ανθρώπινη. Συχνά τσακωνόμουνα μαζί της διεκδικώντας κυρίως την πρόωρη ενηλικίωσή μου. Βλέπετε η μάνα μου έπαιζε ρόλο μάνας και πατέρα, όπως άλλωστε πάμπολλες συντρόφισσες τότε. Ο πατέρας βγήκε από τη φυλακή όταν ήμουν 17 χρονών. Δεν ήμουνα κι εγώ κάτσε-κάτσε κοτούλα μου. Πάντα όμως στα ζόρια οι ματιές μας έλεγαν αγάπη κι αμοιβαία στοργή. Λίγο διαφορετικά ήταν με την θεία μου την Αμαλία. Η θείτσα ήταν για μένα το πιο σίγουρο λιμάνι σε κάθε φουρτούνα. Η πιο τέλεια μοδίστρα της νεανικής μου κοκεταρίας με ρούχα από δεύτερο χέρι, exclusively ανώνυμα.
Μιλήστε μας για τον Σύλλογό σας και το Μουσείο.
Δεν είμαι μέλος του Συλλόγου. Δεν ήμουνα εγώ πολιτική κρατούμενη. Απλά παραθέριζα - όπως είπα πιο πάνω- δωρεάν. Ίσως κάποια στιγμή αν το θελήσουν τα μέλη του Συλλόγου να αποκτήσουμε κι εμείς, τα τότε παιδιά, δικαίωμα εγγραφής. Το σημαντικότερο βέβαια είναι η συμμετοχή στις εκδηλώσεις. Εκεί προσπαθώ να συμμετέχω στο μέτρο των δυνατοτήτων μου.
Τα Μουσεία είναι δύο αυτό της Μακρονήσου και αυτό του Άη Στράτη. Συστεγάζονται στο νεοκλασσικό της οδού Ασωμάτων στο κέντρο της Αθήνας κοντά στο Θησείο. Αξίζει τον κόπο να το επισκεφθούν και όσοι θεσσαλονικείς το επιθυμούν. Και τα δύο Μουσεία είναι τόποι ιστορικής τεκμηρίωσης και μνήμης. Οι ιδρυτές του είναι αξιέπαινοι για την πολύχρονη, κοπιαστική δουλειά συγκέντρωσης τόσο πολύτιμου για την ιστορική μνήμη υλικού. Τα δυό αυτά Μουσεία είναι χώροι που αναδεικνύουν τον αγώνα χιλιάδων ανθρώπων για την ελευθερία, την δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη. Τουλάχιστον αυτό πίστευαν όσοι έζησαν από κοντά την βάρβαρη αυτή ιστορική εμπειρία. Από ανθρώπινη σκοπιά σε κάθε εμφύλιο βγαίνει χαμένο το σύνολο του λαού. Οι ηττημένοι παραμένουν πιο μακροχρόνια καταπιεσμένοι, οι δε νικητές πιο μακροχρόνια εγκλωβισμένοι στην ψευδαίσθηση του πολιτισμού τους. Εδώ όμως δεν υπάρχει χώρος για μίσος. Μόνο για ιστορική γνώση, επίγνωση και μνήμη. Οι άνθρωποι δίχως μνήμη φαντάζουν στα μάτια μου σαν άνθρωποι με χαμένο κομμάτι απ’ τη ζωή. Και η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι τόσο σύντομη. Από τη δαιδαλώδη πορεία της είναι κρίμα να χάσουμε ακόμα και το πιο μικρή στιγμή. Από τη σκοπιά του κοινωνικού συνόλου είναι εξίσου χρήσιμη η μνήμη. Το μέλλον της κοινωνίας δεν οικοδομείται με αυτόματο πιλότο. Του δίνουν υπόσταση οι άνθρωποι, τα δρώντα ή/και αδρανώντα υποκείμενα. Θάθελα τούτα τα Μουσεία να συμβάλουν στη δημιουργία πολιτισμικής απόρριψης της κάθε βαρβαρότητας, που ανθίζει και πάλι στην εποχή μας-δίπλα μας, από τα φανάρια με την παιδική πορνεία μέχρι το Αμπού Γρέιμπ και το Γουαντάναμο.
Πώς θα όριζε την έννοια της ελευθερίας και της δημοκρατίας ένας άνθρωπος που γεννήθηκε εξόριστος;
Η παιδική ηλικία είναι ο σκληρός δίσκος, πώς να λειτουργήσει λοιπόν η επικοινωνία με κατεστραμμένο το σκληρό δίσκο; Η έννοια της ελευθερίας και της δημοκρατίας μπορεί άραγε να οριστεί από ένα μόνο άτομο; Τις επιθυμώ και τις δύο όπως κάθε άνθρωπος, που πασχίζει νάχει λεύτερο τον ζωτικό του χώρο και αναρωτιέται κατά πόσο οι πράξεις του ενέχουν στοιχεία δημοκρατίας, ανοχής, αλληλεγγύης. Αυτά δεν δίνονται μια για πάντα αποτελούν καθημερινή έγνοια.
Η Αλίκη του σήμερα πόσο εμπνέεται από την Αλίκη Παπαδομιχελάκη του χτες;
Χωρίς να μπορώ να κάνω αφαίρεση από την Αλίκη του χτες η Αλίκη Παπαδομιχελάκη του σήμερα εμπνέεται από τους αγώνες της νέας γενιάς, από τις εμπειρίες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, από την πολιτισμική κληρονομιά. Κάθε μέρα νοιώθω πως ξέρω και κατανοώ λιγότερα πράγματα. Η Αλίκη του σήμερα συγκινείται με τις φωτογραφίες του χτες. Κύρια όμως με τις δράσεις και τα ερωτηματικά του σήμερα για το αύριο. Συμμετέχει στον ΣΥΡΙΖΑ. Θάθελα να μην ξεχνιέμαι και να μαθαίνω από τα λάθη μου/μας. Βέβαια είναι κομμάτι δύσκολο, αλλά με βούληση και επίγνωση μπορεί να γίνει εφικτό.
Λένε πως υπάρχουν τόποι κι άνθρωποι που δεν μπορείς ν’ αποχαιρετήσεις. Και τα δυο συνδέονται με την Μνήμη. Ξέρω πως γράφεις κι αυτό είναι κιβωτός της Μνήμης για ένα κίνημα σπαραχτικό όπως το Ελληνικό. Πες μας κάποιο γραπτό σου σε σχέση μ’ αυτό. Ή έναν στίχο που αγάπησες.
Μιλήσαμε ήδη για τη μνήμη. Ας αφήσουμε κάτι και γι αύριο. Η λέξη Αύριο είναι τόσο ελκυστική…..Κι όπως λέει ο Χικμέτ, «τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα, κι ότι πι’ όμορφο θάθελα να σου πω, δεν στο χω πει ακόμα».
Αλίκη, Αλίκη μας, σ’ ευχαριστώ…
ΥΓ 1: Σημείωση της Α.Π: Τα παιδιά στο Μακροννήσι ήταν 13 και όχι 12. Από αυτά θυμάμαι κάποια ονόματα. Τον Λαοκράτη, την Μαιρούλα, τον Λευτεράκη, την Μυρτούλα, την Ζωίτσα, το Μαράκι, τον Πετράκο, Αν προσθέσω και τον εαυτό μου, λείπουν 5 ονόματα. Με κάποια προσπάθεια ίσως τα βρούμε.
ΥΓ 2: Υποσημείωση της Α.Π (ημερομηνία 15/07/2020) δηλ. περίπου 16 χρόνια μετά την προαναφερόμενη συνέντευξη. Από τα τέλη του Ιούλη του 2015 –μετά την υπογραφή από τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα- του Μνημονίου στις Βρυξέλλες, έπαψα με προσωπική μου απόφαση να είμαι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ (οργάνωση Παρισίου) και όπως πολλοί άλλοι σύντροφοι και συντρόφισσες, (ανάμεσά τους και πρώην υπουργοί) δημιουργήσαμε τον πολιτικό φορέα της Λαϊκής Ενότητας. Η απόφασή μας είχε πολιτικό και ηθικό χαρακτήρα, μετά την ακύρωση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του Ιούλη 2015, που με 62% είπε ΟΧΙ στην υπογραφή του Μνημονίου.
ΥΓ 3: Για τα παιδάκια της Μακρονήσου δεν έχει γίνει, από όσα γνωρίζουμε, ποτέ αφιέρωμα ή ντοκιμαντέρ. Εάν υπάρχει κάποιο που μας διαβάζει ας επικοινωνήσει με το helenkapa@gmail.com. Ευχαριστούμε! Ίσως οι μνήμες να είναι επώδυνες ή να έχουν σκεπαστεί από την αίσθηση μιας (άραγε μονοσήμαντης;) ‘παιδικότητας’, αλλά ο Λειβαδίτης, καθισμένος στην άκρια των βράχων μπρος στη θάλασσα, την εμπειρία του στο Μακρονήσι την κατέγραψε κάτω από τον τίτλο «Μάχη στην Άκρη της Νύχτας», όχι της στεριάς… Αυτές τις μνήμες (όπου γης) τις χρειαζόμαστε. «Δος μου το χέρι σου».
Φωτογραφίες:
1. Από την απεργία πείνας τον Μάη του 1968, μπροστά στην είσοδο της ελληνικής πρεσβείας στην Πράγα, που την είχαν «στηρίξει» ενεργά οι επαναστατημένοι φοιτητές/τριες. Αίτημα η απελευθέρωση της κρατούμενης στα Γιούρα μητέρας της, Διονυσίας Παπαδομιχελάκη, και όλων των τότε πολιτικών κρατουμένων. Τότε μαζεύτηκε σχεδόν 1 εκατ. υπογραφών από όλες τις ηπείρους που στάλθηκε στον τότε γ.γ του ΟΗΕ Mr. Ou Thant. Στη συλλογή τους συνέβαλαν Εθνικές Φοιτητικές Ενώσεις από πολλές χώρες.
2. Από το περίφημο φύλλο της Αυγής που βρίσκεται τώρα στα ΑΣΚΙ
3. Από τις Δημοτικές Εκλογές στο Παρίσι 2015, ως (μη υποψήφια) ομιλήτρια της αριστεράς, με δυο υποψήφιες Δημάρχους που επανεκλέχθηκαν.
4. Με τον εξ Αλγερίας άντρα της Sadek Hadjeres (η Αλίκη έζησε κάποια χρόνια κι εκεί και είχε σχέσεις με την ισχυρή κάποτε άλλοτε Αλγερινή αριστερά) και την γραμματέα του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του παλιού Συνασπισμού Καίτη Βούλγαρη (πρώην Νικολάτου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου