………………….
Ήταν μια μέρα του Μάη γύρω στις δέκα το πρωί, που μετά το σταμάτημα της ολονύχτια βροχής πήρα το δρόμο που έβγαζε στα χωράφια προς στις Λάσπες, κατηφόρισα στα Βοϊβόντια, εκεί στην ακροποταμιά της Νέδας που παίζαμε ποδόσφαιρο, πέρασα τα Σκοτάδια κι έφτασα ως το παλιό νερόμυλο της γριάς Βασίλαινας…
Ήθελα να ξαναθυμηθώ - μετά από πολλά χρόνια σε ξένο τόπο - τα μέρη που γεννήθηκα, που είδα το πρώτο φως του ήλιου, που έζησα μικρός. Εκεί που περπάτησα με τον Αβράμη, το Σταύρο, το Θανάση. τον Τσιαπάκο, το Σωτήρη… Να πάω να δω την καρυδιά του Μαραγκού… να ξαναθυμηθώ την όμορφη την κόρη με τις μακριές πλεξούδες και τα γαλάζια μάτια, που στα δεκάξι χρόνια μου ήταν η καλή μου…Εκεί που δώσαμε το πρώτο μας φιλί και χαράξαμε δυο καρδούλες με τα ονόματά μας
Θ. Α.
Μετά, πήρα το ανηφορικό δρόμο προς τα καπέικα,
πέρασα τις γλατζινοπηγάδες κι έφτασα ψηλά στο ξάγναντο, στα σουλάνια, εκεί στα μικρά χωραφάκια του πατέρα με τις γέρικες ελιές…
Από κει ψηλά, αγνάντεψα το γαλανό Ιόνιο που ο πρωινός ήλιος έκανε τα νερά του ασημένια…
Όλα τριγύρω λαμποκοπούσαν μια και είχαν ξεπλυθεί από τη βραδινή βροχή.
Ο ουρανός ασπρογάλανος ξεκάθαρος, κρουσταλλιένος, άπλωνε την αιθέρια του χωρίς στίγμα και κηλίδα, σαν μια αποθέωση από φως και αγνότητα στην απεραντοσύνη…
Στο καταπράσινο φόντο των λιβαδιών, τα αγριολούλουδα άπλωναν πλούσια την πολυχρωμία τους. Τα άσπρα και κίτρινα, - αυτά ήταν τα περισσό τερα, πότε χύνονταν σαν ποτάμια, πότε σχημάτιζαν ανεξάρτητα βασίλεια, και πότε πιάνονταν τρελά μεταξύ τους σα να είχαν μεθύσι απ´τη χαρά τους.
Κάπως παράμερα και σε απόσταση από τα άλλα, έστεκαν τα γαλαζολούλουδα σεμνά, μα και με επίγνωση της γαλάζιας ομορφιά τους, που δεν την έφτασε, όπως είπε ο Χριστός, ουδέ ο σοφός Σολομώντας παρ´όλη την πολυτέλεια, τη μεγαλοπρέπεια και το χαρέμι του.
Σε διάφορα σημεία, πυκνές κοκκίνιζαν οι παπαρούνες σα νεανικό αίμα. Το αίμα της σφριγηλής αυτής ζωής, που κυκλοφορούσε με δυνατούς παλμούς και ακράτητη ορμή ανάμεσα απ´όλες τις αρτηρίες και τους πόρους της γης.
………………………………………..
Κάτω στον κάμπο, και κολλητά στα ριζά των βουνών, αραδιάζονταν το ένα κοντά στο άλλο
τα χωριά. Άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα.
Τα πλουσιότερα ξεχώριζαν από τα τ´άσπρα
και καλοχτισμένα σπίτια, διακριτικά του πλούτου.
Πίσω, ψηλά, χωμένο μέσα στις βελανιδιές το Πανόραμα. (Τρουκάκι).
Κατά την Ανατολή στο βάθος του ορίζοντα, άσπριζε
καμαρωτό στο αμφιθέατρό του, ο Προφήτης Ηλίας,
και πόζαρε σα γενικός επόπτης του κάμπου κι άγρυπνος φρουρός του.
Κάτω δεξιά και σε μικρή απόσταση, το πιο μικρότερο χωριουδάκι το Πρασιδάκι με 15-20 σπιτάκια που ήταν χωμένα μέσα στις καταπράσινες
μουριές, λεύκες, και ιτιές. Απέναντι, το άλλο μικρό χωριουδάκι η Φόνισσα πνιγμένο μέσα στις ελιές.
Κάτω, κοντά στη θάλασσα απλωνότανε το Γιαννιτσοχώρι με τα θερμοκήπια του. Δίπλα του, λίγο αριστερά το χωριό Ελαία ( Μπούζι) με τις όμορφες παραλίες της…
Πέρα, λίγο μακρύτερα, φάνταζε η θαλασσοφίλητη Νύμφη του Ιονίου, η Κυπαρισσία..
Ένα γυαλιστερό φίδι, το χιλιοτραγουδισμένο ποτάμι η Νέδα με τα καθάρια νερά της, έπαιζε μακάρια με τις αχτίδες του ήλιου, μα χαμηλότερα στον κάμπο, άφηνε κατά μέρος τη γαλήνη και τη φρονιμάδα της και σα να την είχε πιάσει ξαφνικά κατακτητική μανία, κυρίευε πολλά χωράφια και τα ´κανε αστραφτερές ασημένιες πλάκες…
Δεν χόρταινα να βλέπω όλα αυτά που απλώνονταν μπροστά μου. Δίπλα μου, θυμάρια, μολόχες, αγριολούλουδα, μυρτιές και ασφοδέλια, σχημάτιζαν
ένα πανέμορφο ταπέτο με χίλια χρώματα.
Πεταλούδες και μέλισσες χόρευαν παντού.
Αηδόνια κελαηδούσαν, και ο κούκος διασκέδαζε τη μοναξιά του με τη μονότονη φωνή του.
Στις πλαγιές ακούγονταν τα λιανοκούδουνα των προβάτων και το γλυκό παίξιμο μιας φλογέρας που έπαιζε τραγούδια της ξενιτιάς, του χάρου, της Αγάπης…..
…………………………………………………….
- Λείπεις καιρό, παιδάκι μου από το χωριό ;
Γύρισα το κεφάλι μου και είδα μια μαυροντυμένη γριούλα με το τσεμπέρι στο κεφάλι και να στηρίζεται στην κακοφτιαγμένη μαγκούρα της.
Τινάχτηκα, λες και με είχαν ξυπνήσει απότομα, σβήνοντας το πιο γλυκό μου όνειρο.
- Λίγο καιρό… λίγους μήνες, της αποκρίθηκα.
- Περίεργο!
- Γιατί; Απόρησα.
- Τα μάτια σου μαρτυρούν άλλα… γριά είμαι και ξέρω.
Θυμήθηκα τα χρόνια της ξενιτιάς μου…
…………………….
Δεν ήθελα να τα θυμάμαι άλλο πια και κοίταξα ίσια μπροστά μου. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού μου έμεναν άδεια, να χάσκουν με τα πορτοπαράθυρά τους σαν άδειες κόγχες ματιών. Κάποτε τα ζέσταιναν ανθρώπινες ανάσες. Τώρα με το φευγιό των νέων στην ξενιτιά και στις μεγάλες πολιτείες, μαζί και το παντοτινό φευγιό των γερόντων, έτσι μισοερειπωμένα, μοιάζουν σα να γέρνουν το ένα πάνω στο άλλο, για να ζεσταθούν, για να παρηγορηθούν και να αφουγκραστούν το ένα την καρδιά του άλλου…
Η μνήμη μου με έφερε στα παλιά…
…………………………………………….
- Δεν μου ´πες ακόμη τ´όνομά σου, άκουσα τη φωνή της γριούλας.
- Πώς σε λένε;
- Οδυσσέα, θεια Κατερίνα της απάντησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου