theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Φαίδρα

  Αρετής Πάνου*
 
 

  Συνάντησα τη Φαίδρα, την καθηγήτριά μου της Φυσικής στο Λύκειο. Έχει γεράσει πολύ, αλλά είναι πάντα αναγνωρίσιμη. Κοντούλα αδύνατη και στεγνή, μια μισή μερίδα, με το ίσιο αλά γκαρσόν μαλλί της, ασημένιο τώρα και τα χοντρά γυαλιά της. Τα μάτια της πήγαιναν βιαστικά πέρα δώθε, καθώς προσπαθούσε να με θυμηθεί. Εγώ δε θα μπορούσα να την ξεχάσω κι ας περνούσαν χίλια χρόνια. Σα να είχα συναντήσει ένα μυθικό ζώο, ένα λευκό μονόκερο, κάποτε. Σπουδαία γυναίκα, πρωτοπόρα. Είχε σπουδάσει Φυσική στη Γερμανία του Χίτλερ λίγο πριν τον πόλεμο και μας μιλούσε, θυμάμαι, για την επιστήμη στην υπηρεσία του κακού και τις ευθύνες του επιστήμονα. Ανύπαντρη, τότε που ανύπαντρη σήμαινε ανύπαρκτη, εκείνη υπήρχε και μας μάγευε. Είχε ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, είχε δει από κοντά το βόρειο σέλας κι άλλα πολλά θαύματα. Μας τα περιέγραφε στην τάξη κι ήταν σα να ταξιδεύαμε κι εμείς μαζί της. Με θυμήθηκε κι εκείνη, ήμουν από τις αγαπημένες της μαθήτριες.
 
    Ήταν μόνη της και κουβαλούσε μια βαριά τσάντα με ψώνια. Της την πήρα από το χέρι. Δεν έχετε βοήθεια; τη ρώτησα. Μου είπε ότι έφυγε η Αλβανή που είχε για τις δουλειές του σπιτιού και έχει πρόβλημα. Να σας φέρω εγώ τη γυναίκα που έρχεται σε μένα. Είναι Ελληνίδα, πολύ καλή στη δουλειά της και έχει μεγάλη ανάγκη το μεροκάματο, της είπα. Θα σου ήμουν υποχρεωμένη, μου απάντησε και μου έδωσε τη διεύθυνση και το τηλέφωνό της. 
Τη γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι μου τη λένε Κατίνα, αλλά μέσα μου τη φωνάζω Άτλαντα. Έχει άντρα οικοδόμο που ενενηνταενιά στις εκατό μέρες είναι άνεργος, δύο γιους στο γυμνάσιο, την πεθερά της που κάποτε έδινε ένα χέρι βοηθείας και τώρα είναι κατάκοιτη από γεράματα και μια αδελφή ανάπηρη κι ανήμπορη στο μυαλό και στο σώμα. Η αδελφή της κλαίει όταν φεύγει από το σπίτι και πολλές φορές αναγκάζεται να την τραβολογά μαζί της στη δουλειά. Είναι μια λιανή γυναικούλα, άλλη μια μισή μερίδα, με θαμπά καστανά μαλλιά, πρόωρα γκριζαρισμένα, πιασμένα αλογοουρά και μάτια γεμάτα ομίχλη. Νομίζω ότι άνθρωποι σαν κι αυτή κουβαλάνε ολόκληρο τον κόσμο στις πλάτες τους. 


    Την πήρα με τ’ αυτοκίνητο να την πάω στη Φαίδρα. Πήρα και το γιο μου μαζί που πάει στο Λύκειο και σκέφτεται να δώσει στη Φυσικομαθηματική. Κατά βάθος έλπιζα εκείνη η μαγεία να λειτουργούσε ακόμα. Έλα, του είπα, να συναντήσεις μια καθηγήτριά μου, πολύ καλή. Αυτή με έκανε να αγαπήσω τη Φυσική. Ήρθε με τα χίλια ζόρια, γκρινιάζοντας. Άλλη όρεξη δεν είχα, δε μου φτάνουν οι δικοί μου καθηγητές να μου τη σπάνε. Στο δρόμο σταθήκαμε και πήρα μια γλάστρα με πορφυρά κυκλάμινα. Του την έδωσα να της τη δώσει εκείνος.  
     Το σπίτι της Φαίδρας δεν ήταν και πολύ μακριά από το δικό μου, τόσο που απόρησα πώς πέρασαν τόσα χρόνια χωρίς να πέσει η μια πάνω στην άλλη τυχαία. Ένα άνετο διαμέρισμα στο δεύτερο όροφο μιας καλοφτιαγμένης πολυκατοικίας. Στις φαρδιές βεράντες υπήρχαν γλάστρες με καταπράσινα φυλλώματα, χωρίς λουλούδια. Μέσα ήταν γεμάτο βιβλία. Παντού βιβλιοθήκες και ράφια από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Τα άλλα έπιπλα ήταν λιγοστά και παλιομοδίτικα. Υπήρχαν και λίγα κάδρα με αυστηρές προσωπογραφίες και έρημα τοπία. Καθίσαμε στο σαλονάκι και μας κέρασε πορτοκαλάδα. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς έφερνε το δίσκο. 
    Έκανα τις συστάσεις. Η Φαίδρα κοίταξε καλά καλά το γιο μου μέσα απ’ τους φακούς της. Έχεις τα μάτια της  μητέρας σου, είπε. Είσαστε αλήθεια καθηγήτρια της μάνας μου; ρώτησε ο γιος μου, είσαστε τόσο… μεγάλη;  Τον κοίταξα άγρια. Πάλι καλά που της μιλούσε στον πληθυντικό.  Η Φαίδρα χαμογέλασε, ναι, είπε, και ήταν καλή μαθήτρια. Δηλαδή φυτό, είπε ο γιος μου κι επειδή η Φαίδρα δε φάνηκε να καταλαβαίνει, σπασίκλας, συμπλήρωσε. 
-Εσύ διαβάζεις, τον ρώτησε. Πού θα δώσεις; 
-Φυσικομαθηματική λέω, αλλά μπορεί και οικονομικά. 
-Α… μπορεί και να είμαστε συνάδελφοι τότε. Είναι τόσο ωραία η Φυσική, σε βοηθάει να γνωρίσεις τον κόσμο, να τον καταλάβεις. 
-Δεν ξέρω. Πού βγάζεις πιο πολλά λεφτά; Δεν ξέρω αν θα περάσω, δεν ξέρω τίποτα ακόμα. Εμένα με μπερδεύει η Φυσική πιο πολύ απ’ τα Μαθηματικά. Θέλει πολύ διάβασμα και δεν το μπορώ. Βαριέμαι. Με πιάνει ύπνος μόλις ανοίξω βιβλίο. Προτιμώ το ίντερνετ. Στην τηλεόραση και στο κομπιούτερ δε νυστάζω ποτέ. 
Κοίταξε γύρω του κι άρχισε να χασμουριέται επιδεικτικά. 
 -Εσείς πώς αντέχετε με τόσα βιβλία γύρω σας, τη ρώτησε. 
-Πώς θα τα ξεσκονίζω τόσα βιβλία, αναρωτήθηκε φωναχτά η κυρία Κατίνα. Έχει δίκιο το παιδί, μαζεύουν τόση σκόνη. 
-Σιγά σιγά μαζευτήκανε, είπε η Φαίδρα, χωρίς να το καταλάβω. Μια ζωή. Δεν έχω τίποτ’ άλλο στη  ζωή μου. 
Έμεινε για λίγο αφηρημένη και μετά γύρισε στην κυρία Κατίνα. 
-Δεν έχει πολλή δουλειά το σπίτι, είπε, μην τρομάζεις. Μόνη μου είμαι. Τι να λερώσω. Μόνο τα φυτά στη βεράντα και τα βιβλία στα ράφια. 
-Δεν έχετε παιδιά; 
Η Φαίδρα κούνησε το κεφάλι της. 
-Κάποτε είχα πολλά παιδιά, είπε. Αλλά πάνε χρόνια που πήρα σύνταξη. 
-Και τι θα τα κάνετε όλ’ αυτά άμα… μετακομίσετε, ρώτησε ο γιος μου κι έδειξε τα φορτωμένα ράφια ολόγυρα. 
Ήμουνα σίγουρη ότι άλλο ρήμα είχε κατά νου στην αρχή της πρότασης. Μετάνιωνα που τον είχα πάρει μαζί μου.
 
-Γιατί να μετακομίσω; Και πού να πάω; Εδώ μαζί τους θα μείνω, μέχρι να πεθάνω, είπε η Φαίδρα που κάποτε μας έπαιρνε τα μυαλά με τα ταξίδια της. 
-Εσύ έχεις παιδιά; ρώτησε η Φαίδρα την κυρία Κατίνα. 
-Ουου, είπε κουνώντας νευρικά τα χέρια της. Έχω την καημένη την αδελφή μου που κάνει για δέκα, το φτωχό. Είναι άρρωστο και δεν κάνει χωρίς εμένα. Κι η πεθερά μου ξεμωράθηκε κι αυτή τώρα στα γεράματα. Κι έχω και τους δυο μικρούς στο σχολείο. Κι ο άντρας μου έχει αρρωστήσει κι αυτός απ’ τα βάσανα και το πιοτό. Δεν ξέρω ποιον να πρωτοκοιτάξω. 
 Σταμάτησε απότομα και σταύρωσε τα χέρια, σα να ξαφνιάστηκε κι η ίδια απ’ την πολυλογία της. 
-Φουκαριάρα,  είπε η Φαίδρα, σταυρό που κουβαλάς κι εσύ. 
-Εσείς τίποτα, ούτε άντρα, ούτε αδέλφια, ούτε ανίψια; 
Η Φαίδρα κούνησε πολλές φορές το κεφάλι της αρνητικά. Όχι σε όλα. 
-Σα στοιχειωμένο μου φάνηκε το σπίτι της, είπε ο γιος μου, όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να γυρίσουμε σπίτι. Πρόσεχε, κυρία Κατίνα, μην πεταχτεί κάνα φάντασμα εκεί που θα ξεσκονίζεις τα βιβλία της.  
-Την καημενούλα, είπε εκείνη, ολομόναχη μέσα σε τόση σκόνη.

Οι φωτογραφίες είναι του Ralph Gibson

* Η Αρετή Πάνου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στο Γραμματικό.
 Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε 
πολλά χρόνια στη Διεύθυνση Πληροφορικής της Αγροτικής 
Τράπεζας, που δεν υπάρχει πια.  Από τη φύση της αναγνώστης,
 πέρασε στο γράψιμο από αγάπη. Έχει εκδώσει δύο συλλογές 
διηγημάτων: «Μήτρα με αγκάθια» (εκδόσεις Λαγουδέρα, 2010)
 και «Κωμικοτραγική» (εκδόσεις Carpe Librum).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου