theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

«ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ»


του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
Νουβέλα βραβευθείσα από την
«Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών»
Β) «Το πρώτο αντάρτικο»
Ο κόσμος πανικοβλήθηκε με τον πυροβολισμό. Μέσα στον πανικό και το κομφούζιο που ακολούθησε, δεν μάθαμε ποτέ τελικά ποιος ήταν ο δράστης αυτού του επεισοδίου. Κάποιοι είπαν ότι ήταν ένας λοχαγός, άλλοι του έδωσαν «προαγωγή» και τον είπαν συνταγματάρχη, μερικοί μίλησαν γενικότερα για ένα στρατιωτικό και από στόμα σε στόμα, αυτή η ιστορία απέκτησε θρυλικές διαστάσεις. Η τρίχα έγινε τριχιά και με την τακτική του σπασμένου τηλέφωνου, δημιουργήθηκε ένας θρύλος για το θέατρο του πατέρα μου. Και ο πατέρας μου; Α! Εγώ δεν ανησυχούσα και πολύ, διότι ήμουν πια μέσα στο «κόλπο». Επρόκειτο για ένα τρικ, για ένα είδος ρεκλάμας, εξαιρετικά πρωτοποριακής για την εποχή της. Ο πατέρας έψαχνε να βρει τρόπους πάσης φύσεως, προκειμένου να συγκεντρώνει κόσμο στο θεατράκι του. Και ο καλύτερος τρόπος ήταν να περιβληθεί η όλη επιχείρησή του με τον κατάλληλο μύθο. Ένας τέτοιος θάνατος, που δεν έγινε τελικά, ήταν ο καταλληλότερος κράχτης για το μεγάλο κοινό.
Έτσι, το παραμικρό επεισόδιο στο θέατρο, η οποιαδήποτε ταραχή άνευ λόγου και αιτίας, κάθε τυχαίο περιστατικό με κάποιο θεατή, όλα αυτά πλέον θα αποκτούσαν τεράστιες διαστάσεις, εμπνευσμένα από ένα θάνατο που δεν έγινε ποτέ. «Βαρύτατα τραυματισμένος ο καλλιτέχνης! Χαροπαλεύει! Κρίσιμες στιγμές!» και πολλά άλλα παρόμοια γράφονταν και ακούγονταν, έχοντας πετύχει εξαρχής το στόχο τους. Οργίαζαν οι φήμες ότι ο καλλιτέχνης θα φοράει αλεξίσφαιρη επένδυση από εδώ και στο εξής, δήθεν για προληπτικούς λόγους, και για κάθε ενδεχόμενο. Παραμύθια! Ο πυροβολισμός έγινε εκ του μακρόθεν με άσφαιρα πυρά, από ένα καλά μελετημένο σημείο και από κάποιο τσιράκι. Υπήρχαν κι άλλα τσιράκια για τις βρώμικες δουλειές της όλης σχετικής προσπάθειας (προπαγάνδα, παραπλάνηση, διασπορά ψεύτικων ειδήσεων κτλ.), ενώ κάποιο σχετικό «ρολάκι» είχα αναλάβει κι εγώ. Για πολλές μέρες μετά, ο πατέρας ήταν εξαφανισμένος και υποτίθεται πως ανάρρωνε, ενώ κάποιοι λέγανε ότι η ψυχή του έσβηνε. Εκείνος δεν αναπαυόταν όμως στο πρώτο Νεκροταφείο αλλά στο κρεβάτι, κάνοντας κάποιες απαραίτητες διακοπές εντός της οικίας του και βάζοντας τα γέλια ακούγοντας τις ανταποκρίσεις που του φέρναμε από έξω. Ο μύθος είχε σφυρηλατηθεί για τα καλά! Ο πατέρας όμως πέθανε τελικά και πραγματικά αυτήν τη φορά, καθώς αυτή ήταν η τρίτη και η φαρμακερή. Πραγματοποιήθηκε από φυσικά αίτια και φαινομενικά επρόκειτο για ένα θάνατο σε σχετικά μεγάλη ηλικία, αλλά μόνο εγώ το ήξερα καλά ότι ήμουν ο πραγματικός αίτιος για τούτον τον πραγματικό θάνατο. Όλα βεβαίως είχαν ξεκινήσει πιο νωρίς, δέκα έτη πιο πριν, το 1938 στην ακριτική Φλώρινα, όπου έκανα το στρατιωτικό μου. Για τους Αθηναίους, η Φλώρινα ήταν τότε σαν ένας τόπος εξορίας.
Τι ήταν όμως πραγματικά η τότε Φλώρινα; Ήταν ένα πρώην (και επί πολλούς αιώνες) μικρό χωριό, το οποίο σταδιακά είχε μετατραπεί, επί Τουρκοκρατίας, σε μια κωμόπολη και αργότερα σε πόλη. Το πέρασμα του σιδηρόδρομου ήταν αρκετά καθοριστικό για το μέλλον της Φλώρινας και αυτό της έδωσε μια πρώτη αρκετά σοβαρή ώθηση. Η Φλώρινα, όμως, απεκόμισε μεγαλύτερα κέρδη χάρη στα παιχνίδια της Ιστορίας. Η πόλη αυτή απελευθερώθηκε κατά τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912, αλλά τότε δεν απελευθερώθηκε τελικά και το ένδοξο Μοναστήρι, το οποίο βρίσκεται 18 χιλιόμετρα βορειότερα και με ενδιάμεσα σύνορα να το χωρίζουν πλέον από την Ελλάδα. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ήθελε με κάθε θυσία να απελευθερώσει το Μοναστήρι που ήταν μια σπουδαία πόλη των γραμμάτων και των τεχνών. Την πόλη αυτή όμως ο Βενιζέλος τη θυσίασε υπέρ της Θεσσαλονίκης, καθώς δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Κατά την πορεία του από την Κοζάνη, ο ελληνικός στρατός είχε καθυστερήσει και αυτό αποδείχθηκε μοιραίο. Οι Σέρβοι πρόλαβαν το Μοναστήρι και πλήθη Ελλήνων αναγκάστηκαν να φύγουν προς το νότο, μεταφέροντας εκεί τις τέχνες και τα γράμματα. Κρύο, παγετός και χιόνια, μαζί με μια στρατοκρατική αντίληψη για τον εχθρό πέρα από τα σύνορα, συμβάδιζαν με την ανερχόμενη καλλιτεχνική αύρα της Φλώρινας.
Σε αυτήν εδώ την αύρα λοιπόν, πήρα το καλλιτεχνικό βάπτισμα του πυρός. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί με ενέπνευσε το όλο καλλιτεχνικό και εικαστικό αναδυόμενο τοπίο μιας πόλης που η μαγιά της φτιαχνόταν με τα καλύτερα ίσως υλικά από το πιο σπουδαίο βόρειο κάστρο του τότε Ελληνισμού. Παίρνοντας όμως το βάπτισμα του πυρός στην τέχνη, έδωσα και την πρώτη μαχαιριά στον πατέρα μου. Δεν το έκανα επίτηδες. Μου βγήκε. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι έπαιξα Καραγκιόζη στο στρατό. Αυτό το έκαναν και άλλοι εκλεκτοί συνάδελφοι και μερικοί για πρώτη φορά σαν εμένα. Το πρόβλημα ήταν ότι είπα πράγματα που δεν έπρεπε να πω, ξεχνώντας μια κυρία που για πολλά χρόνια (ή και για πάντα) θα μου καθόταν στο σβέρκο: Ήταν η κυρά λογοκρισία. Πολλοί συνάδελφοι την είχαν υποστεί (μέσα και έξω από το στρατό), μα εγώ την είχα υποστεί σκοτώνοντας για πρώτη φορά τον πατέρα μου, που τον σκότωσα τρεις φορές συνολικά, λες και τον εκδικιόμουν για λογαριασμό της μοίρας και για όσα κόλπα έπαιζε ο ίδιος με το θάνατο, ανοιγοκλείνοντάς του το μάτι μόνο και μόνο για πλάκα και για διαφήμιση. Οι συστρατιώτες μου με πιέζανε να τους παίξω μια κωμωδία για να χαλαρώσουμε λίγο, αν και η λέξη «χαλάρωση» δεν ίσχυε για το πολύπαθο στρατιωτικό λεξιλόγιο της εποχής εκείνης. Στο σκίτσο «πετούσα» και σκάρωσα στα γρήγορα έναν Καραγκιόζη και ένα Κολλητήρι. Τα κόψαμε, τεντώσαμε και ένα πανί, φροντίσαμε και για το φωτισμό και το έργο άρχισε με μερικά αστειάκια του πατέρα. Η στρατιωτική και επαρχιώτικη παρέα όμως αδυνατούσε να πιάσει εκεί το φινετσάτο αθηναϊκό πνεύμα των αστείων που ήξερα.
Έπρεπε να πω κάτι πιο ταιριαστό με την παρέα. Πώς θα στήναμε και έναν μπερντέ μεγάλο, αν δεν κατάφερνα με την πρώτη να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους και να φανώ αντάξιος του ονόματος του πατέρα μου αλλά και των διηγήσεών μου για τις εμπειρίες και τις ικανότητές μου ως γιος καραγκιοζοπαίχτη; Κάτι έπρεπε να πω και προσπαθώντας να το βρω, έχασα την αυτοσυγκέντρωσή μου και πέταξα το λάθος, που δεν ήταν λάθος γενικώς αλλά ήταν ολέθριο ειδικώς για την εποχή και για το χώρο του στρατοπέδου. Το λάθος αυτό το κατάλαβα πρακτικώς πιο μετά:
- Έλα, λεβέντη μου! Να δω βήμα! Άντρες! Εμπρός! Μαρς!
- Πού τους είδες τους άντρες, ρε πατέρα; Μόνος μου είμαι εδώ!
- Μη μου χαλάς, σε παρακαλώ, την τάξη. Πρτς, κιρ, κιρ, κιρ!
- Και τι μου λες «πρτς, κιρ, κιρ, κιρ»; Αλόγατο είμαι ή γαϊδούρι;
- Σταμάτα και ξεκίνα σημειωτόν! Μαρς! Εν, δυο, τρία…
- Παντρεύεται η Μαρία…
- Μη μιλάς εις τη γραμμή σου, αλλιώς θα νευριάσω! Με τάξη, βρε, που θα γελάει ο κόσμος μαζί σου, που δεν γελάει όμως, αν και έχουμε κωμωδία που θα έχουμε κωμωδία, εάν… Αλλά εάν δεν εάν, τότε δεν θα εάν… Με τάξη, βρε Μεταξά, μη σε δείρω!
Το μοιραίο λάθος έγινε. Βουβαμάρα από έξω. Κάτι είχα πει και μέχρι να καταλάβω πως δεν έπρεπε να το πω, το είχα ήδη ξεστομίσει. Δεν χρειαζόταν να ψάξω για κάποιο καρφί μπροστά από τον μπερντέ. Ήταν πολλά τα καρφιά και πρόθυμα στο να εξυπηρετήσουν καταστάσεις. Εξάλλου, είχε αναφερθεί, έστω και από τη βιασύνη μου και κατά λάθος, ένα όνομα που δεν έπρεπε να αναφερθεί. Η κωμική αναφορά του ήταν ύποπτη γενικώς: «Ο φάκελός σου ήταν υπεράνω πάσης υποψίας στην αρχή. Γνωρίζαμε κάποια ύποπτα στοιχεία στο ιστορικό σου, αλλά η δράση και τα φρονήματα του πατέρα σου στην Αθήνα ήταν καθησυχαστικά και για μας αλλά και για σένα. Ο πατέρας σου είναι εθνικόφρων. Είναι πατριώτης. Θεατρίζει τον κόσμο με πατριωτικά έργα. Είναι υπεράνω πάσης υποψίας ο ίδιος και αυτό ήταν για σένα μια προστασία. Γιατί όμως ανέφερες το όνομα του Κυβερνήτη, έτσι όπως το ανέφερες; Για να το περιγελάσεις; Για να το εξευτελίσεις; Για να το βάλεις ίσα κι όμοια με το Κολλητήρι;» και άλλα πολλά που κάνανε τον πατέρα μου, σαν τα έμαθε, να μαραζώσει. Το όλο θέμα δεν πρόλαβε να προχωρήσει πολύ. Μπαλώθηκε ευτυχώς και σύντομα εξιλεώθηκα παίζοντας ηρωικά έργα στο στρατό, με πρώτο τον «Καπετάν Γκρη», οργανωμένα με κανονική σκηνή και μεγάλες φιγούρες.
Στη συνέχεια:
Γ) «Ο Πορφυρογέννητος Καραγκιοζοπαίχτης»
Φωτογραφία από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.


Όλες οι αντιδράσεις:
Thomas Agrafiotis και 82 ακόμη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου