του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη
Γ) «Ο Πορφυρογέννητος Καραγκιοζοπαίχτης»
Παρά το ατυχές περιστατικό της Φλώρινας, ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για μένα. Είχε επενδύσει πολλά στη μόρφωσή μου και εγώ ανταποκρίθηκα επιτυχώς στις απαιτήσεις των σπουδών μου, όχι μόνο στο πανεπιστήμιο αλλά και στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, όπως επίσης και στην απόκτηση ευρύτατης εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης. Ήταν πολύ δύσκολο για έναν πατέρα εκείνης της εποχής να σπουδάζει το παιδί του, αλλά ήταν εξίσου και πολύ δύσκολο για ένα παιδί να σπουδάζει με τέτοια επιτυχία και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ο πατέρας μου, επίσης, ήταν πολύ περήφανος για την παρουσία μου στον ελληνοϊταλικό πόλεμο της Αλβανίας του 1940-41, από τον οποίο μάλιστα εξήλθα τραυματισμένος. Εξίσου μεγάλο καύχημά του, όμως, ήταν και η από κάθε άποψη λαμπρή θητεία μου πίσω από τον μπερντέ. Είχα εξελιχθεί σε έναν από τους πιο καλούς μαθητές του, καθώς ο πατέρας μου ήδη έγραφε χρυσές σελίδες στην ιστορία του Καραγκιόζη, από τις περασμένες δεκαετίες. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητά μου συνίστατο στο ότι δεν ήμουν ένα απλό «γραμμόφωνο» του πατέρα. Από αυτήν την άποψη, δεν ήμουν σαν τον καλύτερο βοηθό του, τον Μανώλη, ο οποίος αντέγραφε μέχρι και το ηχόχρωμα της φωνής του μάστορά του. Αντιθέτως, ακολουθούσα μια ξεχωριστή πορεία. Είχα το μπρίο του πατέρα μου και τα πατήματά του, αλλά είχα βάλει και την προσωπική μου σφραγίδα στο παίξιμό μου. Το πιο σημαντικό όλων ήταν και το ότι έπιανε το χέρι μου στο σχέδιο και την κατασκευή της φιγούρας ελεύθερα και δημιουργικά και όχι δουλικά ή αντιγραφικά από τα σχέδια άλλων καραγκιοζοπαιχτών ή ζωγράφων. Δεν ήταν όμως ακόμα σίγουρο το ότι θα αφοσιωνόμουν αποκλειστικά στην τέχνη του Καραγκιόζη.
Είχα και άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή μου. Ένα από αυτά ήταν ο τότε αναδυόμενος στην Ελλάδα κινηματογράφος, με μια καθυστέρηση δεκαετιών σε σχέση με την Ευρώπη και την Αμερική. Ήταν όμως και αυτό κάτι που σχετιζόταν με τον ξυπόλυτο. Το Θέατρο Σκιών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας πρόδρομος του κινηματογράφου, δηλαδή ένα «γκρεκ σινεμά», όπως είχαν πει κάποτε κάποιοι Εγγλέζοι στον πατέρα Σπαθάρη. Ενδιαφερόμουν επίσης και για θέματα που είχαν να κάνουν με κοινωνικές ανησυχίες. Οι έντονες πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1930 και τα ισχυρά κοινωνικά κινήματα που είχαν σιγά δειλά φτάσει μέχρι και την Ελλάδα, με κάνανε πολιτικά ανήσυχο και κοινωνικά ευαίσθητο. Όμως και αυτό είχε τη σχέση του με τον ξυπόλυτο. Δεν είναι άραγε ο χιλιομπαλωμένος Καραγκιόζης της παράγκας ένας από τους ιδανικότερους εκφραστές της φτώχειας, της ανημποριάς και της κοινωνικής αδικίας; Δεν είναι η ζωή του μια κοινωνική κατακραυγή υπέρ των αδύνατων και των κατατρεγμένων; Όλα αυτά με είχαν συνεπάρει…
Σύντομα, λοιπόν, πρόσφερα στον πατέρα μου μια δεύτερη δυνατή απογοήτευση, μετά από το πρώτο σοκ της Φλώρινας, το οποίο όμως είχε περάσει μάλλον ανώδυνα, ίσως και λόγω της αποστάσεως. Το δεύτερο σοκ ήταν κατά πολύ δυνατότερο. Η στρατολόγησή μου στο ΕΑΜ είχε γίνει από την περίοδο της Κατοχής. Η δράση μου ήταν διπλή: από τη μια καλλιτεχνική και από την άλλη στρατιωτική. Η καλλιτεχνική δράση ήταν κάτι που γινόταν κεκαλυμμένα. Ο μπερντές παρουσίαζε κάθε βράδυ ένα έργο με ασετιλίνες και με πληθώρα κόσμου. Το κοινό δεν ήθελε τότε να βλέπει τις γνωστές κωμωδίες και προτιμούσε τα ηρωικά με τον Αθανάσιο Διάκο κατά του Ομέρ Βρυώνη, τον Κατσαντώνη κατά του Αλή Πασά και τον ανίκητο Γέρο του Μοριά κόντρα στον Πασά Δράμαλη. Οι συνειρμοί γινόντουσαν χωρίς χρονοτριβές. Οι Τούρκοι του μπερντέ συμβόλιζαν τη γερμανική μπότα και οι νίκες των Ελλήνων στο πανί ανεμοφτερούγιζαν ως μια ελπίδα αισιοδοξίας και λευτεριάς, ενώ η θυσία των ηρώων και το στεφάνωμά τους από τους Αγγέλους, σε κάθε περίπτωση, δημιουργούσαν ρίγη συγκίνησης και δάκρυα χαρμολύπης. Ο πατέρας Καράμπαλης, σε μία από αυτές τις παραστάσεις, τραγούδησε τον «Κατσαντώνη», παρά την τραγική κατάσταση της υγείας του και υποβασταζόμενος από τα τρία του παιδιά. Ήταν στενότατος συνεργάτης και τραγουδιστής του πατέρα επί πολλά έτη. Η πείνα της Κατοχής, όμως, τον είχε πλέον «τσακίσει». Δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά την αγαπημένη του Λευκάδα, τη γενέτειρά του. Μια άλλη παράσταση, και πάλι του «Κατσαντώνη», είχε προκαλέσει αυτήν τη φορά την αντίδραση των Ιταλών επί Κατοχής, μα ο θαυμασμός τους για την τέχνη του Καραγκιόζη μετρίασε την οργή τους για το ηρωικό ύφος του έργου, το οποίο είχε ερμηνευτεί ως μορφή αντίστασης. Ο ξυπόλυτος αποτελούσε, σε κάθε περίπτωση, ένα είδος αντίστασης απέναντι σε κάθε είδους εξουσία, έτσι όπως αυτή αντιπροσωπεύεται, εντελώς ενδεικτικά, από τον Πασά. Η αντίθεση αυτή συνεχώς στριφογύριζε στο μυαλό μου και ωρίμαζε την κοινωνική και πολιτική μου φιλοσοφία και ιδεολογία.
Ωστόσο, εκείνη την εποχή, δεν μου αρκούσαν οι φιγούρες. Έπιασα και το πραγματικό όπλο. Έφτασα μέχρι Ταγματάρχης του ΕΛΑΣ. Ποιοι ήταν όμως οι εχθροί μου; Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί ή οι ίδιοι οι Έλληνες; Η απάντηση ήταν απλή: οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και ορισμένοι Έλληνες που προτίμησαν να συμπράξουν με τον κατακτητή. Η ένοπλη δράση μου εναντίον τους ήταν αυτή που τσάκισε τον πατέρα μου, όχι επειδή είχε ιδεολογικές διαφωνίες, αλλά επειδή κάποια μέρα έφτασα στο σπίτι μας, λαβωμένος από μια σφαίρα λίγα χιλιοστά πιο πάνω από την καρδιά. Ο πατέρας το πήρε βαρέως. Εδώ δεν παίζαμε πλέον με τα χαρτόνια, τις ζελατίνες και το δέρμα. Εδώ πλέον δεν λαβώνονταν, ποιητική αδεία, οι φιγούρες. Εδώ δεν είχαμε πλέον να κάνουμε με κάποια επιτυχημένα διαφημιστικά τρυκ. Εδώ υπήρχε πια ένας ωμότατος ρεαλισμός. Χυνόταν αίμα. Αδερφός σκότωνε αδερφό και τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη.
Το πώς σώθηκα, τελικά, ήταν μια μεγάλη ιστορία. Με μεταφέρανε από σπίτι σε σπίτι, με κρύβανε από νύχτα σε νύχτα και με χειρούργησαν εκτός νοσοκομείου, υπό το φόβο των Ιουδαίων και με κλεμμένη μάσκα χλωροφορμίου. Οι γνωριμίες του πατέρα με σώσανε από τους έξαλλους ταγματασφαλίτες που με είχαν λαβώσει θανάσιμα κατά τη συμπλοκή μας στην πλατεία Γκύζη: «Χτυπήσαμε τον καπετάνιο τους, τον “Κύρκο” με το μουστάκι», φώναζαν όλο χαρά βλέποντάς με αιμόφυρτο στο χώμα από το βόλι τους. Όπως ακριβώς θριαμβολογούσε ο Ομέρ κατά το σούβλισμα του Διάκου και όπως ευχαριστιόταν ο Αλή Πασάς το σφυροκόπημα του Κατσαντώνη. Όμως, τώρα, οι εχθροί μου δεν ήταν οι Τούρκοι, δεν ήταν καν οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί. Ήταν τα ίδια μου τα αδέρφια, οι ίδιοι οι Έλληνες, αυτοί που με ρίξανε κάτω λαβωμένο και ετοιμοθάνατο, αυτοί οι ίδιοι που με καταδίωκαν για να με πιάσουν ή και να με αποτελειώσουν, προτού να γίνω καλά. Η σωτηρία μου τελικά γέμισε με δάκρυα χαράς τον πατέρα αλλά και με θλίψη. Ο ίδιος, βασιλόφρων και κωνσταντινικός από τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, ως το κόκαλο, έβλεπε το γιο του να εντάσσεται πλέον σε ένα αντίθετο στρατόπεδο. Ήξερα ότι του γέμιζα την καρδιά με μαχαιριές, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Ο ίδιος προσπάθησε να με αποτραβήξει. Διαισθανόταν ότι η επιστημονική μου καριέρα ήταν πια τελειωμένη. Προσπάθησε λοιπόν να με ωθήσει μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός και να με μεταφέρει στην αναπαράσταση της μάχης των σκιών, αφενός για να με προστατέψει από το θάνατο και αφετέρου για να με εξασφαλίσει επαγγελματικά μέσω της τέχνης του και όχι διά της επιστήμης ή της πολιτικής. Ήταν η ύστατη προσπάθειά του, για να με σώσει, αλλά και για να σωθεί και ο ίδιος από τις πίκρες που του χάριζα…
Την άδεια του επαγγελματία καραγκιοζοπαίχτη δεν θα την έπαιρνα με τίποτα, αν δεν ήταν ο πατέρας. Και δεν θα την έπαιρνα, όχι επειδή δεν ήμουν καλός καραγκιοζοπαίχτης, αλλά επειδή δεν θα μου το επέτρεπαν τα πολιτικά μου φρονήματα. Τελικά, όμως, με έσωσαν οι συστάσεις του πατέρα μου που ήταν ένας εκ των ιδρυτών του Σωματείου των Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών και αδιαλείπτως ευεργέτης των συναδέλφων του, οι οποίοι τον θεωρούσαν ηθικό στοιχείο και «άγιο» άνθρωπο, πράγμα πολύ σπάνιο για το σινάφι τους. Επειδή λοιπόν δεν μπορούσαν να με ψέξουν για τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, (καθώς κοντά στον πατέρα βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα), με πολέμησαν τελικά δήθεν για καλλιτεχνικούς λόγους και για την τιμή των όπλων: «Έχει μπρίο, αλλά δεν παίζει σαν τον πατέρα του», «Καινοτομεί χάρη στη μόρφωσή του, μα ο Καραγκιόζης είναι λαϊκό θέατρο και όχι ένα λόγιο θέαμα», «Αν είχαμε τη βοήθεια του πατέρα του και εμείς, θα τον φτάναμε σε μόρφωση, αλλά δεν έχουμε όλοι μας την τύχη να γεννηθούμε… “Πορφυρογέννητοι”» και άλλες τέτοιες αηδίες… Νουβέλα βραβευθείσα από την
«Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών»
Στη συνέχεια:
Δ) «Εξορία»
Φωτογραφία από το "Ξυπόλυτο Τάγμα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου