theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Το υποβρύχιο στον Καϊάφα

Για εκείνο το θρυλικό υποβρύχιο στον Καϊάφα έχουμε 
αναφερθεί αρκετά στο παρελθόν κλικ ΕΔΩ
Σήμερα έχουμε κι άλλα από άλλη πηγή κλικ ΕΔΩ

Η ανέλκυση του AXUM

....Στα πλαίσια της ιταλικής συνθηκολόγησης που υπογράφει στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, ο ιταλικός πολεμικός Στόλος έπρεπε να πλεύσει προς συμμαχικά λιμάνια και να παραδοθεί. Το AXUM είχε πρόσφατα αντικαταστήσει τις καταπονημένες δηζελομηχανές του με νέες γερμανικές τύπου Schultz και βρισκόταν στην Gaeta όταν Γερμανοί στρατιώτες εμφανίστηκαν στην αποβάθρα με την πρόθεση να καταλάβουν τα ιταλικά πλοία. Το AXUM και οι υπόλοιπες μονάδες πρόλαβαν να απομακρυνθούν και το υποβρύχιο τελικά κατέπλευσε στις 20 Σεπτεμβρίου στη Μάλτα. Στις 9 Οκτωβρίου επέστρεψε στον υπό συμμαχικό πια έλεγχο Τάραντα και κατόπιν χρησιμοποιήθηκε σε αποστολές μεταφοράς κατασκόπων και σαμποτέρ προς κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές. Με κυβερνήτη τον Giovanni Sorrentino αναχώρησε από το Πρίντεζι στις 30 Νοεμβρίου για μια πρώτη αποστολή προς την κατεχόμενη Ιταλία, αποβιβάζοντας 15 πράκτορες της αμερικανικής OSS (Office of Strategic Services) με σκοπό τη δημιουργία ενός μυστικού δικτύου
πληροφοριών. Στις 19 Δεκεμβρίου το AXUM αναχώρησε από το Πρίντεζι για να αποβιβάσει στην Ελλάδα μέλη της δύναμης 133 του δικτύου της βρετανικής SOE (Special Operations Executive), όμως μια βλάβη στον δηζελοκινητήρα ματαίωσε την αποστολή. Στις 25 Δεκεμβρίου και μετά από επισκευές το υποβρύχιο αναχώρησε από τον Τάραντα προκειμένου να μεταβεί νοτίως του Κατάκολου για να παραλάβει πράκτορες. Το βράδυ της 27ης, περί τις 20.00’, το υποβρύχιο έφθασε στο προκαθορισμένο σημείο στα Λουτρά Καϊάφα και ο κυβερνήτης αναζήτησε το σινιάλο που θα γινόταν από τη στεριά. Μόλις αυτό έγινε αντιληπτό, το πλήρωμα καθαίρεσε μια λέμβο προκειμένου να μεταφέρει τους πράκτορες από τη στεριά στο σκάφος. Καθώς το υποβρύχιο ανέμενε τη λέμβο να προχωρήσει, ο κυβερνήτης πραγματοποίησε χειρισμούς προκειμένου να παραμείνει το σκάφος στην ίδια θέση. Κατά τη διάρκεια των χειρισμών, το υποβρύχιο προσάραξε σε στίγμα 37° 31 ‘Β, 21° 35’ Α, σε μια βραχώδη εξοχή που δεν ήταν σημειωμένη στους μικρής κλίμακας χάρτες που είχε ο κυβερνήτης στη διάθεση του. Ακολούθησε προσπάθεια για την αποκόλληση του AXUM αλλά χωρίς επιτυχία οπότε αποφασίστηκε να εγκαταλειφθεί. Το πλήρωμα και οι πράκτορες ήρθαν σε επαφή με Έλληνες αντάρτες και στους οποίους διέθεσαν οπλισμό, πυρομαχικά και άλλα χρήσιμα αντικείμενα που αφαίρεσαν από το υποβρύχιο. Στις απογευματινές ώρες της 28ης Δεκεμβρίου ο κυβερνήτης τοποθέτησε εκρηκτικά στο εσωτερικό του υποβρυχίου και λίγες ώρες αργότερα τα πυροδότησε προκειμένου να το καταστήσει άχρηστο στον εχθρό. Η αυτοβύθιση του AXUM σήμανε το επιχειρησιακό τέλος ενός υποβρυχίου που είχε πραγματοποιήσει 27 επιθετικές αποστολές και 22 αποστολές μεταφοράς, έχοντας διανύσει 22.889 μίλια στην επιφάνεια και 3.413 εν καταδύσει.




Ιταλικά υποβρύχια μετά την παράδοση τους στη Μάλτα

Το πλήρωμα παρέμεινε σε αναμονή υπό την προστασία των ανταρτών μέχρι να διοργανωθεί μια επιχείρηση επαναπατρισμού τους. Το ναυάγιο του AXUM έμεινε απαρατήρητο από τους Γερμανούς μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 1944 και κατόπιν προχώρησαν σε διερεύνηση του εσωτερικού του με δύτες που διαπίστωσαν ότι είχε απογυμνωθεί από καθετί χρήσιμο οπότε και αυτοί το εγκατέλειψαν. Την ίδια ημέρα ένα αεροσκάφος της RAF έριψε στο ιταλικό πλήρωμα ρουχισμό και παπούτσια επιτρέποντας έτσι να ξεκινήσει μια πενθήμερη πεζοπορία στα βουνά της Πελοποννήσου με προορισμό την περιοχή της Μαραθόπολης. Εκεί κατέπλευσε στις 29 Ιανουαρίου η τορπιλάκατος ARDIMENTOSO στην οποία επιβιβάστηκε το πλήρωμα του AXUM και επιστρέψαν στην Ιταλία.
To ναυάγιο του υποβρυχίου παρέμεινε μισοβυθισμένο με την άμμο να το περικλείει σιγά σιγά. Ο Οργανισμός Ανελκύσεως Ναυαγίων, που είχε συσταθεί μεταπολεμικά με σκοπό την εκκαθάριση των ελληνικών ακτών και λιμένων από τα δεκάδες ναυάγια που, συμπεριέλαβε το ναυάγιο του ιταλικού υποβρυχίου στα ναυάγια που διέθετε προς εκποίηση. Έτσι το AXUM πουλήθηκε από τον Ο.Α.Ν. στον εργολάβο Δ. Παπαστεφάνου με την υποχρέωση να έχει ολοκληρωθεί η διάλυση του μέχρι τον Αύγουστο του 1949. Δεν είναι γνωστό αν τότε πραγματοποιήθηκε κάποια προσπάθεια ανέλκυσης του σκάφους ή αν το συνεργείο περιορίστηκε εξαρχής στην αφαίρεση των πιο πολύτιμων μετάλλων του σκάφους. Πάντως στην πορεία δόθηκαν παρατάσεις για την ολοκλήρωση του έργου ως τον Αύγουστο του 1952. Το 1953 το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας αδειοδότησε τη γιουγκοσλαβική εταιρία Brodospas να ανελκύσει το ναυάγιο. Στόχος της εταιρίας ήταν να ανελκυστεί το ναυάγιο μέχρι το τέλος του έτους αλλά οι κακές καιρικές συνθήκες καθυστέρησαν τις εργασίες για περισσότερο από τρεις μήνες με αποτέλεσμα η επιχείρηση τελικά να εγκαταλειφθεί. Το ναυάγιο παρέμεινε εκτεθειμένο στα αβαθή για άλλες δυο δεκαετίες μέχρι που κατέφθασαν στην περιοχή οι αδελφοί Νικήτας και Θεόφιλος Κλήμης, δυο από τους πιο ικανούς δύτες που είχαν καταπιαστεί μεταπολεμικά με τις ανελκύσεις ναυαγίων. Ο Νικήτας εξιστόρησε στους Κώστα Θωκταρίδη και Άρη Μπιλάλη πως ενεπλάκησαν με την ανέλκυση του AXUM και το τι ακολούθησε. Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το νεοεκδοθέν βιβλίο «Ανελκύοντας την Ιστορία»:
Το ναυάγιο του AXUM (Ν.Κλήμη)

«Το 1971 ο Πολύκαρπος Καλαγάνης, από την Πάτρα, είχε πάρει τα δικαιώματα για το AXUM, το ιταλικό υποβρύχιο που είχε προσαράξει στον πόλεμο στα Λουτρά Καϊάφα. Μας είπε ότι το ναυάγιο έχει πολλά να δώσει αλλά… κοντέψαμε να σκοτωθούμε εκεί. Πήραμε τη «Μαριγούλα»[1], ένα λάϊτερ που είχαμε αγοράσει και που του είχαμε βάλει ένα γερανό «λάμδα» στην πλώρη και ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε βρήκαμε το υποβρύχιο χωμένο ολόκληρο μέσα στην άμμο, μόνο ο πύργος του ήταν απ’ έξω. Μετά την πρώτη έρευνα καταλάβαμε πως το είχανε δουλέψει ήδη δυο – τρία συνεργεία πριν από εμάς και επειδή δεν είχαν καταφέρει να το ανελκύσουν είχαν ξηλώσει ότι μέταλλα μπορούσαν από το εσωτερικό του. Δεν είχε τίποτα… ούτε μπαταρίες! Έπρεπε να βγάλουμε την άμμο αλλά το σιφώνι που είχαμε ήθελε πέντε μέτρα βάθος για να αποδώσει και δεν τράβαγε. Έτσι βρήκαμε ένα τζιφάρι που δούλευε με αέρα και με αυτό αρχίσαμε να τραβάμε την άμμο, βοήθησε και το σιφώνι μετά και έτσι το καθαρίσαμε. Επειδή δεν είχε απάγκιο εκεί, τα βράδια έπρεπε να γυρνάμε στο Κατάκολο και έτσι χάναμε δυο ώρες να πάμε και δυο να έρθουμε κάθε μέρα. Εκεί έβγαζε κατά τις δέκα το πρωί μαΐστρο και δεν μας άφηνε να δουλέψουμε. Τελικά κάναμε μια κατασκήνωση στη στεριά, στήσαμε μια παράγκα κάτω από μια κουκουναριά και φτιάξαμε μια αερογέφυρα με συρματόσχοινο που το δέσαμε στο περισκόπιο του υποβρυχίου. Αφού το στεγανοποιήσαμε και το αντλήσαμε κάναμε δυο καθόδους που ξενερίζανε, μία στην πλώρη και μια στην πρύμνη, για να κατεβαίνουμε στο εσωτερικό. Όταν το περπατήσαμε ανακαλύψαμε ότι στο βάθος στην πρύμνη είχε μια στεγανή πόρτα που δεν την είχαν ανοίξει τα προηγούμενα συνεργεία και από εκείνο το διαμέρισμα βγάλαμε τελικά τριάντα τόνους μέταλλα. Επειδή το υποβρύχιο δεν έλεγε να ξεκολλήσει πήγε ο Καλαγάνης και ζήτησε άδεια για χρήση εκρηκτικών. Πραγματικά, ήρθαν ναύτες από το Κατάκολο για να διώξουν τον κόσμο και κάναμε τρύπες βάθους δυο μέτρων στην άμμο, δυο σε κάθε πλευρά σε απόσταση δέκα-δεκαπέντε μέτρων. Ελπίζαμε ότι με την έκρηξη θα ταρακουνηθεί το υποβρύχιο και θα ξεκολλήσει. Όμως αυτό έμεινε ατάραχο και επιπλέον η έκρηξη χάλασε τη στεγανοποίηση οπότε πλημύρισε ξανά. Τότε κατέβηκε από την κάθοδο ο Θεόφιλος για να δει που είναι η διαρροή. Όμως αργούσε και όταν κοίταξα να δω τι γίνεται τον είδα σωριασμένο στο δάπεδο κάτω από την κάθοδο. Είχανε σπάσει κάτι μπουκάλες στο υποβρύχιο και είχε δηλητηριαστεί από τα αέρια. Εγώ φόραγα τη στολή και έτσι κατέβηκε ένα άλλο παλικάρι και τον έδεσε από τις μασχάλες και τον ανεβάσαμε. Τον πήγαμε στο νοσοκομείο στα Κρέστενα όμως ο Θεόφιλος ήταν αλλόφρων, έλεγε ασυναρτησίες και δεν είχε επαφή με την πραγματικότητα. Τον περιποιηθήκανε και αν και νομίζαμε ότι θα τον χάσουμε, μετά από τρείς μέρες συνήλθε κάπως και ρώτησε που ήμασταν. Του άφησε κατάλοιπα αυτή η ιστορία… τον έκανε νευρικό και τον επηρέασε στη δουλειά του. Μου είπε λοιπόν ότι είχε δει μια τρύπα έξι ίντσες στη μέση, στη δεξιά μπάντα, όπου το νερό έμπαινε με πίεση και χτύπαγε στον απέναντι μπουλμέ. Έτσι φόρεσα τη στολή με το σκάφανδρο το οποίο όμως δεν είχε δίχτυ στο τζάμι του. Επειδή τα νερά μέσα στο υποβρύχιο είχαν γίνει θολά από όσα κουνήθηκαν με την έκρηξη, δεν έβλεπα τίποτα και φοβόμουν ότι αν πέσω πουθενά θα σπάσει το τζάμι. Έτσι προχώραγα με την πλάτη! Βάλαμε και τις αντλίες για να νιώσω τη ροή και να καταλάβω από πού έρχεται το νερό και όταν έφτασα στη μέση ένιωσα το στροβίλισμα και βρήκα την τρύπα. Εκεί είχε μια βάνα που την είχε ξηλώσει κάποιο προηγούμενο συνεργείο γιατί ήταν χάλκινη. Μου έκοψε ο οξυγονοκολλητής μια φλάντζα με οχτάρι σίδηρο και με ένα λάστιχο και μια γαντζόβεργα έκλεισα την τρύπα. Κατόπιν το αδειάσαμε ξανά από τα νερά. Εκεί που καθόμασταν αποκαμωμένοι στην παραλία και κλαίγαμε τη μοίρα μας, ξαφνικά βλέπουμε το υποβρύχιο να σηκώνεται! Πρώτα σηκώθηκε η πλώρη στα δυο – τρία μέτρα από το νερό και κατόπιν σηκώθηκε τόσο που περπάταγες πάνω του για σαράντα – πενήντα μέτρα. Η πρύμνη έμεινε κολλημένη κάτω. Όμως το ΑXUM σηκώθηκε μέσα σε μια «σκάφη», δηλαδή είχε γύρω – γύρω ρηχά. Τότε πήγε ο Καλαγάνης και έφερε ένα ρυμουλκό τού Μάτσα από την Πάτρα. Αυτό ήταν παλιό και είχε μεγάλο βύθισμα, έτσι έμενε στα ανοιχτά. Μας δώσανε σύρματα και τα δέσαμε στο υποβρύχιο. Με την προπέλα του το ρυμουλκό άρχισε να σκάβει ένα «λούκι», άλλα όταν έφτασε κοντά πήρε άμμο από τις αναρροφήσεις του, βουλώσανε τα μηχανήματα του και έτσι έφυγε. Τότε έφερε ο Καλαγάνης το ΝΗΣΟΣ ΑΝΔΡΟΣ τού Τσαβλίρη που άνοιξε ξανά το δίαυλο. Τραβώντας και με πολλές δυσκολίες καταφέραμε να τραβήξουμε το υποβρύχιο και έτσι το πήγαμε στο Κατάκολο. Το κράταγε από την πρύμνη η «Μαριγούλα» για να μη βυθιστεί. Έτσι το πήγαμε με ένα ρυμουλκό του Δρακόπουλου στο Πέραμα για να διαλυθεί. Όμως το AXUM είχε γεμάτους τους τορπιλοσωλήνες, είχε τέσσερις μπροστά και δυο πίσω. Ήρθαν από το Ναυτικό και μας είπαν να κόψουμε τα δυο κομμάτια. Κόψαμε λοιπόν την πλώρη και την πρύμνη, τα βάλαμε στη «Μαριγούλα» και τα φουντάραμε στα 140 μέτρα έξω από το Σαν Τζώρτζη. Τότε μόνο «κόπηκε» το υποβρύχιο για σκραπ».H περιγραφή του βετεράνου δύτη Νικήτα Κλήμη, καταδεικνύει τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Έλληνες ανελκυστές, οι οποίοι επί τρείς δεκαετίες ασχολήθηκαν με την εκκαθάριση των λιμένων και των ακτών από τα λογής ναυάγια που είχαν μείνει από την εποχή του πολέμου. Άνθρωποι απλοί, δίχως σπουδές σε ναυπηγική ή στην τεχνική κατάδυση, έμαθαν να βουτάνε από τους πατεράδες τους και εφάρμοσαν τις γνώσεις τους, υπό αντίξοες συνθήκες και με πενιχρά μέσα, στον τομέα της δίαλυσης και ανέλκυσης ναυαγίων προκειμένου να βιοπορισθούν.
[1] Τρία υποβρύχια της κλάσης Adua πουλήθηκαν πριν τον πόλεμο στη Βραζιλία.
[2] Στην κλάση Perla ανήκε το ομώνυμο υποβρύχιο που αργότερα καταλήφθηκε από τους Βρετανούς και αποδόθηκε στο ελληνικό Π.Ν. λαμβάνοντας το όνομα ΜΑΤΡΩΖΟΣ.
[3] Tο ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ Γ. είχε ναυπηγηθεί το 1915 στην Αγγλία ως αποβατικό τύπου X-lighter. Είχε μετατραπεί σε φορτηγίδα το 1929 και μετά την αγορά του από τους Νικήτα Κλήμη & Ηλία Κορδά το 1970 μετετράπηκε σε πλωτό συνεργείο ανελκύσεων. Το 1986 πουλήθηκε και μετατράπηκε στο αμμολυπτικό ΆΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Στις 26 Απριλίου 1995 βυθίστηκε λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών στην προβλήτα των Λουτρών Αγίας Ελένης για να ανελκυστεί στη συνέχεια και τελικά να διαλυθεί το 1997 στην Ελευσίνα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Manzari Giulano, I sommergibili Italiani dal Settembre 1943 al Dicembre 1945, Bollettino d’Archivio dell’Ufficio Storico della Marina Militare, Δεκέμβριος 2011O’Hara Vincent, Struggle for the Middle Sea, Naval Institute Press, Annapolis, 2009 Μπιλάλης Άρης – Θωκταρίδης Κώστας, Ανελκύοντας την Ιστορία: Η εποποιία της ανέλκυσης ναυαγίων στην μεταπολεμική Ελλάδα, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου