Από μέρες πολλές είχαν αρχίσει στη μικρή μας πόλη οι πυρετώδεις προετοιμασίες από τις υπηρεσίες του Δήμου και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Όλοι, υπάλληλοι και μη, εργάτες και εθελοντές, εκλεγμένοι και αυτόκλητοι άνθρωποι της προσφοράς και του πολιτικού μεγαλείου, προσπαθούσαν να δώσουν, κάθε μέρα που περνούσε, τον καλύτερο εαυτό τους για την επιτυχία του ιερού, κατά τα λεγόμενα των ιθυνόντων πάντα, σκοπού. Έτσι, ο παλλαϊκός αυτός εορτασμός για την υποδοχή της νέας χιλιετίας, που έσκαγε μύτη στον ορίζοντα, προδιαγραφόταν ιδιαίτερα περίλαμπρος, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις κάποιων αποτυχημένων οιωνοσκόπων και μάντεων που μιλούσαν για την καταστροφή του κόσμου. Έφερναν μάλιστα ως επιχείρημα ατράνταχτο, κατά τη γνώμη τους, τα όσα έγραφε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη.
Είχαν προηγηθεί, όπως συνηθίζεται να γίνεται πάντοτε σε τέτοιες ή ανάλογες περιστάσεις, συνεδριάσεις επί συνεδριάσεων, συζητήσεις επί συζητήσεων, αποφάσεις επί αποφάσεων, σχέδια που άλλαζαν από τη μία στιγμή στην άλλη για να αντικατασταθούν και πάλι από άλλα, πιο καινούρια, ή, κάποιες φορές, τα ίδια που πριν από λίγο είχαν απορριφθεί μετά πολλών επαίνων, δημοσιεύματα και ανακοινώσεις κομμάτων και παρατάξεων, σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, ακούραστοι τελάληδες, που με στεντόρεια φωνή γυρνούσαν με τα πόδια, ολημερίς, όλες τις γειτονιές της πόλης, για να κάνουν παγκοίνως γνωστό το σπουδαίο αυτό γεγονός, αυτοσχέδιοι λόγοι πολιτικών, και άλλων ρητόρων σε αυθόρμητες, κατά το δυνατόν, δημόσιες συγκεντρώσεις, όλα αυτά και άλλα πολλά, που δεν μού έρχονται στο νου αυτή τη στιγμή, είχαν προλάβει να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα. Έτσι, όλοι περίμεναν με λαχτάρα και αγωνία την περιπόθητη ημέρα που, κατά γενική ομολογία, θα έμενε για πάντα ζωντανή στη μνήμη των ανθρώπων, όπως ακριβώς και διάφορα άλλα σπουδαία γεγονότα της προσωπικής τους ιστορίας που δεν εννοούσαν να τα ξεχάσουν ποτέ, όπως π. χ. την πρώτη μέρα που πήγαν στο σχολείο ή, για τους άνδρες μόνο, τη σμέρα που παρουσιάστηκαν στο στρατόπεδο για να υπηρετήσουν τη θητεία τους. Όλοι τους ήταν σίγουροι πως θα ζούσαν μία ημέρα σπουδαία, λαμπρή, που θα την θυμούνταν εσαεί και μέχρι το τέλος της ζωής τους. Εις τον αιώνα τον άπαντα δηλαδή. Σε αυτό ήταν όλοι απολύτως σύμφωνοι οι πάντες σχεδόν.
Και ήρθε, επιτέλους, αυτή η πολυπόθητη ημέρα, ή καλύτερα η νύχτα, της χαράς, της γιορτής και της αισθητικής απόλαυσης ενός θεάματος περίλαμπρου που το σύνολο σχεδόν των κατοίκων πίστευε ακράδαντα πως θα ήταν η ευτυχέστερη μέρα της ζωής τους. Άλλωστε όλοι, και πλούσιοι και φτωχοί, και μορφωμένοι και αγράμματοι, επίσημοι και μη, οι πάντες δηλαδή, άντρες και γυναίκες της πόλης και των γύρω περιοχών, έβλεπαν πως τα γεγονότα δεν ήταν δυνατόν να εξελιχθούν διαφορετικά μια και ο χρόνος κυλάει συνεχώς και αδιαλείπτως στη συνείδηση των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους, καθώς και ο πλανήτης μας γύρω από τον Ήλιο και, συνεπώς, τίποτα δεν μένει σταθερό και αναλλοίωτο. Ήταν η 31η του σωτήριου έτους 1999 που όλοι υποστήριζαν με πάθος πως μόλις θα ερχόταν η δωδεκάτη νυχτερινή, θα έμπαινε αμέσως η νέα χιλιετία, με δόξα και τιμή, ενώ εγώ, όπως και πολλοί άλλοι περισσότερο νουνεχείς, υποστηρίζαμε πως η χιλιετία θα μας ερχόταν πανηγυρικά τον επόμενο χρόνο, όταν θα ολοκληρωνόταν ο εικοστός αιώνας. Η πλειονότητα των ανθρώπων όμως βιαζόταν να την υποδεχτεί και γι’ αυτό και οι πολιτικοί όλων των κομμάτων αποφάσισαν ομόφωνα να γίνει αυτό ένα χρόνο ενωρίτερα. Για να μην δυσαρεστήσουν τους ψηφοφόρους τους. Τι σημασία θα είχε άλλωστε η ακριβής πρώτη ημέρα της νέας χιλιετίας; Άρτον και θεάματα, έλεγαν οι Ρωμαίοι. Γιατί, λοιπόν, να στερήσουν από τέτοιες λαμπρές γιορτές τους ομοεθνείς τους οι πολιτικοί;
Τέλος πάντων, αφού είναι να γίνει έτσι, ας γίνει έτσι. Εμένα δεν μου πέφτει πλέον άλλος λόγος, κι έτσι, παρά τις έντονες διαφωνίες μου, αποφάσισα να πάρω μέρος κι εγώ στον εορτασμό σαν άτομο. Άλλωστε λαός δεν ήμουνα κι εγώ; Θέλω να πω στο λαό δεν ανήκα; Ή μήπως επειδή έβγαλα ένα πανεπιστήμιο με τα χίλια ζόρια έπαψα να ανήκω πια εκεί; Όχι βέβαια! Έτσι πήγα κι εγώ στην κεντρική πλατεία της πόλης όσο πιο νωρίς μπορούσα, για να βρω μία θέση καλή για την παρατήρηση, όσο το δυνατόν πιο μπροστά δηλαδή. Κι έτσι κατόρθωσα να σταθώ λίγο πιο πίσω από τις θέσεις των επισήμων, στις οποίες ήταν αδύνατο να καθήσει κάποιος που δεν είχε αυτή την ιδιότητα, ώστε να μην διαφύγει τίποτα της προσοχής μου και να δω από πολύ κοντά όλα τα τεκταινόμενα για να σας περιγράψω τα πάντα με κάθε δυνατή λεπτομέρεια.
Η κεντρική πλατεία της πόλης με το τεράστιο μέγεθός της, που φέρει το όνομα ήρωα της αντίστασης κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ήταν αρκούντως φωταγωγημένη καθώς και οι παρακείμενοι δρόμοι. Ήταν τέτοια η φωταψία που μπορούσες να δεις τα πάντα όσο μακριά κι αν βρισκόσουν. Επιπλέον πολύχρωμα λαμπιόνια, τοποθετημένα σε κατάλληλα σημεία, όπως στα φορτηγάκια κάποιων ινδομιγών κατοίκων της περιοχής, της έδιναν έναν απόκοσμο τόνο, συμπληρωματικό της εορταστικής διάθεσης των πάντων και απόλυτα ταιριαστό με τον χρόνο και τον σκοπό της νυχτερινής συνάθροισης.
Το πλήθος, γιατί πρέπει να το πω κι αυτό, αφού για το χατίρι του και μόνο γίνονταν όλα αυτά, είχε καταλάβει από νωρίς κάθε σημείο της πλατείας και των δρόμων που την περιστοίχιζαν από παντού και στέκονταν όλοι υπομονετικά και με τάξη παραδειγματική, τόσο παραδειγματική μάλιστα που κάποιοι κακεντρεχείς σχολιαστές είπαν πως αυτό τους θύμιζε παλιότερες μαζικές συναθροίσεις που γίνονταν αναγκαστικά στα χρόνια της τελευταίας δικτατορίας. Το κακό είναι ότι κανένας από τους συγκεντρωμένους δεν προσπάθησε να τους αντικρούσει. Ήταν τόσο μεγάλη η αδημονία τους ώστε δεν άκουγαν και δεν έβλεπαν τίποτε άλλο.
Η διάταξη, λοιπόν, γιατί έχει τη σημασία του και αυτό, είχε ως εξής: Στο πίσω μέρος της συγκέντρωσης, σε τμήματα διακριτά το ένα από το άλλο και απόλυτα στοιχισμένα και ζυγισμένα μεταξύ τους, είχαν παραταχθεί διάφορες ομάδες ιθαγενών εργατών, αγροτών, επαγγελματιών και υπαλλήλων κατώτερων στην ιεραρχία, ενώ λίγο πιο πίσω τμήματα αλλοδαπών μεταναστών διαφόρων εθνικοτήτων και ειδικοτήτων. Ανάμεσά τους, στα μικρά κενά που άφηναν μεταξύ τους αυτά τα τμήματα, περιφέρονταν μικρές ομάδες αλλοδαπών γυναικών από διάφορες βαλκανικές χώρες μαζί με ντόπιες γυφτοπούλες που, παρά το σχετικό ψύχος, είχαν το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού τους ακάλυπτο. Ήταν από αυτές που εργάζονταν νυχθημερόν στα νυχτερινά κέντρα και τα πορνεία της περιοχής και ήρθαν κι αυτές εδώ για να επιδείξουν ή και να πουλήσουν μέρος της πραμάτεια τους. Μπροστά παρατάχθηκαν στρατιωτικά αγήματα όλων των όπλων και των σωμάτων που τα αποτελούσαν οπλίτες και αξιωματικοί ιδιαίτερα ασκημένοι σε ασκήσεις ακριβείας και σχηματισμούς παρελάσεων, συνοδευόμενα από επίλεκτες ομάδες αστυνομικών, λιμενικών, πυροσβεστών, αγροφυλάκων και χωροφυλάκων, όσοι δεν είχαν πεθάνει και ζούσαν ακόμη μετά την κατάργηση του σώματος αυτού, ενώ δίπλα τους ακριβώς συνωστίζονταν, λίγο ανοργάνωτα μπορώ να πω, λόγω της ηλικίας, ίσως, τμήματα προσκόπων, λυκόπουλων, οδηγών και πουλιών.
Οι μπροστινές θέσεις είχαν παραμείνει, όπως εύκολα μπορείτε να το αντιληφθείτε κι εσείς και να το παραδεχθείτε χωρίς άσκοπες και ανόητες ή ανούσιες ιαμαρτυρίες, κενές, για να τις καταλάβουν οι εκατοντάδες άρχοντες του τόπου, κατά τη σειρά του αξιώματος του καθενός, ενώ πλήθος ζητιάνων και άλλων ταλαίπωρων συμπολιτών μας έτειναν παντού το χέρι τους ελπίζοντας, μάταια οι περισσότεροι, για κάποια μικρή οικονομική βοήθεια. Την εικόνα την συμπλήρωναν διάφοροι άλλοι αργόσχολοι και περίεργοι πολίτες που περιφέρονταν δεξιά και αριστερά εντελώς άτακτα, αδιαφορώντας πλήρως για κάθε έννοια τάξης και πειθαρχίας, η προσοχή όμως των εντεταλμένων οργάνων της πολιτείας ήταν στραμμένη στην άρτια διοργάνωση της γιορτής και μόνο και, ως εκ τούτου, κανένας δεν τους έδινε ιδιαίτερη σημασία. Τους άφηναν να περιφέρονται ασκόπως.
Μουσικές μπάντες και ορχήστρες, εγκαταστημένες σε διάφορα σημεία της πόλης, παιάνιζαν συνεχώς ύμνους γραμμένους για την περίσταση, που κανένας δεν άκουγε. Στο κέντρο της πλατείας ακριβώς, στο σημείο όπου θα στέκονταν οι επίσημοι, σύμφωνα με το πρόγραμμα της νύχτας, σε βάθρο υπερυψωμένο, για να τους βλέπουν όλοι, από κάθε σημείο της, βρισκόταν το λαμπρό άγαλμα της χιλιετίας, σκεπασμένο ακόμη με ένα άσπρο πανί, όπως απαιτεί το τυπικό των σχετικών εκδηλώσεων ενώ δίπλα του είχε υψωθεί από το πρωί λευκή σημαία σε γαλάζιο φόντο με χιλιάδες αστεράκια τυπωμένα πάνω στο ύφασμα. Υποδήλωναν, προφανώς, τα χρόνια που θα έρχονταν με αυτή τη χιλιετία.
Τα πάντα φωτισμένα. Όχι μονάχα εδώ αλλά σε ολόκληρη την πόλη, ακόμη και στα χωράφια, για να μετατρέψουν τη νύχτα σε ημέρα, ενώ στα χέρια των παρευρισκομένων έκαιγαν αμέτρητες λαμπάδες και κεριά και παντού έσκαγαν βεγγαλικά σε μυριάδες αποχρώσεις, σχήματα και σχηματισμούς μεταξύ τους, σκορπίζοντας τον θαυμασμό, τη χαρά και την αγαλλίαση στο πλήθος. Όλοι, κατά γενική ομολογία, έδειχναν τρισευτυχισμένοι, δοξάζοντας τους πολιτικούς, ντόπιους και μη, για όσα τους πρόσφεραν αφειδώλευτα εκείνη τη νύχτα. Κατά μία ευτυχή συγκυρία μάλιστα, όλο το σκηνικό και μαζί του και η γιορτή, συμπληρώθηκε από μία ανέλπιστη, ξαφνική νεροποντή, που κανείς τους δεν είχε προβλέψει πριν, ούτε καν οι μετεωρολόγοι, που σπανίως πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους, όπως τουλάχιστον μας λένε συχνά, και επιπλέον από μία άλλου είδους βροχή, λεοντιδών, για όσους έχουν ακουστά τι είναι, που αποσπάστηκαν βιαίως από την ουρά του κομήτη Tempel-Tuttle που πλησίαζε τη γη, σε απόσταση ασφαλείας βέβαια, από τον αστερισμό του Λέοντα.
Ώρα δώδεκα παρά τέταρτο. Σε λίγο θα έρθει, καθώς μας λένε, λοιπόν, η νέα χιλιετία, με όση λαμπρότητα της ταιριάζει. Αρχίζουν να προσέρχονται σιγά-σιγά οι επίσημοι που καταλαμβάνουν αμέσως ο καθένας τη θέση του, ανάλογα με το χαρτάκι που έχει επικολληθεί στα καθίσματα που είναι προορισμένα γι’ αυτούς. Μπροστά μπροστά κάθεται ο δήμαρχος επιδεικτικά και οι λοιποί άρχοντες της πόλης, πίσω τους ακριβώς ο νομάρχης με ολόκληρο το νομαρχιακό του συμβούλιο, λίγο πιο πίσω οι βουλευτές του νομού διαμαρτυρόμενοι σαν κακομαθημένα παιδιά που τους πήραν για λίγο το παιχνίδι, για την θέση που τους έδωσαν. Ακολουθούν οι τοπικοί αρχηγοί των κομμάτων, υποψήφιοι βουλευτές που δεν εξελέγησαν και το φέρουν βαρέως, πρόεδροι και διοικητικά συμβούλια σωματείων, συλλόγων, επιμελητηρίων κ.λπ. Τελευταίος, με όλη τη βυζαντινή του μεγαλοπρέπεια, εισβάλλει στο χώρο ο δεσπότης, περιστοιχιζόμενος από ομάδες ιερέων, διακόνων, ιεροψαλτών, καλόγηρων, νεωκόρων, επιτρόπων και καθαριστριών με τη σκούπα παραμάσχαλα, μήπως και χρειαστεί να βοηθήσουν στην καθαριότητα της πλατείας μετά το πέρας της εορτής. Καταλαμβάνει αυτοβούλως και, παρά τα βλέμματα των υπολοίπων, το χώρο μπροστά από όλους, εμποδίζοντας έτσι μερικούς να είναι πλήρως ορατοί από παντού.
Ώρα δώδεκα παρά ένα λεπτό. Το πλήθος κρατάει ακόμη και την αναπνοή του για να μην ακούγεται το παραμικρό που δεν έχει σχέση με την τελετή που είναι έτοιμη να αρχίσει. Επικρατεί απόλυτη σιγή. Ο δήμαρχος, χέρι-χέρι με τον νομάρχη, μια και έχουν μοιραστεί οι υπηρεσίες τους τα έξοδα, μαζί με τον γηραιότερο βουλευτή του τόπου, ως εκφραστές της πόλης, του νομού και του έθνους αντίστοιχα, συνεπικουρούμενοι από τον μητροπολίτη και έναν υφυπουργό που έτυχε να βρίσκεται εκεί, βαδίζουν αγέρωχοι προς το άγαλμα για να το αποκαλύψουν. Νεκρική σιγή επικρατεί παντού. Τραβούν με απαλές, σχεδόν χορευτικές κινήσεις τη σημαία και το πανί για να μην πληγώσουν το πάλλευκο κορμί του αγάλματος. Αυτό που αντικρίζουν όμως τα μάτια τους τούς ξαφνιάζει και απορημένοι κοιτάζουν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Πίσω από το πανί, στο βάθρο ένα κενό. Το άγαλμα πουθενά. Άφαντο. Θεέ και Κύριε, αναφωνούν. Η έκπληξη που νιώθουν όλοι δεν περιγράφεται. Ένα χαρτόνι είναι τοποθετημένο στο σημείο που θα έπρεπε να είναι το άγαλμα. «Μαλάκες», έγραφε, «δεν ήρθε ακόμη η ώρα μου».
Πανικός παντού, ταραχή, ανησυχία, αγωνία και φόβος στους άρχοντες και τον λαό μήπως επαληθευτούν κάποιες προφητείες, παλιές και νέες, στις οποίες κανένας μέχρι τώρα δεν είχε στρέψει την προσοχή του, αντιλήψεις και γνώμες ποικίλων αιρέσεων για την καταστροφή του κόσμου ή μέρους του. Ψίθυροι δεξιά κι αριστερά, φασαρία, θόρυβος, το πλήθος απογοητευμένο αρχίζει να διαλύεται, ευτυχώς, ομαλά και να βαδίζει σιωπηλό και περίλυπο έως θανάτου προς το σπίτι του.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πριν προλάβουν να αναχωρήσουν όλοι, αντικρίζουν με τρόμο μία γυμνή γυναίκα με πάλλευκο δέρμα να διασχίζει την πλατεία με αργές, αγαλματώδεις κινήσεις, χωρίς να δίνει σε κανέναν σημασία, ξεχωρίζοντας, λόγω μεγέθους, από όλους τους παρευρισκόμενους. Τα μέλη της δείχνουν βαριά, από την ακινησία, ίσως, αλλά και από το βάρος του υλικού με το οποίο είναι κατασκευασμένη, ενώ το κορμί της λάμπει κυριολεκτικά με τις μαρμαρυγές που σχηματίζουν το περίφημο πεντελικό μάρμαρο και το φως καθώς συναντιώνται.
-Είναι το άγαλμα, είναι το άγαλμα, φωνάζουν όλοι με μία φωνή, το άγαλμα της χιλιετίας είναι ζωντανό και βρίσκεται εδώ, συμπληρώνουν μερικοί άλλοι. Ξεσπούν όλοι σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές και σκύβουν να το προσκυνήσουν. Ομολογουμένως με πραγματική συντριβή.
Το άγαλμα όμως δεν δίνει σημασία σε κανέναν και σε τίποτα, ένα μονάχα φαίνεται πως το ενδιαφέρει πραγματικά, να πάει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, στον προορισμό του. Προχωράει, λοιπόν, όπως πάντα και χάνεται στο βάθος του δρόμου, με κατεύθυνση τις αποθήκες του Δήμου. Σε λίγο το καταπίνει το μαύρο σκοτάδι, αφού, λόγω κάποιας μη αναμενόμενης βλάβης στις γραμμές της ΔΕΗ, η πόλη χάνει αμέσως τη λαμπρότητα του φωτισμού της, μαζί με τη λαμπρότητα της γιορτής βέβαια.
-Πάει, έφυγε, κραυγάζει κάποιος με φωνή φανερά απελπισμένη, πάει, δεν πρόκειται ναρθεί η χιλιετία.
-Φυσικά, ψιθυρίζω για να το ακούσω μονάχα εγώ, πόσες φορές σας είπαμε πως δεν ήρθε ακόμη η ώρα της. Πρέπει να περιμένουμε να συμπληρωθεί και το 2000. Υπομονή, λοιπόν, μέχρι του χρόνου.
----------------------
Το πλήθος διαλύεται άτακτα, οι πάντες παίρνουν το δρόμο για το σπίτι τους με βήματα βαριά, όπως εκείνα του αγάλματος. Στα πρόσωπα όλων μπορεί κάποιος να διακρίνει με μεγάλη ευκολία τη θλίψη και την απογοήτευση για τη ματαίωση της σπουδαίας αυτής γιορτής. Ο πόνος που νιώθουν όλοι τείνει να τους καταβάλλει. Πού να βρουν τη δύναμη και πώς να περιμένουν έναν χρόνο ακόμη; Πολύς ο καιρός, αναντίρρητα.
Περίλυποι έως θανάτου αποχωρούν και οι επίσημοι με τη σειρά τους, διπλά απογοητευμένοι αυτοί. Η συνάθροιση του κόσμου ήταν τελικά μία αποτυχία και δεν είχε τα αναμενόμενα από καιρό αποτελέσματα.
-Λες να έχει επίπτωση το γεγονός αυτό στις προσεχείς εκλογές; Μονολογεί ένας από τους βουλευτές, αλλά κανείς δεν βρήκε το κουράγιο να του απαντήσει, τώρα μάλιστα που τελείωσε τόσο άδοξα η γιορτή, προτού καν αρχίσει!
(Εφημερίδα Πρωινή Πύργου, Τετάρτη 8 Μαρτίου 2000, σχεδόν ξαναγραμμένο. Από τη στήλη χρονογραφήματος που κρατούσα τότε με τον τίτλο «Εις εαυτόν και εις άλλους»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου