Μετά από 45 λεπτά δύσκολης ανάβασης φτάσαμε με τον Αμπορίγινα φίλο μου Τζαντίν, στην κορυφή του ιερού βράχου. Ήταν η ώρα που ο βασιλιάς της μέρας, κουρασμένος απ΄ την κοπιαστική του πορεία, άρχιζε να μαζεύει τον αστραφτερό του μανδύα, γυρνώντας στα μακρινά παλάτια του για να κοιμηθεί, να ξαποστάσει. Ήταν η ώρα που σε λίγο οι νυχτερίδες θα ξετυλίξουν τις κοκκαλιάρικες φτερούγες τους, νιώθοντας τον ερχομό του σκοταδιού. Καθόμουν δίπλα απ΄ τη χάλκινη τετράγωνη μικρή κολόνα των πληροφοριών. Ο φίλος μου ο Τζαντίν έβγαζε χωρίς σταματημό φωτογραφίες. Μπροστά μου, απλωνόταν μία απέραντη έκταση με μια ακατανίκητη ομορφιά. Στο βάθος φρουροί ακοίμητοι οι διάφοροι βράχοι Kata Tjuta (βράχοι της Όλγας),κι από πάνω μου πλατύς και γαλάζιος, ο ουρανός του Alice Springs,με μόνα στολίδια του τ΄ ασπρόθωρα συννεφάκια που τραβούσαν κατά τη δύση, λες κι έτρεχαν να ξεπροβοδίσουν το Φοίβο που΄φευγε. Κι αυτός ο Φοίβος, όλο κι έγερνε, όλο κι έγερνε, σαν να τον τραβούσαν, άλλα μέρη να τον κλείσουν στην αγκαλιά τους.
Όμως, την ώρα αυτή τη μαγική, όλα τριγύρω πήραν εκείνα τα γλυκά του σούρουπου χρώματα. Όλα! Και ο ιερός βράχος, άρχισε να αλλάζει χρώματα ,να γίνεται κιτρινωπός πιο κόκκινος, ρόδινος...
Εγώ καθόμουν όρθιος και θαύμαζα με πόση απλοχεριά μοίραζε ο ήλιος τα χρώματα γύρω του. Έμοιαζε σαν να μάτωσε κι έτρεχε ρόδινο αίμα απ΄ τις φλέβες του. Έβαψε τα σύννεφα κι αυτά ρόδιζαν και κοκκίνιζαν μεριές-μεριές. Ο Ουρανός, κι αυτός έβαψε το γαλάζιο κουστούμι του πορτοκαλί, αλλού βυσσινί, αλλού ροζ, αλλού μωβ και κόκκινο. Στην αρχή φαντάστηκα πως το ένα χρώμα προσκαλούσε το άλλο σε χορό με ορχήστρα το απαλό αεράκι, μα τελικά κατάλαβα πως μάλωναν για το ποιο χρώμα θα υπερισχύσει...
Κοιτάζοντας τριγύρω σκεφτόμουν και φανταζόμουν την πρώτη μακρινή εποχή της δημιουργίας. Μπροστά μου φανερώθηκαν χιλιόχρονοι σοφοί Αμποριγίνες παίζοντας Didjeridoo και να χορεύουν το χορό του φιδιού, της καγκαρού, το χορό της φωτιάς..
Ο ήλιος μεγαλόπρεπος, τυλιγμένος από μαγευτικά χρώματα ,βουτούσε σιγά-σιγά στη μακρινή θάλασσα. Τριγύρω σχηματίσθηκε μια σύνθεση μαγευτική από χρώματα εξωτικά ανακατεμένα... Τώρα, μόνο ένα κομμάτι του μεγαλόπρεπου βασιλιά, είχε μείνει στον ορίζοντα... Ξαφνικά μερικές αχτίνες ξεπετάχτηκαν και βούτηξαν στον μακρινό Ωκεανό. Πήγαν για να ξυπνίσουν τις κόρες του βυθού και τις γοργόνες...
Δυο τρεις νυχτερίδες πέταξαν δίπλα μου και χάθηκαν στην απεραντοσύνη...
Εγώ είχα μπει στο χορό με τους χιλιόχρονους φίλους μου κι ευχόμουν αυτές οι στιγμές να μην τελειώσουν ποτέ...
:" Πάμε να γυρίσουμε...θα μας πιάσει το σκοτάδι..." άκουσα να μου λέει ο Τζαντίν. Συνήλθα. " Ναι ,του είπα ...πάμε "Πήραμε το δύσκολο δρόμο του γυρισμού...
Όλα τριγύρω ήταν ήσυχα λες κι έπεσαν σε λήθαργο. Στ΄ αυτιά μου άκουγα γνώριμες φωνές: "Malami pitjai tjamou,bandaloo tjinta kaya allambie..." Μέσα μου ψιθύρισα ...Malami pitjai tjamou...
Οι τελευταίες αχτίνες του ήλιου. αδύναμες πια, χάιδευαν απαλά την πλάση που εκστατική τις προσκυνούσε... Μία σιωπή γαλήνια βασίλευε γύρω. Όλα θαρρούσες πως στέκονταν άφωνα ,λυπημένα. Σιωπή στον ιερό βράχο, σιωπή στην κοιλάδα, σιωπή κι ανάμεσα σε μένα και στον Τζαντίν...
Σκεφτικός, άρχισα να κατεβαίνω...ο ήλιος είχε χαθεί...η μυσταγωγία όμως δεν έλεγε να τελειώσει!...
[1] Ο Θύμιος Χαραλαμπόπουλος, είναι από την Κοπάνιτσα {Καρυές}, αδελφός του αείμνηστου Παπαχαμπέρη και ζει εδώ και πολλά χρόνια, περί τον μισό αιώνα, στην Αυστραλία. Είναι αξιόλογο άτομο, ποιητής και ακτιβιστής με ειδική σχέση και δράση με τους ιθαγενείς Αβοριγίνους. Προσεχώς για τον Θύμιο θα έχουμε αφιέρωμα-ανάρτηση.
[η γνωριμία μου με τον Θύμιο έγινε μέσω του fb, πριν ένα μήνα ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου