Κλείνω τον Γενάρη και καλωσορίζω τον Κουτσοφλέβαρο
με μια Κυρία και Αρχόντισσα του νομού μας, την Ελένη Σκάβδη,
με μια Κυρία και Αρχόντισσα του νομού μας, την Ελένη Σκάβδη,
Εβρίτισα παντρεμένη στην Αμαλιάδα. Αισθάνομαι μεγάλη τιμή που
έχει προλογίσει το βιβλίο μου "ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ" Ελπίζω ότι
αυτό θα επαναληφθεί και στο νέο μου βιβλίο
"ΑΝΔΡΑΒΙΣ & ΑΝΔΡΑΒΙΔΑΡΑΙΟΙ"
με το καλό το καλοκαίρι, μια και είναι έτοιμο προς έκδοση ..
αλλά πανδημίας παρούσης ...παυσάτω!
Είθε! [δείτε κι αυτό για την Ελένη]
..... Στη συνέχεια καμάρωνα αυθάδικα που μονάχα εγώ από τη φαμίλια είχα γεννηθεί στην πόλη κι όχι στο χωριό. Μου άρεσε η Αλεξανδρούπολη, καμάρωνα για τα σχολεία, για τη γειτονιά, τις εκκλησιές μας…
Σπούδαζα τα παρόντα, μάθαινα την πόλη, τα παλιά δεν με ένοιαζαν… Άλλωστε, κανείς στο σπίτι δεν μπορούσε να αφηγηθεί μια αμιγώς αλεξανδρουπολίτικη παλιά ιστορία. Αντίθετα έλεγαν παραμύθια ικαριώτικα και μικρασιάτικα καμιά φορά. «Ξένοι», νιόφερτοι σε καινούρια πόλη, δεν ήξεραν βλέπεις, ρωτούσαν, μάθαιναν γρήγορα κι ύστερα απάγγελλαν τις ιστορίες σαν ραψωδοί, για ανθρώπους, λαϊκούς και κληρωτούς, ζωντανούς και πεθαμένους, για σπίτια, αυλές και κτίρια, εκκλησιές και μπαξέδες. Κι άργησαν να μάθουν. Ο Παντελής πρώτος και καλύτερος τα έμαθε όλα απ’ έξω κι ανακατωτά. Μου τ’ αράδιαζε στα ώριμα χρόνια του, όμορφα και χαμογελαστά, κι εγώ όλο τον προκαλούσα. «Για πες μου τώρα, πού ήρθες εδώ μέσα στον Εμφύλιο, τι θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια, πώς ήταν η πόλη, οι άνθρωποι…» κι εκείνος άρχιζε…
Μεγαλώνοντας και φευγάτη πια από την γενέθλια πόλη, οριστικά, (πάντα ήξερα ότι δεν θα επέστρεφα) άρχισα να νοιάζομαι για το παρελθόν. Όλα όσα ήξερα είχαν όρια. 14 Μάη 1920, η αρχή που τη γιορτάζαμε κιόλας με παρελάσεις και πανηγυρικούς, απαγγελίες και κύκλιους χορούς στο ρυθμό της Σουφλιωτούδας, αλλά και του θρακιώτικου εθνικού χορού «στης Θράκης μας τ’απάτητα βουνά, που η δόξα βασιλεύει…» Πιο πριν δεν είχε. Η μάλλον είχε μονάχα εκείνη τη λέξη: «Δεδέαγατς». Έτσι φεύγοντας το 1970, κρατούσα στις αποσκευές το δικό μου παρελθόν, τη βιωμένη εικόνα, που με βία έφτανε-ένα παππού πριν- μέχρι το 1936, ημερομηνία του γάμου της Σουφλιώτισσας θείας Νίνας, με τον θείο Γιώργο Σκάβδη που δυστυχώς έφυγε νωρίς, μόλις το 1957 από καρδιά. Ήταν σαν να μην είχα παρελθόν! Η μάλλον σαν να είχα μια σταλιά θρακιώτικο παρελθόν, σαν να φύτρωσα σε μια καινούρια πόλη, που κάθε βράδυ μου τραγουδούσε μυστικούς ήχους. Από το σπίτι που γεννήθηκα, δίπλα στο φούρνο του Σούλιου, ένα μακρινάρι με παράθυρο στην οδό Αίνου, δύο δωμάτια, μια κουζινίτσα κι ένα εξωτερικό απόπατο, ένας δρόμος μας χώριζε από την «Ηλεκτρική», που κάθε βράδυ η γεννήτρια της με νανούριζε τρυφερά… Στο προηγούμενο σπίτι, ένα δωμάτιο και μια κουζίνα, «εσωτερικοί» στης κυρά Δέσποινας, η αφέντρα από το διπλό της κρεβάτι στη μεγάλη σάλα παρακολουθούσε τον ύπνο του ζευγαριού σαν ιησουίτισσα. Εκεί μέσα συνελήφθην στη γαστέρα της δύστυχης μάνας μου που ήταν ξένη στην πόλη, μιλούσε σαν «ξένα» τα ικαριώτικα, μια τραγουδιστή προφορά χλεύη στους συντοπίτες της που είχαν μάθει αλλιώς να λένε και ν’ ακούνε… Υποθέτω πως ο σπόρος μου άνθισε στη γαστέρα της μάνας, ένα βράδυ του Οκτώβρη του 1951, την ώρα που η κυρά Δέσποινα στο διπλανό δωμάτιο με ορθάνοιχτη την πόρτα του δωματίου που πλάγιαζε ο Παντελής και η Καλλιώ ροχάλιζε του καλού καιρού, κι έτσι δεν άκουσε ούτε βαριές ανάσες, ούτε μικρές πορδίτσες των τριών κοριτσιών που κοιμόντουσαν στο διπλανό ντιβανάκι.