ΚΟΥΣ ΡΕ ΣΥ τί ἔγινε σήμερα μὲ τὴ Μαρία;
— Τί; Ρωτάει, ὁ ἄνδρας.
— Τῆς ἔπεσε ἀπὸ τὴν τσάντα ἕνα χάπι ποὺ δὲν τὸ πρόσεξε.
— Καὶ λοιπόν;
— Τὸ πῆρε κρυφὰ ὁ Θανάσης. Καὶ κάποια στιγμὴ ποὺ αὐτὴ βγῆκε, μᾶς εἶπε πὼς εἶναι φάρμακο γιὰ σχιζοφρένεια! Ξέρει αὐτὸς ἀπὸ φάρμακα.
— Ναὶ ρὲ σύ. Ἄκου ρὲ γαμῶτο ἐξήγηση! Τόσο καιρὸ νὰ μὴν ξέρω τίποτα! Νὰ κάνουμε παρέα νὰ εἶναι ἡ ἄλλη σχιζοφρενής, νὰ κινδυνεύω ἀνὰ πάσα στιγμὴ καὶ αὐτὴ οὔτε κουβέντα. Τὸ φαντάζεσαι δηλαδή;
— Ναί, ἔχεις δίκιο!
(Κάθονται στὸ ἀπέναντί μου κάθισμα. Ἕνας ἄντρας καὶ μιὰ γυναίκα γύρω στὰ 45. Φορᾶνε ροῦχα σινιὲ καὶ φαίνονται ἀεράτοι. Κουβεντιάζουν μεγαλόφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἄνεση ποὺ δίνει στὶς μεγαλουπόλεις ἡ ἀνωνυμία τοῦ πλήθους. Εἶναι ἀργὰ τὸ μεσημέρι. Μόλις ἔχουν σχολάσει… Στελέχη μὲ πόστα καὶ πτυχία…)
Κατέβηκα στὴν πρώτη στάση, ποὺ δὲν ἦταν ὁ προορισμός μου…
Κατέβηκα νὰ πάρω ἀνάσα.
Λίγο ἀέρα μέσα στὴ σήραγγα!
Μέσα στὸ τοῦνελ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου