Πηγή: navarino-s.blogspot.gr/
Ξαφνικά ακούστηκε ένας κρότος που πλησίαζε -τρίζαν τα ξερά φύλλα- κι' ένα αγκομαχητό, ξεμύτισε μια χελώνα, πίσω ο αρσενικός που την είχε πάρει από κοντά λαχανιάζοντας και κλαψουνώντας. Σταμάτησαν μια στιγμή μπροστά μας, παίξαν τα ματάκια τους αμφίβολα. Εκείνου του είχε βγει η γλώσσα το στόμα ανοιχτό, έδειχνε αποκαμωμένος, όμως ξεκίνησε αμέσως όταν ξεκίνησε εκείνη και ξανάρχισε το λαχάνιασμα και τ' αγκομαχητό.
Μπροστά μας προς τα κάτω ήταν ένα αλωνάκι μικρό, όχτος από το πάνω μέρος, γκρεμός στο κάτω χείλος μέχρι κάτω τις "Σπηλιές", κάποτε οι καβουρνιάρηδες είχανε στήσει εδώ καμίνι. Εμποδισμένα από εμάς τα δυο ζωντανά ροβόλησαν στον καμινότοπο και πήραν την όχτη-΄οχτη και έφτασαν στην άκρη. Την έξοδο την έφραζε ένα κουτσουράκι, κάτω έχασκε ο γκρεμνός, έκανε η μπροστινή να στρίψει πίσω, της έφραξε το δρόμο το σερνικό, τη στένεψε, σταμάτησ' εκείνη και την ανέβηκε! Η σβησμένη του αναπνοή γίνηκε πιο κοφτή, οι κινήσεις του γίνηκαν γρήγορες, σε μια στιγμή -εμείς κρατούσαμε, θυμάμαι, την αναπνοή- έγινε πιο βίαιος, σαν τάνυσμα, ξαφνικά το ξύλο όπου στηριζόταν η θηλυκιά υποχώρησε και τα δυο ζούδια χάθηκαν στον γκρεμνό.
Την ίδια στιγμή ένα "άααα" ακούστηκε αριστερά μας, κι' ένα κορίτσι τινάχτηκε πίσω από τις λούζες, πέρασε τ' αλώνι και έφτασε στο μέρος που πέσαν τα ζωντανούλια, έσκυψε και κοίταζε τον γκρεμνό - ακουγόταν ο θόρυβος που 'καναν τα καύκαλα κατρακυλώντας.
Φαίνεται πως κινηθήκαμε και μας άκουσε γιατί γύρισε το κεφάλι, περιδιάβασε το μάτι ερευνητικά και φοβισμένα και ύστερα το σταμάτησε πάνω μας. Καρφώθηκε λίγο, περπάτησε από τον ένα στον άλλο σαν γεράκι, σαν φίδι, έτσι ερωτηματικό σαν αρπακτικό και πάντα τρομαγμένο σαν ζούδι του λόγγου, σηκώθηκε απότομα και χάθηκε στον ανήφορο, πίσω από τις ασφάκες.
Την ξέραμε, ήταν η Σταυρούλα του Κατσίρου. Την είχα προλάβει και εγώ στο σχολείο. Ερχόταν μέχρι την τρίτη τάξη, δεν ήταν κακή μαθήτρια, στην Αριθμητική μάλιστα ήταν πολύ καλή, στην ομιλία δυσκολευόταν, άλλωστε δεν πολυμιλούσε. Μόνο που ήταν πάντα αχτένιστη, φορούσε πάντα το ίδιο φουστάνι, φαίνεται δεν το 'βγανε ούτε στον ύπνο της, τα μάτια σκιαγμένα, σα να ήταν σε ξένο τόπο, σαν ζούδι που το 'φεραν από το λόγγο και βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σ' ανθρώπους. Ήταν πολύ φτωχιά. Ο πατέρας της είχε κάτι λίγα χωραφάκια μα πιο πολύ ζούσαν από τα γίδια.
Όταν πήγαινε στην τρίτη τάξη, πέθανε η μάνα της, ο πατέρας της την κράτησε στο σπίτι να κάνει τη νοικοκυρά. Μια φορά μόνο την είχα δει στο πανηγύρι. Είχε πιάσει μια γωνιά ενός σπιτιού κι από κει έβγανε το κεφάλι και κοίταε το χορό στ' αλώνι. Ίσαμε που νύχτωσε κι' έφυγε πάλι για το ξώσπιτο.
................................................................................................................................................................
Πήραμε τον κατήφορο για το γυρισμό, έπρεπε να βιαστούμε να μη νυχτώσουμε, κόντευε να βασελέψει ο ήλιος - γυάλιζε χρυσό, θαμπωτικά λαμπρό το Ιόνιο, δυτικά.
Όταν περάσαμε κοντά στη Σμουρτίτσα, η Σταυρούλα ήταν ανεβασμένη σ' ένα κλαδί φυτρωμένο οριζόντια σ΄ ένα βράχο και τραγουδούσε.
Ήταν τόσο συνεπαρμένη από το τραγούδι που ούτε μας πήρε είδηση. Κάπου-κάπου σταματούσε κι άκουγε τον αντίλαλο της ρεματιάς - έλεγε ένα τραγούδι μονότονο, μακρόσυρτο, θλιβερό, όλο μοναξιά και παράπονο. Δεν ήταν καθόλου άγρια. Το πρόσωπο της -πάντα αχτένιστα τα μαλλιά κι ανακατωμένα- είχε ένα φως, ήταν ήρεμο, σχεδόν χαρούμενο. Τίποτ' άλλο δεν ακουγόταν, η Σταυρούλα κι η φωνή της.
Τραβήξαμε βιαστικά, σουρουπώματα ήμασταν στο χωριό. Όλο το δρόμο, κι αργότερα όταν μεγάλωσα και έφυγα από το χωριό, με βασάνιζε τούτη η εικόνα: Ένας ολομόναχος, έρημος άνθρωπος, ένα κορίτσι ολομόναχο που τραγουδάει σ' ένα άγριo μέρος, δαρμένο από τους αέρηδες το χειμώνα και τον ήλιο και το καλοκαίρι. Πως να γεμίσεις μέρες ολόκληρες, με τη φωνή σου μονάχα, μήνες, χρόνια; Γιατί η καημένη η Σταυρούλα πέρασε χρόνια έτσι, μέχρι που ήρθε ξαφνικά το τέλος, πιο σκληρό από τη ζωή της.
Στα 1945, τον Απρίλη -είχε περάσει πια η Κατοχή- τη βρήκανε σκοτωμένη σ' ένα τσαγδούρι, λίγο παρακάτω από τη Σμουρτίτσα. Τα χέρια της δεμένα σ' ένα κλαρί, τα πόδια τσακισμένα, τα ρούχα ξεσχισμένα, το κεφάλι λιωμένο, με μια μεγάλη πέτρα που βρέθηκε πλάι, με κομμάτια μυαλό και αίματα. Την είχαν βιάσει -θα πρέπει να 'τανε τουλάχιστον δύο, ήταν πολύ γεροδεμένη. Θα 'χανε παλέψει πολύ, τα κοντόκλαδα γύρω ήταν αλωνισμένα, και το χώμα κάτω από το κορμί της σκαμμένο. Τα χείλη της ήταν καταματωμένα, τα 'χε κόψει με τα δόντια.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος ή ποιοι τη σκότωσαν, τουλάχιστον δεν πιάστηκε κανείς. Μίλησαν για έναν βουβό κι' άλλον ένα που έφυγαν τότε κοντά για την πόλη και δεν ξανάρθα. ν στο χωριό -τους είχαν, είπανε, δει εκεί γύρω εκείνη τη μέρα. Επειδή ήταν από το χωριό και τους γνώρισε η Σταυρούλα γι' αυτό τη σκότωσαν. Άλλος κάτι άκουσε, άλλος κάτι είδε, όταν ρωτούσαν δεν ήξεραν τίποτα, οι καιροί ήταν πονηροί, οργίαζαν κάτι οργανώσεις παντοδύναμες, τον μπελά σου γύρευες;
Κι ύστερα, χάθηκε ο κόσμος; μια Σταυρούλα -΄πάει λησμονήθηκε κιόλας.
Μια Σταυρούλα. Ένα ζουδάκι.
Αύγουστος 1962
Όμηρος Πέλλας (1921-1962). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Γιαννόπουλου από την Τριφυλία (Καημένη Γυναίκα) με μικρή αλλά πολύ έντονη παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Πέρασε το βραχύτατο βίο του στα γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως τα ελληνικά ξερονήσια της εξορίας και το κρεβάτι του πόνου με τον καρκίνο. Έγραψε δυο μόνο βιβλία: το Σταλαγκ VI C το χρονικό της ομηρίας και μια συλλογή διηγημάτων με 7 μόνο διηγήματα που θεωρούνται από πολλούς ότι επηρέασαν σημαντικά την μεταπολεμική μας πεζογραφία της μικρής φόρμας